Skip to main content

Μητσοτάκης: Κάνουν μυστική διπλωματία στο Σκοπιανό

Εφ' όλης της ύλης μίλησε ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας σε ξένους ανταποκριτές - «Στο σχέδιό μας δεν υπάρχουν απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων»

Για όλα τα φλέγοντα ζητήματα της επικαιρότητας μίλησε σε ανταποκριτές ξένων ΜΜΕ ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, Κυριάκος Μητσοτάκης.

Ο κ. Μητσοτάκης αναφέρθηκε στους τρόπους βελτίωσης της αποτελεσματικότητας του δημοσίου τομέα, χαρακτηρίζοντας απαραίτητη προϋπόθεση τη ριζική ανασυγκρότησή του για να εφαρμοστεί οποιαδήποτε πραγματική μεταρρύθμιση στη χώρα, ενώ στάθηκε και στην πορεία της ΝΔ, τονίζοντας πως «ο σκοπός μου είναι να παράγω πραγματική ευημερία και όσο το δυνατόν περισσότεροι Έλληνες να βρουν τη θέση τους στο σχέδιό μου για την Ελλάδα της επόμενης μέρας». 

Παράλληλα, αναφέρθηκε στις τουρκικές προκλήσεις και την περίπτωση μίας σύγκρουσης μεταξύ ελληνικού και τούρκικου αεροπλάνου και στο πώς θα διαχειριζόταν τις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας και τι θα έκανε διαφορετικά εάν βρισκόταν στην εξουσία, ενώ εκτενείς αναφορές πραγματοποίησε και σε ό,τι αφορά το ζήτημα του ονόματος της ΠΓΔΜ και το μεταναστευτικό πρόβλημα.

Στο επίκεντρο των ερωτημάτων των ξένων ανταποκριτών βρέθηκε και το σχέδιο ανάπτυξης της κυβέρνησης και την πιθανότητα επαναδιαπραγμάτευσης με τους θεσμούς, σε περίπτωση εκλογής της Νέας Δημοκραγίας.

Αναλυτικά όσα είπε ο πρόεδρος της ΝΔ:

Για τους τρόπους βελτίωσης της αποτελεσματικότητας του δημοσίου τομέα:
 
«H ριζική ανασυγκρότηση του δημοσίου τομέα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να εφαρμοστεί οποιαδήποτε πραγματική μεταρρύθμιση στη χώρα μας. Εγώ υπηρέτησα το χαρτοφυλάκιο (του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης) για περίπου 20 μήνες κληρονομώντας μία σειρά από μνημονιακές δεσμεύσεις τις οποίες δεν είχα διαπραγματευτεί. Ήμουν αυτός όμως ο οποίος κατάφερε και έβαλε στο τραπέζι της συζήτησης ένα ουσιαστικό σχέδιο εξορθολογισμού του δημοσίου. Σε καμία περίπτωση το δικό μου σχέδιο δεν συμπεριλάμβανε πρόσθετες απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων.
 
Θέλω, λοιπόν, να είμαι για άλλη μία φορά ξεκάθαρος: στο σχέδιό μας δεν υπάρχουν απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων. Υπάρχει αξιολόγηση δημοσίων υπαλλήλων όπως την είχα εισηγηθεί και ουσιαστικά νομοθετήσει όταν ήμουν Υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης. Υπάρχει ουσιαστική αναδιάταξη των δομών του δημοσίου έτσι ώστε το δημόσιο να έχει ένα μικρότερο λειτουργικό αποτύπωμα όπως είχε γίνει επί των ημερών μου.
 
Ενδεικτικά θέλω να σας θυμίσω ότι μειώσαμε τότε τις οργανικές θέσεις ευθύνης κατά περίπου 30%, θέσεις γενικών διευθυντών, διευθυντών και τμηματαρχών, με τις αντίστοιχες φυσικά μειώσεις και τα σχετικά επιδόματα που συνοδεύουν αυτές τις θέσεις.
 
Στο σχέδιό μας συμπεριλαμβάνεται μία δραστική αξιολόγηση των εσωτερικών διαδικασιών του δημοσίου έτσι ώστε να μειωθεί ουσιαστικά η γραφειοκρατία στην επαφή των πολιτών αλλά και των επιχειρήσεων με το δημόσιο, μεταφέροντας το βάρος της απόδειξης από τον ιδιώτη στο ίδιο το κράτος.
 
