Skip to main content

Την άλλη φορά να ακούσουν ιστορίες καθημερινότητας των επιχειρήσεων

Ίσως κάτι τέτοιο να είναι χρήσιμο, αν όχι για να κάνουν κάτι, τουλάχιστον για να συνειδητοποιήσουν πού ακριβώς βρίσκονται και τι ακριβώς διοκούν.

Η σχεδόν ταυτόχρονη –με διαφορά μόλις λίγων ωρών- παρουσία των Αλέξη Τσίπρα και Κυριάκου Μητσοτάκη στην χθεσινή ετήσια τακτική Γενική Συνέλευση του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος κάτι σημαίνει. Έχει συμβολικό χαρακτήρα, αφού σηματοδοτεί το ενδιαφέρον των δύο πρωταγωνιστών της πολιτικής ζωής –του πρωθυπουργού και του εν δυνάμει πρωθυπουργού- τόσο για την μεταποίηση και την παραγωγή, όσο και για την Β. Ελλάδα.

Άλλωστε, από τις ομιλίες και των δύο φάνηκε ότι βλέπουν το ζήτημα του δευτερογενούς τομέα από τη σωστή οπτική γωνία, ενώ –όπως έγινε σαφές από τις κατ’ ιδίαν συζητήσεις τους με τους οικοδεσπότες- αντιλαμβάνονται τη γεωγραφική διάσταση στην επιχειρηματικότητα γενικότερα και στην άσκηση μεταποιητικής δραστηριότητας ειδικότερα. Το ερώτημα που βάζει τώρα η ζωή είναι αν θα προχωρήσουν. Διότι ανάλογες απόψεις και ευχολόγια έχουν διατυπωθεί από υπεύθυνα χείλη και στο παρελθόν –τόσο στο πρόσφατο, όσο και στο απώτερο-, μόνο που δεν είχαν πρακτικό αντίκτυπο.

Ίσως μια ιδέα για την άλλη φορά θα ήταν οι πολιτικοί αρχηγοί να μη μιλήσουν, αλλά να ακούσουν διάφορα περιστατικά από την καθημερινότητα των επιχειρήσεων της Β. Ελλάδος. Ίσως κάτι τέτοιο να είναι χρήσιμο για τους ίδιους. Αν όχι για να κάνουν κάτι –όποιοι θέλουν και σήμερα μπορούν-, τουλάχιστον για να συνειδητοποιήσουν πού ακριβώς βρίσκονται και τι ακριβώς διοικούν.

Τις τελευταίες δεκαετίες στην πολιτική ελίτ της χώρας μας έχουν επικρατήσει δύο απόψεις. Αφενός ότι η Ελλάδα μπορεί να βασιστεί στον τριτογενή τομέα της οικονομίας –υπηρεσίες, εμπόριο, τουρισμός, μεταφορές- και αφετέρου ότι οι επενδύσεις που χρειάζεται η οικονομία θα προέλθουν σχεδόν αποκλειστικά από το εξωτερικό. Είτε μέσω των ιδιωτικοποιήσεων, είτε μέσω της αξιοποίησης της στρατηγικής θέσης της χώρας από διεθνείς επενδυτές. Κατά κάποιο τρόπο υποτιμώνται οι δυνατότητες και η δυναμική των εγχώριων επιχειρήσεων να αναπτυχθούν συμβάλλοντας ουσιαστικά στη δημιουργία κοινωνικού πλούτου και στην αύξηση της απασχόλησης. Μια στρατηγική που έρχεται σε αντίθεση με ότι ισχύει τα τελευταία χρόνια στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου η βιομηχανία κατέχει κεντρική θέση, ενώ έχουν τεθεί συγκεκριμένοι στόχοι σε επίπεδο ΑΕΠ, το περίφημο 20% μέχρι το 2020. Και στην ΕΕ δεν συμμετέχουν μόνο παραδοσιακές βιομηχανικές δυνάμεις όπως η Γερμανία και η Γαλλία.

Τα τελευταία χρόνια της κρίσης και της ύφεσης, αλλά και νωρίτερα με την επέλαση της παγκοσμιοποίησης στην οικονομία και ιδίως στην παραγωγή, η βιομηχανία του Βορρά έχει αποδείξει την ανθεκτικότητά της. Φυσικά οι εταιρίες του κλάδου της μεταποίησης δοκιμάστηκαν. Αρκετές δεν τα κατάφεραν, πολλές, όμως, προχώρησαν και όχι μόνο επιβίωσαν, αλλά αναπτύχθηκαν και αύξησαν την ανταγωνιστικότητα τους και τις πωλήσεις τους στις διεθνείς αγορές. Είναι χαρακτηριστική η άποψη που είχε εκφράσει πριν από δύο περίπου χρόνια από τη Θεσσαλονίκη Γερμανός τραπεζίτης, ότι αν στη χώρα του η ύφεση κρατούσε τόσα χρόνια –το 2015 βρισκόμασταν ακόμη στα έξι- οι επιχειρήσεις και το οικονομικό σύστημα θα είχαν ισοπεδωθεί. Με αυτά τα δεδομένα, όπως ο ίδιος είχε συμπεράνει, για να υπάρχουν επιχειρήσεις που ακολουθούν ανοδική πορεία σημαίνει ότι αξίζουν, έχουν γερές βάσεις και αντέχουν στο διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον.

Για δεκαετίες –ήδη από το 1950- η Ελλάδα επένδυσε πολλά στο made in Greece. Ένα στόχο που εντελώς αδικαιολόγητα η χώρα εγκατέλειψε κεντρικά μετά το 1990 κι έτσι δεν μπόρεσε να τον εξελίξει στα χρόνια της οικονομικής ανάπτυξης, όταν το δανεικό και φτηνό χρήμα έρεε άφθονο, συχνά χωρίς λόγο και αιτία. Μήπως, λοιπόν, τώρα που τα πράγματα δυσκόλεψαν –ούτε φτηνό, ούτε δανεικό, ούτε χωρίς λόγο χρήμα κυκλοφορεί, πλέον, στη χώρα- είναι ευκαιρία να επιστρέψουμε σε κλασικές αξίες; Να βρούμε διέξοδο στην παραγωγή, η οποία επιμένει, κόντρα στην εγκληματική αδιαφορία της πολιτείας, που σε ορισμένες περιπτώσεις φτάνει στα όρια της υπονόμευσης, όπως –για παράδειγμα- όταν η έκδοση μιας άδειας καθυστερεί από πολλούς μήνες έως μερικά χρόνια; Κι όποιος δεν καταλαβαίνει, δεν ξέρει που πατά και που πηγαίνει, όπως λέει ο τροβαδούρος. Ας το σκεφτούν αυτά καλά όσοι εργάζονται (sic) και πασχίζουν (sic) για τη δημιουργία ενός νέου παραγωγικού προτύπου, που θα οδηγήσει στην ανασυγκρότηση της οικονομίας και της χώρας.