Skip to main content

Οι 5 δρόμοι στη Θεσσαλονίκη που «οδηγούν» στην οικονομική υπανάπτυξη

Τα θεσμικά εμπόδια στην επιχειρηματικότητα που εξακολουθούν να υφίστανται και η γειτνίαση με «φορολογικούς παραδείσους».

Το ενδιαφέρον των ξένων για επενδύσεις στην Ελλάδα είναι δεδομένο. Πολλά είναι τα στοιχεία που θα οδηγούσαν σήμερα κάποιον ενδιαφερόμενο να τοποθετηθεί στη χώρα μας και μάλιστα στο βόρειο τμήμα της. Οι ξένοι όταν αναφέρονται στην Ελλάδα εκτιμούν κυρίως ότι πρόκειται για ευρωπαϊκό έδαφος και χώρα μέλος της Ευρωζώνης, που βρίσκεται σε στρατηγικό σημείο σε σχέση με τη Νοτιονατολική Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. Επίσης, είναι γεγονός ότι οι –έστω περιορισμένες- μεταρρυθμίσεις στα χρόνια των Μνημονίων έχουν αλλάξει ελαφρώς προς το καλύτερο το επιχειρηματικό περιβάλλον.  

Το εύλογο ερώτημα που αναφύεται από αυτή την εικόνα είναι «γιατί οι ξένοι ενδιαφέρονται στην ουσία μόνο για ιδιωτικοποιήσεις υποδομών και για πρότζεκτ που έχουν να κάνουν με τον τουρισμό και όχι άλλους παραγωγικούς και αποδοτικούς τομείς, όπως είναι σίγουρα η μεταποίηση και πιθανόν η πολυδιαφημισμένη στη Θεσσαλονίκη καινοτομία;». Η απάντηση είναι εξίσου απλή και αβίαστη. Διότι ακόμη και σήμερα τα βασικά θεσμικά εμπόδια στην επιχειρηματικότητα εξακολουθούν και υφίστανται. Πέρα, δηλαδή, από το καθαρά οικονομικό πεδίο που χαρακτηρίζεται από την υπερφορολόγηση και το υψηλό μη μισθολογικό κόστος εργασίας, η γραφειοκρατία και ό,τι αυτή γεννά ή τη συνοδεύει όχι μόνο ζουν και βασιλεύουν, αλλά πλέον διάγουν βίο αυτοκρατορικό.

