Skip to main content

Χρηματιστήριο Ρύπων: Το νέο Ελ Ντοράντο

Οι μεγάλες προσδοκίες από το άνοιγμα της αγοράς το 2013, οι έξυπνες κινήσεις που εξασφάλισαν κέρδη πολλών εκατ.ευρώ σε ευρωπαϊκές βιομηχανίες και τα κερδοσκοπικά παιχνίδια.

Του Φώτη Λώλα

lolas@voria.gr

Πριν λίγες ημέρες ένα νέο προϊόν έκανε πρεμιέρα στο Χρηματιστήριο Αθηνών, το οποίο φιλοδοξεί τα επόμενα χρόνια να χτίσει γύρω του μια αγορά δισεκατομμυρίων. Πρόκειται για τις δημοπρασίες δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων που ήδη ξεκίνησαν να πραγματοποιούνται μέσω του συστήματος συναλλαγών ΟΑΣΗΣ του ΧΑ.

Η αυλαία άνοιξε για τις δημοπρασίες ρύπων την 30η Ιουνίου οπότε το υπουργείο περιβάλλοντος διέθεσε 1.100.000 δικαιώματα, έναντι σχεδόν 14 εκατ. ευρώ, ενώ είχε προηγηθεί και η ανεπίσημη «πρώτη» της 15ης Ιουνίου, όταν διατέθηκαν μόλις 6.000 δικαιώματα από τα 1.000.000 της αρχικής προσφοράς.

 Το υπουργείο, το οποίο συμμετέχει στην εκάστοτε  διαπραγμάτευση ως μοναδικός πωλητής, σκοπεύει να διαθέσει μέχρι το τέλος του 2011 συνολικά 10.000.000 δικαιώματα, από τα οποία υπολογίζει ότι θα εισπράξει περίπου 140 εκατ. ευρώ.

Τα έσοδα που προέρχονται από τις δημοπρασίες θα κατανέμονται σε ποσοστό 95% υπέρ του ειδικού λογαριασμού του ΔΕΣΜΗΕ και κατά 5% υπέρ του Πράσινου ταμείου. Συγκεκριμένα το ΥΠΕΚΑ επιδιώκει να συγκεντρώσει το απαραίτητο ποσό για να χρηματοδοτήσει τα ελλείμματα που συσσώρευσε ο ΔΕΣΜΗΕ από τα ποσά που πληρώνει τους παραγωγούς ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και δεν καλύπτονται από το τέλος υπέρ ΑΠΕ.

Οι προοπτικές

Το Χρηματιστήριο Ρύπων γεννήθηκε το 2005 με την ενεργοποίηση του Πρωτοκόλλου του Κιότο. Κατά την πρώτη περίοδο 2005 -2007, αλλά και την επόμενη 2008 – 2012 οι επιχειρήσεις λάμβαναν δωρεάν τα δικαιώματα εκπομπής που τους αναλογούσαν και μπορούσαν να αγοράσουν επιπλέον δικαιώματα αν παρήγαγαν περισσότερους ρύπους από αυτούς που τους αναλογούσαν.

Ωστόσο, από το 2013 το σκηνικό αλλάζει ριζικά. Οι βιομηχανίες παραγωγής ενέργειας όλης της Ευρώπης (με εξαίρεση τις πολύ ρυπογόνες «ΔΕΗ» της Πολωνίας και της Βαλτικής, στις οποίες παρέχεται δωρεάν το 70% των δικαιωμάτων ρύπων) θα πρέπει να αγοράζουν τα δικαιώματα για τους ρύπους που παράγουν. Όλες οι άλλες βιομηχανίες θα λάβουν αρχικά δωρεάν τα δικαιώματάτα τους (όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα) και θα αρχίσουν να χρεώνονται σταδιακά μέχρι το 2020.

Έτσι, χώρες και βιομηχανικές εγκαταστάσεις που ρυπαίνουν λιγότερο από τα επιτρεπτά όρια θα πωλούν τα περιθώρια τους σε άλλες, που ξεπερνούν τα όρια των επιτρεπόμενων ρύπων. Αντίστοιχα, οι εταιρείες που εκπέμπουν περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα από όσο τους έχει χορηγηθεί δωρεάν πρέπει να αγοράζουν άδειες από εταιρείες που δεν έκαναν χρήση των δικών τους αδειών.

‘Ήδη από τα πρώτα χρόνια λειτουργίας της αγοράς μεγάλες βιομηχανίες, κάνοντας έξυπνες κινήσεις κατάφεραν να αποκομίσουν κέρδη πολλών εκατ. ευρώ. Παραδείγματος χάρη, στα τρία χρόνια της πρώτης φάσης έξι ενεργειακές εταιρείες της Βρετανίας κέρδισαν 1,16 δισ. ευρώ, αφού κατάφεραν να έχουν λιγότερες εκπομπές σε σχέση με τις άδειες που είχαν διανεμηθεί και διέθεσαν το πλεόνασμα σε πολύ καλές τιμές.