Και ταυτόχρονα ένα δραστικό σχέδιο εφαρμογής εργαλείων ηλεκτρονικής διακυβέρνησης έτσι ώστε να μην είμαστε απλά ουραγοί στην τρίτη ψηφιακή επανάσταση αλλά να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε και με τα εργαλεία της τέταρτης ψηφιακής επανάστασης για το πώς θα έχουμε ένα δημόσιο το οποίο θα είναι λειτουργικό και θα σέβεται τα χρήματα του Έλληνα φορολογούμενου.
 
Θα έχω την ευκαιρία τις επόμενες εβδομάδες να παρουσιάσω αναλυτικά το σχέδιό μου για αυτή την τολμηρή ανασυγκρότηση αλλά θέλω να επαναλάβω ότι είναι ένα σχέδιο το οποίο στον πυρήνα του έχει τη σωστή αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων, τους οποίους σέβομαι και τιμώ. Θέλω να αναγνωρίσω το έργο τους και την προσφορά τους στη δημόσια διοίκηση και στη χώρα.

Αυτό, όμως, χωρίς σωστή αξιολόγηση δεν μπορεί να γίνει γιατί όσο δεν αξιολογούνται οι δημόσιοι υπάλληλοι τόσο όλοι βράζουν στο ίδιο καζάνι και τόσο μειώνονται και τα ουσιαστικά κίνητρα για να αποδίδει κανείς περισσότερο και καλύτερα».
 
Για την πορεία της Νέας Δημοκρατίας:

«Δεν μου αρέσει να σχολιάζω αποτελέσματα συγκεκριμένων δημοσκοπήσεων. Οι δημοσκοπήσεις τη μια μέρα μπορεί να είναι καλές, την άλλη μέρα να είναι λιγότερο καλές. Όμως, υπάρχει ένας κοινός τόπος σε όλες τις δημοσκοπήσεις. Και ο κοινός αυτός τόπος έχει να κάνει με το γεγονός ότι 80% των Ελλήνων θεωρούν ότι η χώρα πηγαίνει στη λάθος κατεύθυνση, ότι η Κυβέρνηση αυτή έχει χάσει τα αποθέματα εμπιστοσύνης τα οποία διέθετε δεν υπάρχει καμία εμπιστοσύνη σήμερα σε αυτή την κυβέρνηση ότι μπορεί να μας οδηγήσει σε καλύτερες μέρες.
           
Στο αμιγώς πολιτικό επίπεδο, θέλω να επισημάνω ότι παρέλαβα ένα Κόμμα το οποίο είχε ηττηθεί σε εθνικές εκλογές με 7 μονάδες διαφορά και σήμερα, ο μέσος όρος των δημοσκοπήσεων που δίνεται στη δημοσιότητα δείχνει ότι έχουμε μια διαφορά διψήφια από το ΣΥΡΙΖΑ. Δείχνει επίσης και μια υπεροχή στα ποιοτικά χαρακτηριστικά, αλλά δεν στέκομαι τόσο πολύ σε αυτά. Δεν υπάρχει αμφιβολία, λοιπόν, ότι το πολιτικό κλίμα σήμερα στη χώρα είναι τελείως διαφορετικό από αυτό που ήταν πριν από δύο χρόνια. Και δεν υπάρχει αμφιβολία επίσης ότι, παρά τις δυσκολίες που κάθε προσπάθεια γενναίας αλλαγής -όπως αυτήν την οποία εφαρμόζω στη Νέα Δημοκρατία- αναπόφευκτα συναντά, παρά αυτές τις δυσκολίες, η Νέα Δημοκρατία είναι σήμερα η μόνη αξιόπιστη πολιτική δύναμη η οποία μπορεί να οδηγήσει τον τόπο στην έξοδο από την κρίση.
 
