Skip to main content

Η αδυναμία των αστικών κομμάτων και η κάλπη της 20ης Σεπτεμβρίου

Σε συνθήκες όπως οι σημερινές, είναι φυσικό τα αστικά κόμματα να παρουσιάζουν σημεία διάλυσης ορισμένα, και αδυναμίας άλλα.

Σε αντίθεση με τα μαρξιστικά και εθνικιστικά κόμματα, τα αστικά εμφανίζουν αδυναμία συνοχής των ψηφοφόρων τους, λόγω του ότι στηρίζονται σε μεταβαλλόμενες οικονομικο-πολιτικές θεωρίες, στερούνται δηλαδή κοσμοθεωρίας που να αποτελεί τον συνδετικό ιστό μεταξύ των ψηφοφόρων.

Αυτός είναι και ο λόγος της συνεχούς μετακινήσεως των ψηφοφόρων, με ένα 10% μάλιστα -αυτό που κατά κανόνα δίνει τη νίκη σε ένα κόμμα- να αποκαλούνται «ψηφοφόροι της Κυριακής», επειδή αποφασίζουν λίγο πριν πλησιάσουν την κάλπη. Ο ψηφοφόρος της Αριστεράς δεν προβληματίζεται, παρά μόνον εάν έχει να επιλέξει μεταξύ κομμάτων συγγενικής ιδεολογικής κατεύθυνσης. Και δεν θα το πράξει την τελευταία στιγμή.

Ακόμη, η εμπεδωμένη σ’ αυτόν από παιδικής ηλικίας ιδεολογία, δεν θα το βρει πρόθυμο να υποστηρίξει ούτε συγγενή πρώτου βαθμού, εάν βρίσκεται σε αστικό κόμμα. Η κοσμοθεωρία άλλωστε, εξ ορισμού, είναι τρόπος ζωής. Και το χρέος του συνεπούς Αριστερού είναι να συμπεριφέρεται κατά συγκεκριμένο τρόπο. Κάποιος είχε πει παλαιότερα, ότι ο Αριστερός προκειμένου να ψηφίσει το κόμμα, θα αναβάλλει ακόμη και την κηδεία του. Ο αστός, δύσκολα θα αφήσει την πλαζ για να μεταβεί στην πόλη προκειμένου να ψηφίσει.

Η έλλειψη επομένως, ιδεολογίας αντικαθίσταται από υποστήριξη οικονομικο-πολιτικής θεωρίας, την οποία ανωτέρω αποκάλεσα μεταβαλλόμενη, επειδή οι θεωρίες αυτές προσαρμόζονται αναλόγως των συνθηκών της εποχής, και συμφώνως πάντα προς τα συμφέροντα των ισχυρών. Η φανατική υποστήριξη του αστού ψηφοφόρου στο κόμμα του, προϋποθέτει ισχυρή σύγκρουση με το αντίπαλο, και ελπίδα οφέλους όταν το κόμμα καταστεί κυβερνητικό.

Σε συνθήκες όπως οι σημερινές, είναι φυσικό τα αστικά κόμματα να παρουσιάζουν σημεία διάλυσης ορισμένα, και αδυναμίας άλλα. Και όχι μόνον αυτό, αλλά η μετακίνηση αστών ψηφοφόρων σε κόμματα της Αριστεράς, που κάποτε ήταν «ταμπού», τώρα κατέστη σύνηθες γεγονός. Η αλήθεια βέβαια είναι, πως οι μετακινούμενοι αστοί δεν πήγαν στο ΚΚΕ, γνωρίζοντας τον δογματικό του χαρακτήρα, αλλά στον ΣΥΡΙΖΑ, με την βεβαιότητα ότι δεν θα εφαρμόσει τις σοβιετικές δοξασίες του.