«Το γεγονός ότι από το 2013 το σκηνικό αλλάζει, αναμένεται να προκαλέσει κατακόρυφη αύξηση του ενδιαφέροντος από τις επιχειρήσεις, οι οποίες θα πρέπει να μάθουν να αγοράζουν τα δικαιώματά τους», τονίζει χαρακτηριστικά ο μηχανολόγος μηχανικός και ερευνητής Β’ βαθμού του ΕΚΕΤΑ με αντικείμενο την Εμπορία Ρύπων, Διονύσης Γιαννακόπουλος.

«Η νέα αυτή αγορά συγκεντρώνει όλες τις προϋποθέσεις για να αναπτυχθεί σε μέγεθος μετά το άνοιγμά της και να δημιουργήσει χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας σε όλη την Ευρώπη», προσθέτει.

Τα κερδοσκοπικά παιχνίδια και οι επιθέσεις των χάκερς

Εντούτοις, ως μια αγορά που ακόμα αναπτύσεται, το Χρηματιστήριο Ρύπων παρουσιάζει παιδικές ασθένειες, αφήνοντας πρόσφορο το έδαφος για τους κερδοσκόπους, αλλά και τους χάκερ.

Ίσως, το μεγαλύτερο λάθος είναι ότι έχει αποφασιστεί οι συναλλαγές να μη δημοσιοποιούνται, αφού η Ευρώπη δεν θέλει να γίνονται γνωστές οι αγοραπωλησίες, «ώστε να μην παίζονται κερδοσκοπικά παιχνίδια εις βάρος του περιβάλλοντος».

Αυτό όμως έχει ως αποτέλεσμα η αγορά να χαρακτηρίζεται από πλήρη αδιαφάνεια, αφού κανείς δεν γνωρίζει ποιος πουλάει, ποιος αγοράζει, τον όγκο ή το χρονικό σημείο των συναλλαγών. Με τον τρόπο αυτό η Ευρώπη άνοιξε την πόρτα στους κερδοσκόπους τους οποίους ήθελε να αποφύγει.

Χαρακτηριστικά είναι τα όσα αποκάλυψε ο Έλληνας ευρωβουλευτής Θεόδωρος Σκυλακάκης για την υπερκοστολόγηση ρύπων μέχρι και 700%, από άτομα που λειτουργούν ως μεσίτες στην Αγορά Ρύπων. Μόνο το εν λόγω γεγονός στοίχισε στους Ευρωπαίους πολίτες μέχρι και 1,5 δισ. ευρώ.

Όμως το Χρηματιστήριο Ρύπων δεν πλήττεται μόνο από τα πεπραγμένα των κερδοσκόπων. Τον τελευταίο χρόνο έχει γίνει και στόχος χάκερς. Τον Ιανουάριο είχε διακοπεί η λειτουργία του όταν διαπιστώθηκε κλοπή αδειών εκπομπής από τα ηλεκτρονικά αρχεία 14 χωρών, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, ύψους 28 εκατ. ευρώ. Οι χάκερ σκόπευαν να µεταπωλήσουν αυτά τα δικαιώµατα και γι’ αυτό η Επιτροπή αποφάσισε να διακοπούν οι συναλλαγές για µία εβδομάδα.

«Το μη χείρον βέλτιστον»

Όπως είναι φυσικό η νέα αγορά προκαλεί και αντιδράσεις, που εκφράζονται κυρίως από οικολογικές οργανώσεις, οι οποίες εκτιμούν ότι το πλαίσιο είναι πολύ χαλαρό και δεν οδηγεί σε δραστική μείωση της εκπομπής ρύπων που είναι και ο λόγος της δημιουργίας του Χρηματιστηρίου Ρύπων.

«Παρέχονται πολλές ευκολίες και απαλλαγές σε ρυπογόνες  δραστηριότητες, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ουσιαστικό κίνητρο για μείωση των ρύπων. Η συνέχιση της παροχής δωρεάν δικαιωμάτων και μετά το 2013 είναι απόφαση προς τη λάθος κατεύθυνση», υπογραμμίζει ο Αχιλλέας Πληθάρας, υπεύθυνος εκστρατειών του WWF Ελλάς.

Επίσης, τονίζει ότι ο στόχος για λιγότερους ρύπους κατά 20% μέχρι το 2020, σε σχέση με το 1990, είναι πολύ χαμηλός, αφού μέχρι το 2010 η μείωση έφτανε το 17%. Παράλληλα, προσθέτει, παρατηρείται το φαινόμενο πολλές εταιρείες να αγοράζουν δικαιώματα σε τρίτες χώρες (συνήθως Κίνα), πράξη που εκλαμβάνεται ως μείωση.

Ζητεί, δε, τη θεσμοθέτηση συγκεκριμένων κανόνων για το που κατευθύνονται τα χρήματα που λαμβάνουν οι κυβερνήσεις από τη δημοπράτηση των δικαιωμάτων, καθώς το πλαίσιο είναι αρκετά χαλαρό.

Ωστόσο, αναγνωρίζει ότι αν και το ιδανικό θα ήταν να μπει πλαφόν στις εκπομπές ρύπων για κάθε βιομηχανία, το Χρηματιστήριο Ρύπων ήταν η καλύτερη συμφωνία που θα μπορούσε να επιτευχθεί.