Να πω και κάτι ακόμα: Έχει ενδιαφέρον και για το κοινό στο οποίο μιλάω. Ότι η δύναμη της Νέας Δημοκρατίας, προβάλλοντας τις δημοσκοπήσεις, είναι ασυνήθιστα μεγάλη για τα ποσοστά άλλων κεντροδεξιών Κομμάτων στην υπόλοιπη ευρωπαϊκή οικογένεια. Ενώ βλέπουμε ότι δυνάμεις που έχουν να κάνουν με την αντισυστημικότητα, που διοχετεύουν την οργή των πολιτών σε εύκολες λύσεις χωρίς αντίκρισμα, εξακολουθούν να υφίστανται.   Αλλά η άποψή μου είναι μετά την περιπέτεια του ΣΥΡΙΖΑ και μετά την καταστροφική αυτή τριετία για τη χώρα μας, ότι οι πολίτες θα αναζητήσουν σταθερότητα, σοβαρότητα, υπευθυνότητα, ρεαλιστικό σχέδιο για το μέλλον.
           
Ο σκοπός μου δεν είναι μόνο να διαχειριστώ τη μιζέρια, δεν με ενδιαφέρει αυτό. Ο σκοπός μου είναι να παράγω πραγματική ευημερία και όσο το δυνατόν περισσότεροι Έλληνες να βρουν τη θέση τους στο σχέδιό μου για την Ελλάδα της επόμενης μέρα. Και η Νέα Δημοκρατία -φαντάζομαι θα με ρωτήσετε και για αυτό στη συνέχεια- είναι η μόνη πολιτική δύναμη η οποία έχει σχέδιο για το τι θα γίνει μετά τη λήξη του τρίτου προγράμματος. Και με μεγάλη χαρά θα το συζητήσουμε, φαντάζομαι, απαντώντας τις ερωτήσεις σας».

Για το σχέδιο της Νέας Δημοκρατίας και τη στάση των θεσμών:
 
«Καταρχάς, με ενδιαφέρει το σχέδιο να είναι το σωστό για την Ελλάδα και για τους Έλληνες πολίτες. Πιστεύω ότι αν είναι το σωστό σχέδιο για την Ελλάδα και για τους Έλληνες, θα είναι ένα σχέδιο το οποίο θα βρει και τη σύμφωνη γνώμη των θεσμών. Οι παράμετροι είναι πάρα πολύ ξεκάθαρες.
           
Πρώτη προτεραιότητα του σχεδίου μας είναι η δημιουργία δουλειών μέσα από την προσέλκυση επενδύσεων. Μέσα από ένα τσουνάμι ιδιωτικών επενδύσεων και εισροής κεφαλαίων στη χώρα. Θα χρησιμοποιήσουμε όλα τα δυνατά χρηματοδοτικά εργαλεία, ξεκινώντας από ένα επενδυτικό σχέδιο ιδιωτικοποιήσεων με συγκεκριμένη άποψη για τις εταιρείες τις οποίες διαχειρίζεται σήμερα το ΤΑΙΠΕΔ και το Υπερταμείο. Και με μια λογική ότι οι ιδιωτικοποιήσεις γίνονται, όχι μόνο για να εισπράξει το κράτος χρήματα, αλλά για να αυξηθεί και η ανταγωνιστικότητα της ίδιας της οικονομίας και να έρθουν στη χώρα κεφάλαια που θα δημιουργήσουν θέσεις απασχόλησης.
           
Υπάρχουν, π.χ. στο χαρτοφυλάκιο του ΤΑΙΠΕΔ επενδύσεις που μπορεί να μην φέρουν πάρα πολλά χρήματα στο Ελληνικό Δημόσιο. Αναφέρομαι, π.χ. στα περιφερειακά λιμάνια. Το λιμάνι Αλεξανδρούπολης, το λιμάνι Ηγουμενίτσας, οι ιαματικές πηγές. Δεν περιμένω ότι το Κράτος θα λύσει το δημοσιονομικό του πρόβλημα, εκχωρώντας σε ιδιώτες αυτά τα περιουσιακά στοιχεία. Θεωρούμε όμως ότι είναι πάρα πολύ σημαντικό για την τοπική και την περιφερειακή ανάπτυξη να έχουμε ιδιώτες επενδυτές, οι οποίοι θα μπορέσουν να αξιοποιήσουν, επιτέλους, αυτά τα περιουσιακά στοιχεία και να τα εντάξουν σε μια συνολική εθνική στρατηγική αλλαγών για τη χώρα.    
 