Εκεί πάντως που υπάρχει το μεγάλο πρόβλημα στα αστικά κόμματα είναι η απουσία «φρέσκων» προσώπων που όχι μόνο θα ελκύσουν τους νέους (κατ’ έτος υπολογίζεται πως εισέρχονται 100.000 νέοι ψηφοφόροι), αλλά θα προσδώσουν στο κόμμα την απαραίτητη δυναμική. Δεν γνωρίζω πόσοι νέοι θα προτιμήσουν τον κ. Μεϊμαράκη από τον κ. Τσίπρα. Η εικόνα των δύο δείχνει ότι ο μεν πρώτος -με τον παχύ μύστακα και την πολυετή θητεία- ανήκει στο παρελθόν, ο δεύτερος δείχνει δυναμισμό.

Όμως, ο μεν κ. Μεϊμαράκης, όπως έχουν τα πράγματα στη Ν.Δ., αφενός είναι ίσως ο καταλληλότερος για να διατηρήσει το κόμμα επί τα αυτά, αλλά και να εκμεταλλευθεί τις εμφανείς πλέον αδυναμίες του κ. Τσίπρα, που έχει υπέρ αυτού μόνον την επικοινωνιακή υπεροχή. Εκτός αυτού, ο κ. Μεϊμαράκης έχει θητεύσει κατά την τελευταία πενταετία, σε θέσεις που δεν είχαν άμεση σχέση με τα Μνημόνια, ως εκ τούτου δεν έχει φθαρεί, ούτε έχει εμπλακεί στις εσωκομματικές αντιπαραθέσεις για να δημιουργήσει αντιπάθειες εντός του κόμματος.

Να σημειώσω πάντως την διαπίστωση της Frankfurter Allgemeine Zeitung, πουεπισημαίνει ότι  «μετά την παραίτηση του πρωθυπουργού η αντιπολίτευση δεν έχει να παρουσιάσει κανέναν φέρελπι (σ.σ. πολιτικό). Ο λαός έχει βαρεθεί τις κλίκες».

Ως προς το ΠΑΣΟΚ, μάλλον η μοίρα του είναι προδιαγραμμένη. Η κα. Φώφη Γεννηματά, εκτός από το όνομα που της άφησε ο πατέρας της, δεν έχει να επιδείξει κάτι που να εμπνεύσει. Ελπίδα διατήρησης στην Βουλή, έχει μόνον εάν ο κ. Γ. Παπανδρέου δεν κατέλθει πάλι στις εκλογές και αποσπάσει ψήφους από το ΠΑΣΟΚ.

Τα ίδια με τους ΑΝΕΛ. Η επιθυμία του κ. Καμμένου, αφενός να τιμωρήσει τη Ν.Δ. και αφετέρου να υλοποιήσει τον πόθο του με την ανάληψη «φανταχτερού» υπουργείου, όπου δραστηριοποιούνταν πλήρως λησμονώντας ότι έχει κόμμα, δεν είναι καλοί οιωνοί. Όταν μάλιστα δηλώνει εκ των προτέρων, ότι μόνον με τον ΣΥΡΙΖΑ θα συνεργαστεί μετεκλογικά, γιατί οι ψηφοφόροι του Ιανουαρίου να μη ψηφίσουν απευθείας τον ΣΥΡΙΖΑ;

Το Ποτάμι, θα παραμείνει ως έχει. Και τούτο επειδή από την ίδρυσή του, έδωσε την αίσθηση ότι αποτελεί απλώς την μαγιά για την δημιουργία κεντροαριστερού μεγάλου κόμματος. Δεν μπορεί να πείσει ο κ. Θεοδωράκης ότι είναι σε θέση να κυβερνήσει την χώρα. Ως ρυθμιστικός παράγοντας όμως, έχει ισχύ.

Υποθέτω, και λόγω της ηρεμίας με την οποία δέχθηκαν οι Ευρωπαίοι, την διενέργεια των εκλογών, μάλλον οδηγούν τα πράγματα σε συγκυβέρνηση Ν.Δ.-ΣΥΡΙΖΑ. Θα ήθελαν πρωθυπουργό τον κ. Τσίπρα, αλλά δεν φαίνεται ο ίδιος να το θέλει. Και εδώ είναι το σημείο που θα υπάρξει μετεκλογικό πρόβλημα, πλην εάν βγει πρώτο κόμμα ο ΣΥΡΙΖΑ.

Ο Μακεδών