Skip to main content

Μεγάλη έκθεση Πάουλ Κλέε στο Μόναχο

Ο Πάουλ Κλέε επηρεάστηκε έντονα από το κίνημα Bauhaus και τον κονστρουκτιβισμό της δεκαετίας του '20

Μουσειακές αίθουσες που μοιάζουν με πίνακες αφηρημένης ζωγραφικής. Τοίχοι σε μπλε και γκρι αποχρώσεις, στοιχεία κίτρινου και μαύρου, γεωμετρικές κατασκευές διάσπαρτες στον χώρο. Κάπως έτσι επέλεξε να στήσει τη νέα έκθεση της Πινακοθήκης του Μονάχου για τον Πάουλ Κλέε ο επιμελητής της Όλιβερ Κάζε. «Κατασκευάζοντας το μυστηριακό» (Konstruktion des Geheimnisses) είναι ο τίτλος της έκθεσης.

«Το πνεύμα του κονστρουκτιβισμού άλλαξε εντελώς την εικαστική πρόσληψη του χώρου» εξηγεί ο Όλιβερ Κάζε. Ο Πάουλ Κλέε ήταν ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους αυτής της καλλιτεχνικής σχολής και επηρεάστηκε έντονα από το γερμανικό κίνημα Bauhaus, που εγκαινίασε στη Βαϊμάρη ο γερμανός αρχιτέκτονας Μάρτιν Γκρόπιους. Από τους 150 πίνακες που παρουσιάζονται στην Πινακοθήκη του Μονάχου οι 130 είναι δάνεια από πινακοθήκες άλλων χωρών αλλά και λιγότερο γνωστές ιδιωτικές συλλογές.                                                                                                                    

Πάουλ Κλέε, ένας homo universalis

Ο Πάουλ Κλέε γεννήθηκε στην Ελβετία το 1879 και συγκαταλέγεται στους «κλασικούς μοντέρνους». Πειραματίστηκε με διάφορες εικαστικές τάσεις, από τον εξπρεσιονισμό μέχρι τον υπερρεαλισμό και φυσικά τον κονστρουκτιβισμό. Συνεχώς εισήγαγε νέες τεχνικές και νέες φόρμες, χρησιμοποιώντας γνώσεις που προέρχονταν από τις τεχνικές επιστήμες και όχι μόνο. Ο Πάουλ Κλέε ήταν επίσης ποιητής, μουσικός, φιλόσοφος, είχε ενδιαφέρον για τις φυσικές επιστήμες αλλά και την θεολογία. Ήταν αυτό που θα αποκαλούσε κανείς homo universalis. Kάτι δηλαδή σαν τον Λεονάρντο Ντα Βίντσι ή τον Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε. Τομή στο έργο του Κλέε αποτέλεσε επίσης η συνάντησή του με την ομάδα καλλιτεχνών «Γαλάζιος Καβαλάρης» (Der blaue Reiter), όπου γνώρισε τον Βασίλι Καντίνσκι και τον Φραντς Μαρκ.

Μέσα σε ένα τέτοιο λοιπόν περιβάλλον επιρροών ο Πάουλ Κλέε δημιούργησε τον δικό του εικαστικό κόσμο, έναν κόσμο γεμάτο συμβολισμούς, που αμφιταλαντεύεται μεταξύ του γήινου στοιχείου και του μεταφυσικού. Ο κόσμος, το σύμπαν, οι πλανήτες πάντα εξήπταν τη φαντασία του. Μετά τον A‘ Παγκόσμιο Πόλεμο ο ίδιος ασχολήθηκε επίσης και με τη θεωρία της τέχνης. «Η τέχνη δεν αποδίδει κατά γράμμα αυτό που είναι ορατό, αλλά η ίδια ορίζει το ορατό» είχε γράψει το 1920 σε μια πραγματεία του. Αυτό ακριβώς το πνεύμα του Κλέε εξέφραζε απόλυτα την εποχή εκείνη το κίνημα του Βauhaus, το οποίο και αναγνώρισε τον Ελβετό καλλιτέχνη ως κατεξοχήν «δεξιοτέχνη» της φόρμας.

Από το Bauhaus στη Σχολή του Ντίσελντορφ

Περί τα τέλη της δεκαετίας του '20 η Δημοκρατία της Βαϊμάρης βρισκόταν στο αποκορύφωμά της αλλάζοντας άρδην τους μέχρι τότε κοινωνικούς και οικονομικούς συσχετισμούς. Η βιομηχανία και η τεχνολογία είχαν πλέον μπει για τα καλά στη ζωή των ανθρώπων, οι γρήγορες συγκοινωνίες και τα νέα μέσα επικοινωνίας έφεραν μια νέα επανάσταση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο το Bauhaus άρχισε να μεταβάλλεται και να ακολουθεί τις τάσεις της νέας εποχής. Από τον εξπρεσιονισμό άρχισε να στρέφεται περισσότερο προς την πρακτική αρχιτεκτονική και το βιομηχανικό ντιζάιν, όπως επισημαίνει ο επιμελητής της έκθεσης.

Η ιδέα του «καθολικού καλλιτέχνη» είχε αρχίσει πλέον να φθίνει. Πολλοί καλλιτέχνες όπως ο Γιοχάνες Ίτεν ή ο Λόταρ Στράιερ εγκατέλειψαν έτσι πια το «νέο» Bauhaus. Ο Πάουλ Κλέε όμως παρέμεινε πιστός για άλλα δέκα χρόνια συνεχίζοντας να δημιουργεί έργα βάζοντας πάντα την ιδιαίτερη, προσωπική του πινελιά. Ο Κλέε δημιούργησε την περίοδο αυτή μια σειρά έργων που συνδυάζουν τον νέο ορθολογισμό με τον μεταφυσικό, σχεδόν μυστηριακό κόσμο των συμβόλων του. Εξ ού λοιπόν και ο τίτλος «Κατασκευάζοντας το μυστηριακό».

Ο Πάουλ Κλέε αποχώρησε από τη Σχολή του Bauhaus το 1931 και μεταπήδησε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Ντίσελντορφ. Όμως την περίοδο του Εθνικοσοσιαλισμού ο ίδιος λοιδορήθηκε και τα έργα του θεωρήθηκαν εκφυλισμένη τέχνη. Στη συνέχεια έφυγε αυτοεξόριστος στα ελβετικά βουνά. Τη δεκαετία του 30 υπέφερε από ένα αυτοάνοσο νόσημα, τη σκληροδερμία. Πέθανε τον Ιούνιο του 1940.

Γκάμπι Ρόιχερ/ Δήμητρα Κυρανούδη

Πηγή: Deutsche Welle