Το πώς αντιλαμβανόμαστε το αναπτυξιακό μας σχέδιο το έχουμε παρουσιάσει πολλές φορές και σε μεγάλη λεπτομέρεια και στην Έκθεση Θεσσαλονίκης και εξακολουθούμε να ξεδιπλώνουμε πτυχές του. Είναι ένα σχέδιο φιλικό προς την επιχειρηματικότητα και προς τις επενδύσεις. 'Ένα σχέδιο με τολμηρές αλλαγές στη δημόσια διοίκηση, όπως αυτές για τις οποίες μίλησα πριν. Ένα σχέδιο το οποίο δίνει μεγάλη έμφαση στην Παιδεία και στην ανάγκη να παντρέψουμε τις δεξιότητες που ζητά η αγορά εργασίας με το παραγόμενο αποτέλεσμα του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Και εκεί είμαστε σε πάρα πολύ χαμηλά επίπεδα ακόμη. Ένα σχέδιο το οποίο δίνει έμφαση στη συνεργασία του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα για καλύτερες παροχές Υγείας. Και βέβαια βάζει πολύ ψηλά στην προτεραιότητά του την ασφάλεια του πολίτη ως προϋπόθεση ελευθερίας και οικονομικής δραστηριότητας.
 
Δεν ξέρω τι είναι αυτό το σχέδιο που διακινεί η Κυβέρνηση ότι έχει στείλει στους θεσμούς. Μου φαίνεται πολύ παράξενο το γεγονός ότι δεν τολμά η Κυβέρνηση να το δώσει στη δημοσιότητα και την καλώ και σήμερα να το δημοσιεύσει επιτέλους. Τι είναι αυτό το περιβόητο αναπτυξιακό σχέδιο; Σας θυμίζω ότι η Κυβέρνηση είχε υποχρέωση από το 2016 -ήταν μνημονιακή δέσμευση- να καταστρώσει ένα τέτοιο σχέδιο. Η Κυβέρνηση έχει δυσκολία να αρθρώσει οποιονδήποτε συγκροτημένο λόγο στα ζητήματα ανάπτυξης, πολύ απλά γιατί δεν έχει πολιτική στα θέματα αυτά. Τώρα, λοιπόν, που τελειώνουν οι μνημονιακές δεσμεύσεις και πρέπει να εξηγήσει η ίδια τι θέλει να κάνει στην οικονομία, βρίσκεται στην εξαιρετικά δύσκολη θέση να παράγει ένα σχέδιο με αποτέλεσμα να  εξακολουθεί να είναι δέσμια των δικών της ιδεοληψιών.
 
Θέλω να πω και κάτι ακόμα σε αυτό. Η Νέα Δημοκρατία δεν πρόκειται να δεσμευθεί από ένα αναπτυξιακό σχέδιο, το οποίο θα ανακυκλώνει ιδεοληψίες μιας άλλης εποχής. Σε αυτό θέλω να είμαι τελείως ξεκάθαρος. Εάν το σχέδιο αυτό είναι ένα σχέδιο το οποίο επαναφέρει στο δημόσιο διάλογο στερεότυπα άλλων εποχών, αυτό το σχέδιο σε καμία περίπτωση δεν δεσμεύει την επόμενη Κυβέρνηση και σίγουρα δεν είναι η ατζέντα με την οποία εμείς θα ζητήσουμε νωπή λαϊκή εντολή στις επόμενες εκλογές».

Για την πιθανότητα επαναδιαπραγμάτευσης με τους θεσμούς του σχεδίου ανάπτυξης της παρούσας Κυβέρνησης, σε περίπτωση εκλογής της Νέας Δημοκρατίας:
 
«Καταρχάς, δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι το σχέδιο αυτό θα συμφωνηθεί με τους θεσμούς. Εγώ σας λέω ότι δεν πρόκειται να δεσμευθώ. Προτείνω ένα τολμηρό σχέδιο μεταρρυθμίσεων. Κανείς δε μπορεί να με κατηγορήσει για μεταρρυθμιστική ατολμία.
 
