Skip to main content

Οι μεγάλες παγίδες για τον τουρισμό της Βόρειας Ελλάδας

Οι περιοχές του βορειοελλαδικού τόξου που προσφέρονται για καλοκαιρινές διακοπές δεν έχουν αναπτυχθεί τουριστικά όσο τους αξίζει.

Ο τουρισμός αποτελεί εδώ και δεκαετίες την «αχίλλειο πτέρνα» της οικονομίας στην Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη. Μια «μαύρη τρύπα» σε σχέση με όσα θα μπορούσε να προσθέσει στην κοινωνία. Με εξαίρεση τη Χαλκιδική και τα τελευταία χρόνια τη Θάσο οι περιοχές του βορειοελλαδικού τόξου που έχουν θάλασσα και προσφέρονται για καλοκαιρινές διακοπές δεν έχουν αναπτυχθεί τουριστικά όσο τους αξίζει. Λείπουν οι επενδύσεις που θα αξιοποιήσουν τις δυνατότητες και θα αυξήσουν την υπεραξία του τουριστικού προϊόντος, στην Πιερία, το νομό Θεσσαλονίκης, την Καβάλα και τις παραθαλάσσιες περιοχές της Θράκης. Γι’ αυτό οι συγκεκριμένες περιοχές βασίζονται κυρίως στους Έλληνες επισκέπτες μικρών και μεσαίων οικονομικών δυνατοτήτων, καθώς και στους βαλκάνιους γείτονες, οι οποίοι επίσης δεν έχουν υψηλές απαιτήσεις και –φυσικά- αναζητούν οικονομικές λύσεις για τις διακοπές τους.

Αυτή η κατάσταση έχει λίγο πολύ εγκλωβίσει ολόκληρες περιοχές, που αδυνατούν τα αναβαθμίσουν τις υποδομές και τις υπηρεσίες τους, καθώς οι επιχειρηματίες γνωρίζουν ότι δύσκολα θα ανεβάσουν τις τιμές τους, χωρίς να χάσουν σημαντικό κομμάτι της πελατείας τους. Ακόμη και όταν η κίνηση αυξάνεται –όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια και αναμένεται να γίνει και φέτος- η εικόνα δεν αλλάζει. Απλώς η μετριότητα διευρύνεται ακόμη περισσότερο. Τα τραπεζάκια στην άμμο επεκτείνονται υπερβολικά και άναρχα, ενώ φαγητό, ποτά, καφέδες και σέρβις παραμένουν στάσιμα. Τα ενοικιαζόμενα δωμάτια σε πολλές περιπτώσεις δεν ανακαινίζονται επί χρόνια, κάτι που ισχύει και για τα μικρά ξενοδοχεία των κατώτερων κατηγοριών. Εάν σε αυτή την εικόνα προσθέσει κανείς και την μόδα της βραχυχρόνιας μίσθωσης κατοικιών –μέθοδος Airbnb-, μέσω της οποίας πολλοί ιδιοκτήτες στη Θεσσαλονίκη και άλλες περιοχές βλέπουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν εισόδημα, αντιλαμβάνεται ότι ο ορίζοντας για ένα ποιοτικότερο τουριστικό μέλλον στην ευρύτερη περιοχή στενεύει. Διότι, όπως συμβαίνει πάντα, το αύριο, αν και είναι βέβαιο ότι θα έρθει σύντομα, «θυσιάζεται» στο σήμερα και μάλιστα φτηνά, πολύ φτηνά. Η επιχειρηματική – επενδυτική λογική, που απαιτεί σύστημα, μέθοδο και επιμονή υποχωρεί ενώπιον της προοπτικής της αμέσου προσόδου. «Για αύριο ποιος ξέρει;» που λέει και το τραγούδι, μόνο που στην προκειμένη περίπτωση ο στιχουργός μιλάει για τον έρωτα και όχι για δουλειές.