Η λειτουργία του κράτους είναι ένας τομέας στον οποίο έχουν γίνει από λίγα έως ελάχιστα ή και απολύτως τίποτα. Για κάποιον τρίτο παρατηρητή είναι –για παράδειγμα- εντυπωσιακή η ευκολία με την οποία μπαίνει «ψαλίδι» στις συντάξεις, αλλά δεν μειώνονται ούτε ο χρόνος, ούτε οι υπογραφές που χρειάζονται για την έκδοση μιας άδειας σε μια επιχείρηση. Ή  -δεύτερο παράδειγμα- προκαλεί εντύπωση η καθ’ όλα σωστή προσπάθεια για τον περιορισμό της φαρμακευτικής δαπάνης, αλλά παραμένουν εν λειτουργία δεκάδες οργανισμοί του δημοσίου χωρίς αντικείμενο, οι οποίοι μόνο ξοδεύουν –πολλά ή λίγα δεν έχει σημασία.  Ή –τρίτο παράδειγμα και φαρμακερό- μπορεί να θεωρηθεί αδιανόητο ότι καθημερινά από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο Έλληνα συζητούν για την ανάπτυξη –λες και όσο περισσότερο αναφερόμαστε στη δημιουργία πλούτου, τόσο περισσότερο πλουτίζουμε-, αλλά το κράτος δεν κάνει τίποτα για να βελτιωθεί ο χρόνος απονομής της δικαιοσύνης, να ελεγχθεί το εκτεταμένο και σχεδόν ορατό δια γυμνού οφθαλμού λαθρεμπόριο (καύσιμα, καπνικά προϊόντα, δομικά υλικά, καταναλωτικά είδη κ.α.), να υπάρξει χρηστή και πολλαπλώς κερδοφόρα διαχείριση απορριμμάτων, να οργανωθεί η πυρασφάλεια,  να αποκτήσει η χώρα γρήγορο ίντερνετ, να ολοκληρωθεί η απελευθέρωση αγορών και επαγγελμάτων. Πρόκειται για τομείς, που είτε δεν χρειάζονται χρήματα του δημοσίου –μόνο πραγματική βούληση-, είτε αυτά που θα ξοδευτούν είναι υποπολλαπλάσια των άμεσων κερδών που θα προκύψουν. Στο κάτω κάτω όλο το πολιτικό φάσμα –πλην των άκρων- έχει αναγνωρίσει τη χρησιμότητα των Μνημονίων σε ποσοστό άνω του 70%. Γιατί, λοιπόν, αυτές οι κοινά παραδεκτές ρυθμίσεις και συνισταμένες δεν υιοθετούνται ως ένα –ούτε δεύτερο, ούτε τρίτο- εθνικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων, που θα οδηγήσουν την κοινωνία σε μια αποδοτικότερη καθημερινότητα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι τα Επιμελητήρια των παραμεθόριων περιοχών της Β. Ελλάδος –Κιλκίς, Σέρρες, Δράμα, Ξάνθη, Ροδόπη, Έβρος- καταγγέλλουν ότι από την αναπόφευκτη λόγω γειτνίασης και Ευρωπαϊκής Ένωσης καθημερινή οικονομική σχέση Ελλάδας – Βουλγαρίας οι γείτονες κερδίζουν πολύ περισσότερα, όχι μόνο διότι έχουν χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές, αλλά διότι είναι καλύτερα οργανωμένοι στα σύνορά τους. Μερικές ερωτήσεις των αρμοδίων στους ανθρώπους της περιοχής θα προκαλέσουν αποκαλυπτικές απαντήσεις, καθώς οι παράγοντες των επιμελητηρίων υπολογίζουν τις απώλειες των δημοσίων ταμείων στα 2 δισ. ευρώ ετησίως. Όπως επίσης είναι χαρακτηριστικό αυτό που συμβαίνει στη δυτική πλευρά της Θεσσαλονίκης, στο δήμο Δέλτα, όπου λειτουργεί μία οργανωμένη Βιομηχανική Περιοχή στη Σίνδο και διάφορες άλλες άναρχες, με πιο γνωστές στο Καλοχώρι και στη Μαγνησία. Έχει δημοσιονομικό κόστος η απόλυτη χωροθέτηση των μεταποιητικών δραστηριοτήτων σε οργανωμένους χώρους; Έστω και με την απαιτούμενη μεταβατική περίοδο κάποιων ετών, που έτσι κι αλλιώς θα περάσουν! Ή θα κοστίσει κάτι η ανάθεση του κάθε δικτύου σε μία αρχή, ώστε να υπάρχει προγραμματισμός, σχεδιασμός, υλοποίηση, αποτελέσματα. Να απονέμονται εύσημα και να καταλογίζονται ευθύνες.

Σήμερα στον δήμο Δέλτα –για να παραμείνουμε στην περιοχή της Θεσσαλονίκης- υπάρχουν μεγάλα προβλήματα στο οδικό δίκτυο για διάφορους λόγους. Από τα για ανεξήγητους λόγους ημιτελή έργα, μέχρι το υπερβολικά μεγάλο κυκλοφοριακό βάρος. Αλλά πώς να στρώσουν τα πράγματα όταν στην ίδια περιοχή για τον ΠΑΘΕ είναι υπεύθυνο το υπουργείο Μεταφορών, η Εγνατία βρίσκεται στην ευθύνη της «Εγνατίας οδού», για τους κεντρικούς δρόμους της περιοχής και τους κόμβους που υπάρχουν αρμόδια είναι η Περιφέρεια Κ. Μακεδονίας, για το δευτερεύον οδικό δίκτυο φροντίζει ο δήμος Δέλτα και για τις δύο ημιτελείς γέφυρες που θα ενώσουν το λιμάνι με τον ΠΑΘΕ και την Εγνατία –όταν έγινε το κύριο έργο τελείωσαν τα… λεφτά- και θα «ελαφρύνουν» κατά 1000 φορτηγά την ημέρα τους δρόμους του Καλοχωρίου, πρέπει να ανάψει «πράσινο φως» το υπουργείο Ανάπτυξης.

Η Ελλάδα ως κρατική οντότητα δεν… παίζεται. Έχει μόνο να ζηλέψει και να αντιγράψει τις πρακτικές της προηγμένης Ευρώπης. Κι αν στην Αθήνα, όπου κατοικοεδρεύουν δεκάδες υπουργοί και χιλιάδες κρατικοί αξιωματούχοι, τα καθημερινά προβλήματα διευθετούνται ακόμη και με προσωπικές παρεμβάσεις, στη Θεσσαλονίκη και την υπόλοιπη Β. Ελλάδα η οργανωτική υπανάπτυξη της χώρας σημαίνει μεγάλο κόστος σε πλούτο, επενδύσεις, απασχόληση και οικονομική πρόοδο.