Προτείνω ένα τολμηρό σχέδιο μεταρρυθμίσεων ακριβώς επειδή πιστεύω ότι το σχέδιο μεταρρυθμίσεων αυτό είναι και το κατάλληλο εργαλείο προκειμένου να μπορέσουμε σε δεύτερο χρόνο, θέλω να το τονίσω αυτό, όχι σε πρώτο χρόνο, να συζητήσουμε και για τους σκληρούς δημοσιονομικούς περιορισμούς που μας έχει επιβάλλει η κυβέρνηση Τσίπρα, δηλαδή το πλεόνασμα του 3,5%.
 
Τονίζω ότι αυτή η συζήτηση δεν είναι η πρώτη μου προτεραιότητα. Πρώτη μου προτεραιότητα είναι να ανακτήσω την απαραίτητη αξιοπιστία της χώρας και της Κυβέρνησης, εφαρμόζοντας μεταρρυθμίσεις όπως αυτές για τις οποίες σας μίλησα, που θα προσελκύσουν πολλά κεφάλαια στη χώρα, θα μειώσουν το κόστος δανεισμού της Ελληνικής Δημοκρατίας, και θα είναι τελικά η καλύτερη απόδειξη ότι οι αγορές εμπιστεύονται τις μεταρρυθμίσεις τις οποίες εμείς προτείνουμε.
 
Και μη ξεχνάμε ότι ασχέτως των δεσμεύσεων που θα υπάρχουν έναντι των πιστωτών μας, ενδεχομένως με αντάλλαγμα μια ρύθμιση του χρέους, η χώρα μετά τη λήξη του προγράμματος πρέπει να δανείζεται από τις αγορές. Και σήμερα το δεκαετές ομόλογο είναι στο 4 περίπου και της Πορτογαλίας είναι στο 1,80. Δεν έχω δει καμία ένδειξη ότι οι αγορές σήμερα εμπιστεύονται αυτή την Κυβέρνηση, να αποκλιμακώσει τα επιτόκια τόσο ώστε η χώρα να μπορεί να δανείζεται με ένα λογικό κόστος».
 
Για το πώς θα διαχειριζόταν τις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας και τι θα έκανε διαφορετικά εάν βρισκόταν στην εξουσία:

«Δε θα είχα τον κύριο Καμμένο Υπουργό. Δε το λέω γιατί έχω κάποιο λόγο να στοχοποιήσω τον κύριο Καμμένο. Το λέω διότι η αφόρητη κυβερνητική διγλωσσία σήμερα στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, δημιουργεί μείζον εθνικό ζήτημα στη χώρα. Είναι ένα ζήτημα το οποίο το είδαμε στα Σκόπια. Το βλέπουμε διαρκώς στα Ελληνοτουρκικά. Και ο κύριος Τσίπρας, ως αδύναμος πρωθυπουργός, αναγκάζεται να κρατήσει τον κύριο Καμμένο στο Υπουργείο αυτό προκειμένου να κρατήσει την κυβερνητική του πλειοψηφία.
 
Το κόστος, όμως, για τη χώρα είναι πάρα πολύ μεγάλο. Διότι σήμερα δεν υπάρχει ένα ενιαίο κέντρο εξωτερικής πολιτικής. Άλλα λέει το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, άλλα λέει το Μαξίμου. Γίνεται εξωτερική πολιτική με non-paper, αστεία πράγματα. Και η εικόνα την οποία εκπέμπει η χώρα, δεν είναι μια εικόνα σοβαρότητας.
 
Αν έρθετε να προσθέσετε σε αυτά μια Τουρκική επιθετικότητα, η οποία εκδηλώνεται και την έχουμε επισημάνει με πολύ συστηματικό τρόπο εδώ και μήνες, και η οποία ξεκίνησε από ένα κρεσέντο παραβιάσεων και παραβάσεων, συνεχίστηκε με τον εμβολισμό του σκάφους του Λιμενικού και κατέληξε στη παράνομη και απαράδεκτη κράτηση των δυο Ελλήνων αξιωματικών σε μία φυλακή υψίστης ασφαλείας, καταλαβαίνετε ότι έχουμε απέναντι μας μια χώρα η οποία φέρεται διαφορετικά από ότι φερόταν μέχρι σήμερα.
 
