Skip to main content

Mακρύς ο δρόμος της Θεσσαλονίκης προς τον κοσμοπολιτισμό...

Όσο κι αν φαίνεται περίεργο σε κάποιους, η οικονομική πρόοδος είναι ευθέως ανάλογη με το κοινωνικό επίπεδο, που μεταφράζεται με όρους νοοτροπίας.

Η επίθεση στον Γιάννη Μπουτάρη, το απόγευμα του περασμένου Σαββάτου, είναι στίγμα για τη Θεσσαλονίκη. Μία ακόμη «μαύρη σελίδα» στο βιβλίο των τελευταίων 100 χρόνων της πόλης. Κάτι ανεξήγητο για μια περιοχή που έχει αστικά χαρακτηριστικά από την πρώτη ημέρα της δημιουργίας της και τους 22 πρώτους αιώνες της ύπαρξης της στο πλαίσιο του Μακεδονικού Βασιλείου, της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εκείνο που τη χαρακτήριζε ήταν ο κοσμοπολιτισμός. Δηλαδή η πολυχρωμία, η πολυπολιτισμικότητα και η ανεκτικότητα. Μια δημιουργική ατμόσφαιρα, που είχε ως βάση τη συνύπαρξη διαφορετικών εθνοτήτων και ως προωθητικά πλεονεκτήματα τη γεωγραφική της θέση και το εμπόριο. 

Όλα αυτά υποχώρησαν μετά το 1912, όταν η Θεσσαλονίκη βρέθηκε «στριμωγμένη» στα εθνικά σύνορα. Η κατάσταση έγινε ακόμη πιο ασφυκτική μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, όταν το «σιδηρούν παραπέτασμα» στο Βορρά και το αθηνοκεντρικό κράτος στο Νότο, δημιούργησαν συνθήκες απομονωτισμού, που είχαν ως αποτέλεσμα την καλλιέργεια συντηρητικής νοοτροπίας, που οδήγησε σε οικονομική υπανάπτυξη. Μετά το 1990 τα δεδομένα άλλαξαν, καθώς από τη μια τα προς Βορράν σύνορα χαμήλωσαν και τελικά «εξαφανίστηκαν», ενώ από την άλλη. η Ελλάδα παίρνοντας μαθήματα από την Ευρωπαϊκή Ένωση των περιφερειών, έκανε κάποια βήματα στο πεδίο της αποκέντρωσης. Στην ίδια τη Θεσσαλονίκη τα μηνύματα αυτά –αν και την αφορούσαν κατ’ εξοχήν- άργησαν να φτάσουν. Κυρίως διότι σε τοπικό επίπεδο κυριάρχησαν πρόσωπα με φοβικές αντιλήψεις, τα οποία έχτισαν πολιτικές και άλλες καριέρες πάνω στον ακραίο συντηρητισμό. Κάπως έτσι –για παράδειγμα- υπονομεύθηκε η τουριστική προοπτική της πόλης, καθώς η φιλοξενία πέρα από επαγγελματισμό και ευγένεια απαιτεί ανοιχτά μυαλά.

Σε αυτό το περιβάλλον η εκλογή του Γιάννη Μπουτάρη πριν από οκτώ περίπου χρόνια στο αξίωμα του πρώτου πολίτη της πόλης επί της ουσίας κάλυψε μια αναγκαιότητα ιστορικής φύσεως. Τα αποτελέσματα φάνηκαν αμέσως. Ο δήμαρχος «άνοιξε» τη Θεσσαλονίκη στον κόσμο πολύ περισσότερο, κάτι που βοήθησε στην αύξηση της αναγνωρισιμότητας και της επισκεψιμότητας. Ορισμένα από αυτά τα «ανοίγματα», με αυτονόητο ιστορικό και κοινωνικό βάρος για τη Θεσσαλονίκη - κυρίως προς την Τουρκία και το Ισραήλ- προφανώς ενόχλησαν, με αποτέλεσμα να φτάσουμε στη βαρβαρότητα του Σαββάτου. Η βία είναι έτσι κι αλλιώς αποκρουστική και καταδικαστέα απ’ όπου κι αν προέρχεται. Ενοχλεί, όμως, ακόμη περισσότερο όταν ασκείται εν ονόματι κάποιας ιδεολογίας ή και κάποια εθνικής ιδέας. Κυρίως διότι τόσο αυτού του τύπου οι ιδεολογίες, όσο και αυτού του τύπου οι εθνικές ιδέες βρίσκονται αποκλειστικά και μόνο στα μυαλά κάποιων, οι οποίοι προσπαθούν να τις προσαρμόσουν και να τις αξιοποιήσουν προς ίδιον όφελος. Διότι μπορεί να διαφωνεί κάποιος με τον Γ. Μπουτάρη ή οποιονδήποτε άλλο, να το εκφράζει στον ίδιο και όλους τους άλλους, να μην τον ψηφίζει, αλλά δεν δικαιούται να τον χτυπάει. Τελεία και παύλα. Η Ελλάδα είναι –τουλάχιστον αυτό επιθυμεί διαχρονικά η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών της- μια αστική δημοκρατία και μια πολιτισμένη κοινωνία. Αυτό σημαίνει ότι οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων διέπονται από κανόνες και η άσκηση βίας αντιμετωπίζεται μόνο ως ποινικό αδίκημα και επουδενί ως πολιτική πράξη.

Για τη Θεσσαλονίκη το περιστατικό δεν αποτελεί μόνο στίγμα. Δείχνει ότι ο δρόμος για ένα κοσμοπολιτισμό με ιστορικές αναφορές και θετικά οικονομικά και κοινωνικά αποτελέσματα είναι μακρύς. Όσο κι αν φαίνεται περίεργο σε κάποιους, η οικονομική πρόοδος είναι ευθέως ανάλογη με το κοινωνικό επίπεδο, που μεταφράζεται με όρους νοοτροπίας. Η συγκέντρωση υπέρ του Γ. Μπουτάρη και κατά της επίθεσης εναντίον του που θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη στο Λευκό Πύργο είναι υγιής αντίδραση, όπως άλλωστε είναι αυτονόητη η σύλληψη των φερόμενων δραστών από την αστυνομία. Αλλά δεν φτάνουν. Η καταδίκη και η τιμωρία αθλιοτήτων και ποινικά κολάσιμων πράξεων είναι αναμενόμενες στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας. Το ζητούμενο για τη Θεσσαλονίκη είναι να μη συμβαίνουν τέτοιου είδους αθλιότητες. Ούτε καν να περνούν από το μυαλό κάποιων. Διότι μόνο εάν επικρατήσουν ανοιχτές απόψεις, τις οποίες ενδεχομένως με κάποιες υπερβολές εκφράζει ο Γιάννης Μπουτάρης ακόμη και με την παρουσία του στο δημαρχιακό θώκο, η Θεσσαλονίκη μπορεί να ελπίζει σε ρεαλιστικό αναπτυξιακό όραμα, η εκπλήρωση του οποίου θα της δώσει –ή αν θέλετε θα της ξαναδώσει- τη θέση της στο περιβάλλον της ευρύτερης Νοτιοανατολικής Ευρώπης.