Σε πολλές περιπτώσεις η κρίση μπορεί να συνιστά ευκαιρία, αλλά –όπως έχει αποδειχθεί- η ίδια κρίση μπορεί να οδηγήσει σε υπερβολές. Όταν σε περίοδο ύφεσης δημιουργούνται ξαφνικά προσδοκίες, εμφανίζονται πολλοί που νομίζουν ότι ο ιστορικός χρόνος μπορεί να συρρικνωθεί. Τουλάχιστον έτσι κινούνται και λειτουργούν. Πιστεύουν, δηλαδή, ότι μπορεί να… ρεφάρουν από τη μια στιγμή στην άλλη. Το αποτέλεσμα της έντονης αδημονίας μπορεί να είναι ο υπερεπαγγελματισμός, η αύξηση τιμών ή ο… ερασιτεχνισμός. Σε κάθε περίπτωση οι μεσοπρόθεσμες συνέπειες είναι για την αγορά απογοητευτικές. Το χειρότερο είναι ότι τέτοιου είδους λάθη οδηγούν σε μακροχρόνιες –πολύ δύσκολα και μόνο εν μέρει- αναστρέψιμες καταστάσεις. Το έχουμε ζήσει στην ελληνική αγορά, με πολλές… μόδες, που τους άξιζε μια μακροημέρευση, αλλά κατέληξαν σε… ερημοποίηση.

Το θέμα του τουρισμού, βέβαια, είναι εξόχως σοβαρό, διότι δεν αφορά ένα επάγγελμα, αλλά δεκάδες. Ολόκληρη την οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας, μιας και αποτελεί βασικό πυλώνα ανάπτυξης και παραγωγής κοινωνικού πλούτου. Γι’ αυτό είναι απαραίτητος ο θεσμικός και εποπτικός ρόλος των δημοσίων δομών. Διότι μπορεί ούτε το κράτος, ούτε η αυτοδιοίκηση να χρειάζεται να κάνουν τον επιχειρηματία, αλλά οφείλουν να βάζουν κανόνες και να φροντίζουν με δημιουργικό τρόπο για την εφαρμογή τους, με γνώμονα μια διαμορφωμένη στρατηγική και τον μακροχρόνιο ορίζοντα υλοποίησης της. Κυρίως χρειάζεται να βάζουν «φρένο» στις υπερβολές, που συνήθως συνοδεύεται από κακογουστιά. Στην πράξη, φυσικά, τίποτε από αυτά δεν ισχύει, ούτε γίνεται. Το κράτος για το μόνο που ενδιαφέρεται –κι αυτό χωρίς ιδιαίτερη επιμέλεια- είναι η είσπραξη εσόδων για τα δημόσια ταμεία. Όσο για τους Δήμους, εννοείται ότι σε προτεραιότητα βρίσκονται τα ρουσφέτια στους ψηφοφόρους –εν προκειμένω στους «επαγγελματίες» με εισαγωγικά του τουρισμού και της εστίασης, οι επαγγελματίες χωρίς εισαγωγικά δε χρειάζονται ρουσφέτια. Όλα τα υπόλοιπα έπονται. Γι’ αυτό τα τραπεζοκαθίσματα, τα ομπρελοκαθίσματα, τα υψηλά ντεσιμπέλ, οι αυθαίρετες κατασκευές και το ερασιτεχνικό σέρβις σε ταβέρνες και μπιτσόμπαρα αναπτύσσονται ανεξέλεγκτα σε παραλίες, που χωρίς να είναι πρώτης κλάσεως και ξεχωριστής ομορφιάς, θα μπορούσαν να είναι μια χαρά, αλλά καταντούν να δημιουργούν σε πολλούς δυνητικούς πελάτες αισθήματα «όπου φύγει, φύγει».

Στη Βόρεια Ελλάδα οι καταστάσεις αυτές είναι επιβαρυμένες για τον πρόσθετο λόγο ότι η περιοχή –εκτός εξαιρέσεων- δεν έχει σπουδαία τουριστική παράδοση. Όχι ότι στα πιο κοσμικά και δημοφιλή μέρη της χώρας δεν γίνονται τέτοιες –ενδεχομένως και χειρότερες- αθλιότητες, αλλά όταν για αντικειμενικούς λόγους ή λόγω πολύχρονης επικοινωνιακής απουσίας μια αγορά δεν πουλάει ούτε όνομα και ούτε πρωτοκλασάτες υποδομές, αλλά μόνο τον εαυτό της και τις υπηρεσίες της, τότε η πραγματικότητα απαιτεί ειδική φροντίδα. Για τουρισμό μιλάμε. Για ταξίδι του νου και της καρδιάς, το οποίο ο καθένας για τον εαυτό του το βλέπει σαν εμπειρία.