Αυτό απαιτεί, αν μη τι άλλο, σοβαρότητα, υπευθυνότητα, περισυλλογή, αυτοπεποίθηση και προβολή μιας ισχύος, όχι απλά αποτρεπτικής αλλά η οποία θα απορρέει και από τη συνολική εικόνα της χώρας. Αυτό δε το έχουμε, δυστυχώς, σήμερα.
Κατά συνέπεια, είναι βέβαιον ότι αν καλούσαμε τον κύριο Ερντογάν να έρθει στην Ελλάδα, θα φροντίζαμε η επίσκεψη αυτή να είναι μια επίσκεψη επιτυχημένη και να βοηθήσει στη βελτίωση των Ελληνοτουρκικών σχέσεων και όχι στην επιδείνωση τους. Διότι κρίνοντας εκ του αποτελέσματος η επίσκεψη απέτυχε. Τώρα, γιατί απέτυχε μπορούμε να το συζητήσουμε. Σίγουρα όμως ήταν μια επίσκεψη η οποία δεν ήταν καλά προετοιμασμένη.

Και είναι βέβαιο ότι σας μιλάει ένας άνθρωπος ο οποίος πιστεύει βαθιά στην ανάγκη να υπάρχει μια διαχρονική Ελληνοτουρκική φιλία, αλλά η φιλία προϋποθέτει σοβαρότητα, στιβαρότητα και προσήλωση στις εθνικές γραμμές με έναν τρόπο που δεν θα επιδέχεται αμφισβήτησης. Και πολύ φοβάμαι ότι η εικόνα την οποία δείχνει η χώρα σήμερα συνολικά στα θέματα εξωτερικής πολιτικής δεν είναι αυτή που της αρμόζει».
 
Για τις τελευταίες εξελίξεις στη Συρία:

«Για τα θέματα της Συρίας, προφανώς υπάρχει μια γενικότερη ανησυχία. Θέλω να καταδικάσω απερίφραστα με τη μεγαλύτερη δυνατή ένταση τη χρήση χημικών όπλων, όπως αυτή έγινε τις προηγούμενες μέρες. Όταν μάλιστα γίνεται έναντι αμάχων και παιδιών είναι ακόμη πιο αποκρουστική.
 
Θα πρέπει να υπάρξει πλήρης διαλεύκανση του περιστατικού. Να εκφράσω τη λύπη μου για το γεγονός ότι δεν έγινε δεκτή στο Συμβούλιο Ασφάλειας η πρόταση έτσι όπως κατατέθηκε για να υπάρξει μια πλήρης διερεύνηση του περιστατικού και να ξέρουμε ακριβώς το τι έχει συμβεί».

Για τις μεταναστευτικές ροές:

«Προφανώς η ανησυχία είναι διαρκής και δε συνδέεται μόνο με τη κρίση στη Συρία. Αλλά και εκεί πρέπει να πω ότι έχουμε και εμείς ένα δικό μας εσωτερικό μερίδιο ευθύνης για την κατάσταση η οποία επικρατεί σήμερα στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.
 
Είναι αδιανόητο η χώρα να έχει πάρει τόσα κονδύλια από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κέντρα υποδοχής να βρίσκονται σε αυτή την κατάσταση. Και είναι, επίσης, λάθος, κατά την άποψη μου, το γεγονός ότι παραμένουμε εγκλωβισμένοι σε μια διαδικασία χορήγησης ασύλου η οποία είναι εξαιρετικά χρονοβόρα, με διπλές προσφυγές σε δυο επίπεδα, η οποία οδηγεί, νομοτελειακά, στην υπερσυγκέντρωση μεταναστών και προσφύγων στα νησιά του Αιγαίου.
 
Άρα, για την εικόνα που υπάρχει στα νησιά του Αιγαίου, υπάρχει και ένα ζήτημα Ελληνικής διαχειριστικής ανεπάρκειας που επιβαρύνει πάρα πολύ τις τοπικές κοινωνίες και προκαλεί αντιδράσεις, κάποιες δικαιολογημένες, κάποιες τελείως αδικαιολόγητες.
 
