Skip to main content

«Τζάνγκο», από την τζαζ στην αντίσταση

Ο Τζάνγκο Ράινχαρντ θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους μουσικούς της τζαζ - Η νέα ταινία για τη ζωή και την δράση του την περίοδο του ναζισμού

Δεν υπάρχουν πολλές ταινίες για τις διώξεις που υπέστησαν οι Σίντι και οι Ρομά την περίοδο του εθνικοσοσιαλισμού, είχε πει στην Μπερλινάλε 2017 η Σεσίλ ντε Φρανς, μια εκ των πρωταγωνιστών της ταινίας «Τζάνγκο», που σήμερα αισίως κάνει την επίσημη παγκόσμια πρεμιέρα της στους κινηματογράφους. Για τους ανθρώπους αυτών των μειονοτήτων ταινία «Τζάνγκο» σημαίνει πολλά, είπε η ίδια. Η νέα ταινία για τη ζωη του Τζ. Ράινχαρντ έχει έντονα ιστορικό και πολιτικό υπόβαθρο, όπως ήθελε άλλωστε και ο γάλλος σκηνοθέτης της Ετιέν Κολμάρ.

Ο Τζάνγκο Ράινχαρντ είναι ένας από τους θρύλους της τζαζ. Με τις ιδιαίτερες τσιγγάνικες πινελιές του στην κιθάρα έφτιαξε μια ολόκληρη μουσική σχολή, τη λεγόμενη gypsy swing, που μέχρι σήμερα συναρπάζει τα πλήθη. Αναπόφευκτα λοιπόν στην ταινία του Κολμάρ υπάρχει πολλή μουσική. Ωστόσο το βάρος δεν πέφτει εκεί, αλλά πολύ περισσότερο στις ζοφερές στιγμές που βίωσε ο ίδιος ο μουσικός, η οικογένειά του και γενικά η μειονότητα των Σίντι εξαιτίας της ναζιστικής επέλασης στην Ευρώπη. Στη νέα ταινία τον Τζάνγκο υποδύεται ο Ρεντά Κατέμπ.

Μουσική και ιστορία γίνονται ένα

Ο Ετιέν Κολμάρ εστιάζει την προσοχή του στη ζωή του σπουδαίου καλλιτέχνη την περίοδο 1943-1945. Ήδη τότε ο Τζάνγκο ήταν μεγάλο όνομα στις μουσικές σκηνές του νυχτερινού Παρισιού. Οι ναζί όταν κατέλαβαν τη γαλλική πρωτεύουσα γρήγορα αντιλήφθηκαν ότι δεν μπορούν έτσι απλά να συλλάβουν τον συγκεκριμένο καλλιτέχνη. Αντίθετα, επειδή δεν μπορούσαν να αμφισβητήσουν την ξεκάθαρη μουσική του δεξιοτεχνία θέλησαν να τον χρησιμοποιήσουν για τους δικούς τους προπαγανδιστικούς σκοπούς. Του πρότειναν έτσι να πάει για περιοδεία στη Γερμανία ώστε να παίξει ενάντια «στην αμερικανική μαύρη μουσική». Ο Τζάνγκο όμως αποφάσισε τότε να δραπετεύσει στην Ελβετία. Βρήκε καταφύγιο στη γαλλόφωνη Ελβετία και για να επιβιώσει έδινε μικρές συναυλίες σε τοπικά εστιατόρια και μπαρ. Όμως και εκεί οι Γερμανοί τον εντόπισαν και προσπάθησαν αυτή τη φορά να τον πείσουν να δώσει μια συναυλία για γερμανούς στρατιώτες. Στο μεταξύ η ερωμένη του, Λουίζ, την οποία υποδύεται στην ταινία η Σεσίλ ντε Φρανς, έπαιζε σε όλη αυτή την ιστορία έναν αμφιλεγόμενο ρόλο.

Όπως ανέφερε ο Ετιέν Κολμάρ ήδη κατά την προβολή της ταινίας στη Μπερλινάλε, πρόκειται σε κάθε περίπτωση για ένα έργο που έχει να κάνει με τις διώξεις μουσικών από τους ναζί, μια ιδιαίτερη πτυχή της σκοτεινής εκείνης περιόδου. Είναι όμως και ένα επίκαιρο έργο που θίγει τον εξαναγκασμό σε φυγή, μια κατάσταση που σήμερα βιώνουν πρόσφυγες και μετανάστες. Τέλος, είναι μια ταινία που θέτει ξανά το ζήτημα της ελεύθερης καλλιτεχνικής λειτουργίας αλλά και της τέχνης που υφίσταται πιέσεις σε καιρούς ανελευθερίας, καταπίεσης και αυθαιρεσίας.

Ο Τζάνγκο Ράινχαρντ κατάφερε να επιβιώσει στον πόλεμο και να διατηρήσει ακέραιο το καλλιτεχνικό του ήθος. Αντίθετα πολλά μέλη της οικογένειάς του, όλοι Σίντι, έπεσαν θύματα των ναζιστικών διώξεων. Μετά το τέλος του πολέμου συνέθεσε και το δικό μου Ρέκβιεμ για τα θύματα του ναζισμού. Θραύσματα της παρτιτούρας σώζονται μέχρι σήμερα.

Γιόχεν Κούρτεν / Δήμητρα Κυρανούδη

Πηγή: Deutsche Welle