Και υπάρχει και ένα ζήτημα ως προς τη διαδικασία χορήγησης ασύλου. Μέχρι που να φτάσουμε σε ένα ενοποιημένο ευρωπαϊκό σύστημα, η αρμοδιότητα αυτή ανήκει στο κάθε κράτος-μέλος και έχω σοβαρές επιφυλάξεις ότι η διαδικασία ασύλου έτσι όπως έχει νομοθετηθεί στην Ελλάδα είναι μια διαδικασία η οποία εξυπηρετεί σήμερα τα εθνικά συμφέροντα, προστατεύοντας ταυτόχρονα και τα δικαιώματα των προσφύγων. Ή όσων διεκδικούν status πρόσφυγα».
 
Αν η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας θα δεσμεύεται από μια συμφωνία στο Σκοπιανό:

Με ρωτάτε τι θα γίνει. Έχω πει πολλές φορές και στα ζητήματα που αφορούν τα Μνημόνια ότι προφανώς οι διεθνείς συμφωνίες δεσμεύουν τη χώρα. Θα εκφράσουμε την εντονότατη διαφωνία μας στη Βουλή σε περίπτωση που η συμφωνία έρθει, όπως τουλάχιστον φαίνεται σήμερα χωρίς -αν κρίνω από τις  όποιες διαρροές- να είναι μία ενιαία συνολική και οριστική λύση που να θέτει ως προαπαιτούμενο τη συνταγματική αναθεώρηση στη γείτονα χώρα και την αντιμετώπιση ζητημάτων εθνότητας και αλυτρωτισμού. Αλλά αυτό αφορά τη στάση μας στη Βουλή όταν και εφόσον έρθει η συμφωνία».
 
Για το ότι η κυβέρνηση υποστηρίζει πως υπάρχει ένα παράθυρο ευκαιρίας για λύση:
 
«Καταρχάς αναφερθήκατε στις δύο Κυβερνήσεις. Θα αμφισβητούσα αυτό το οποίο λέτε για την ελληνική Κυβέρνηση, διότι  ο έτερος κυβερνητικός εταίρος διαφωνεί αυτή τη στιγμή οριζόντια και κάθετα με οποιαδήποτε λύση. Ο κ. Τσίπρας δεν  διαπραγματεύεται σήμερα ως επικεφαλής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας στη Βουλή, αλλά ως επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ. Τυπικά είναι επικεφαλής της Κυβέρνησης, αλλά ο κυβερνητικός εταίρος στον οποίο στηρίζεται για να έχει πλειοψηφία στη Βουλή έχει μία τελείως διαφορετική θέση για το ζήτημα αυτό. Έχω θέσει και δημόσια το πλαίσιο για μία ενδεχόμενη συμφωνία. Το επανέλαβα και πριν. Αφορά τη συνταγματική αναθεώρηση ως απαραίτητη προϋπόθεση για να υπάρξει οποιαδήποτε συμφωνία, την αντιμετώπιση ζητημάτων αλυτρωτισμού και εθνικής ταυτότητας, ως απαραίτητη προϋπόθεση για να υπάρξει συμφωνία και να ξεκινήσει η ενταξιακή διαδικασία των Σκοπίων στους ευρωατλαντικούς θεσμούς.
 
Η θέση μου αυτή είναι πάρα πολύ ξεκάθαρη. Η αναφορά μου στο θέμα του χρόνου έχει να κάνει πολύ και με το γεγονός ότι η Κυβέρνηση χειρίστηκε το ζήτημα αυτό από πλευράς ελληνικής κοινής γνώμης με ένα τελείως λάθος τρόπο. Δεν χρειάζεται να ανατρέξω στην ιστορία του τι έγινε, τα γνωρίζετε καλά. Δεν ξέρω αν υπήρχε πραγματικό ενδιαφέρον να λυθεί το ζήτημα ή να δημιουργήσει πρόβλημα στη Νέα Δημοκρατία. Το βέβαιο είναι ότι δίχασε την ελληνική κοινωνία αυτή η ιστορία χαρακτηρίζοντας συλλήβδην η Κυβέρνηση όσους διαφωνούν επί της αρχής με οποιαδήποτε λύση, ως γραφικούς, εθνικιστές και μη αντιλαμβανόμενη ότι, αυτή τη στιγμή, σε αυτή τη συγκυρία, το ζήτημα αυτό έχει μία ιδιαίτερα μεγάλη σημασία για την ελληνική κοινή γνώμη. Όλα αυτά η Κυβέρνηση τα αγνόησε, έδειξε να μην την ενδιαφέρουν καθόλου, με αποτέλεσμα, αντί να διαμορφώνουμε μία ενιαία θέση, η Κυβέρνηση να κάνει βασικά μυστική διπλωματία, να ενημερώνει εκ των υστέρων τα πολιτικά Κόμματα. Και μια κοινωνία η οποία σήμερα είναι εξαιρετικά εχθρική στη λύση του ζητήματος. Αλλά θα πρέπει να αναζητήσουμε ευθύνες γιατί έγινε αυτό σε αυτή τη συγκυρία».
 
Για τις τουρκικές προκλήσεις και την περίπτωση μίας σύγκρουσης μεταξύ ελληνικού και τούρκικου αεροπλάνου:

«Δεν θέλω να μπω, σε καμία περίπτωση, σε υποθετικά σενάρια. Ούτε θέλω να γίνω μάντης κακών. Δεν νομίζω ότι ο δημόσιος διάλογος γύρω από ένα ενδεχόμενο θερμό επεισόδιο, οι εφημερίδες οι οποίες καθημερινά μας παρουσιάζουν στα πρόθυρα πολέμου, τα ελληνικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης που αφιερώνουν συχνά, ανά 15λεπτο στην ένταση η οποία υπάρχει, εξυπηρετούν κατ' ανάγκη αυτή τη στιγμή τους εθνικούς σκοπούς. Προφανώς όταν υπάρχει αμοιβαία ένταση ο κίνδυνος ενός ατυχήματος αυξάνεται. Για αυτό και πιστεύω ότι αυτή τη στιγμή είναι απαραίτητο να υπάρχει μία συμφωνημένη και γρήγορη οριζόντια αποκλιμάκωση. Και να ξεκινήσει από την ίδια την Τουρκία η οποία θα πρέπει να εγκαταλείψει αυτή τη στιγμή τις αναθεωρητικές προσεγγίσεις στη Συμφωνία της Λωζάνης. Και πιστεύω ότι θα ήταν μία κίνηση όχι απλά, απαραίτητη και αυτονόητη, αλλά θα ήταν και μία κίνηση καλής θέλησης της Τουρκίας σήμερα να αντιμετωπίσει επιτέλους -ήδη έχει καθυστερήσει πολύ- το ζήτημα των δύο αξιωματικών που εξακολουθούν να είναι φυλακισμένοι σε τούρκικες φυλακές υψίστης ασφαλείας.
 
Από πλευράς μου, ανέδειξα το ζήτημα αυτό στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα. Μέσα από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα υπήρξε και σχετική παρέμβαση στη Σύνοδο Κορυφής, ώστε να δοθεί μια ευρωπαϊκή διάσταση στην τουρκική προκλητικότητα. Συζητείται το ζήτημα και στο Ευρωκοινοβούλιο, όπως ίσως γνωρίζετε, τις επόμενες μέρες. Αλλά είναι σημαντικό να αντιληφθεί και η Τουρκία ότι οι σχέσεις καλής γειτονίας δεν αφορούν μόνο στην αυτονόητη εφαρμογή του Δικαίου της Θάλασσας και του Διεθνούς Δικαίου. Αφορούν και στον τρόπο με τον οποίο συμπεριφερόμαστε, μιλάμε, χρησιμοποιούμε την εξωτερική πολιτική για εσωτερική κατανάλωση. Είμαι φανατικός εχθρός της λογικής ότι για να κερδίσουμε πέντε ψήφους παραπάνω ανεβάζουμε τους τόνους και τονώνουμε τα εθνικιστικά ένστικτα, είτε αυτό γίνεται στην Τουρκία, είτε αυτό γίνεται στην Ελλάδα. Οι χαμηλότεροι τόνοι, λοιπόν, αυτή τη στιγμή -πόσο μάλλον όταν η ευρύτερη γειτονιά μας βρίσκεται στα πρόθυρα μίας καινούριας ανάφλεξης- νομίζω ότι είναι επιβεβλημένοι και πιστεύω ότι αυτό τελικά εξυπηρετεί τα συμφέροντα και της Ελλάδας και της Τουρκίας».