Skip to main content

Στο ελληνικό Φαρ Ουέστ φορτηγά διακινούν αδήλωτα αγροτικά προϊόντα

Οι περιπτώσεις που πιάνονται στη φάκα, αποκαλύπτουν μόνο ένα μικρό μέρος της κατάστασης. Μεγάλο το πλήγμα για την ελληνική μεταποίηση.

Τις τελευταίες ημέρες οι ελεγκτές της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων εντόπισαν στην Αχαΐα δύο περιπτώσεις φοροδιαφυγής στη διακίνηση και εμπορία αγροτικών προϊόντων. Η πρώτη αφορά συσκευαστήριο, όπου εντοπίστηκαν 29 τόνοι πατάτας χωρίς παραστατικά. Η δεύτερη, αφορά πάλι συσκευαστήριο –δεν διευκρινίζεται εάν πρόκειται για το ίδιο ή για άλλο-, στο οποίο διαπίστωσαν την ύπαρξη  22 τόνων λεμονιών, επίσης χωρίς παραστατικά.

Οι δύο περιπτώσεις έχουν εξαιρετική σημασία, διότι αφορούν τον αγροδιατροφικό κλάδο, που αφενός έχει μεγάλη σημασία για την εθνική παραγωγή, μεταποίηση και οικονομία γενικότερα, ενώ αφετέρου πρόκειται για δραστηριότητα που κινείται πίσω από τη βιτρίνα. Σε αντίθεση, δηλαδή, με το τι συμβαίνει στον τουρισμό, στα κοσμικά νησιά, στην εστίαση και στη διασκέδαση, τομείς που με τη λάμψη τους τραβούν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, η δραστηριότητα στα χωράφια, στις αποθήκες και στα διαλογητήρια, παραμένει συνήθως κάτω από το ραντάρ της δημοσιότητας, καθώς την «σκεπάζουν» το χώμα και η σκόνη.

Πριν από επτά περίπου μήνες –συγκεκριμένα στις 14 Νοεμβρίου 2017- η Voria.gr υπό τον τίτλο «Σαρώνει η «μαύρη» διακίνηση αγροτικών προϊόντων στη Βόρεια Ελλάδα» αξιοποιώντας πληροφορίες παραγόντων του πρωτογενούς τομέα της οικονομίας, αλλά και της μεταποίησης που συνδέεται με την επεξεργασία της αγροτικής παραγωγής αναδείκνυε τις ακόλουθες δύο διαστάσεις του θέματος:

Πρώτον, αυτή την εποχή στην ελληνική ύπαιθρο –και στη Βόρεια Ελλάδα- η διακίνηση αγροτικών προϊόντων χωρίς χαρτιά ή με εικονικά, πολύ χαμηλής αξίας τιμολόγια, έχει αυξηθεί θεαματικά. Οι Έλληνες παραγωγοί αναζητούν εγχώριους και ξένους αγοραστές, οι οποίοι να έχουν τη δυνατότητα να αγοράσουν πληρώνοντας «μετρητά στη μαύρη σακούλα», προκειμένου να γλυτώσουν τη φορολόγηση. Αυτή η πρακτική έχει ως αποτέλεσμα αφενός το δημόσιο να χάνει έσοδα και αφετέρου οι ελληνικές μεταποιητικές επιχειρήσεις να έχουν πρόβλημα εξεύρεσης πρώτης ύλης ή να αναζητούν στο εξωτερικό προϊόντα που παράγονται στη χώρα μας.

Δεύτερον, το ζήτημα της «μαύρης» οικονομίας είναι πολύπλοκο. Τα συμφέροντα είναι μεγάλα και όσο υψηλότερα διαμορφώνεται το κέρδος, τόσο περισσότεροι παίρνουν ρίσκο. Οι Έλληνες αγρότες είχαν συνηθίσει στη χαμηλή φορολογία και –πλέον- το νέο καθεστώς τους πέφτει… βαρύ, με αποτέλεσμα πολλοί ανάμεσά τους να αντιδρούν δι’ αυτού του τρόπου. Μόνο που έτσι παίρνουν στο λαιμό τους και τη μεταποίηση. Τον κλάδο της αγροδιατροφής που διαθέτει δυναμισμό, εξωστρέφεια, σημαντικές προοπτικές, ενώ κινείται στον διεθνή ανταγωνισμό. Η αποκατάσταση μιας κατά το δυνατόν καλύτερης και ευσταθούς ισορροπίας στο σύστημα είναι απαραίτητη. Με δεδομένο, μάλιστα, ότι ο πρωτογενής τομέας της οικονομίας και η μεταποίηση που συνδέεται μαζί του αποτελούν βασικούς πυλώνες για την έξοδο της χώρας από την ύφεση στο πεδίο της διατηρήσιμης ανάπτυξης, η εύρυθμη λειτουργία του συνιστά όρο επιβίωσης. Και φυσικά υπάρχει –όπως πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις- η ηθική διάσταση του θέματος, ο αθέμιτος ανταγωνισμός, που ποτέ και πουθενά δεν είχε στο τέλος της ημέρας καλά αποτελέσματα. 

Το πρόβλημα που συνδέεται με τη φορολογική τάξη στην παραγωγή και τη διάθεση αγροτικών προϊόντων παραμένει μεγάλο. Μπορεί η εικόνα να είναι καλύτερη απ’ ότι συνέβαινε παλαιότερα –υπήρχαν εποχές που η μεγάλη πλειοψηφία των αγροτικών προϊόντων διακινούνταν είτε προς τη βιομηχανία, είτε προς το εμπόριο και την κατανάλωση χωρίς χαρτιά-, αλλά απέχει από το να βρίσκεται στο επιθυμητό επίπεδο. Ιδιαίτερα στη Βόρεια Ελλάδα καταγράφονται περιπτώσεις με ξένους αγοραστές –κυρίως από την Ιταλία- να αγοράζουν την παραγωγή είτε χωρίς παραστατικά, είτε με παραστατικά τα οποία ακυρώνονται ή καταστρέφονται μόλις το φορτίο βγει από το ελληνικό έδαφος.

Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς μόνο η συνεργασία των ελληνικών φορολογικών αρχών με τις αντίστοιχες υπηρεσίες ξένων χωρών θα φέρει αποτέλεσμα, αλλά κάτι τέτοιο μέχρι στιγμής δε συμβαίνει. Οι δύο περιπτώσεις της Αχαΐας «έπεσαν στη φάκα» διότι αφορούσαν την εσωτερική αγορά. Δεν θα μπορούσαν να εντοπιστούν αν τα φορτία με τις πατάτες και τα λεμόνια κατευθύνονταν στο εξωτερικό. Το μόνο καλό της υπόθεσης είναι ότι, πλέον, οι ελεγκτικές αρχές γνωρίζουν. Οι αρμόδιοι δεν μπορούν να ισχυριστούν ότι δεν υπάρχουν φορτηγά γεμάτα με αγροτικά προϊόντα, αλλά χωρίς χαρτιά, που «οργώνουν» το ελληνικό Φαρ Ουέστ, συνήθως νύχτα. Στη Θεσσαλονίκη, στην Πάτρα, παντού. Επομένως κάτι οφείλουν να κάνουν, ενδεχομένως συνεργαζόμενοι με τις συλλογικότητες των επιχειρήσεων του αγροδιατροφικού τομέα, που έχουν κάθε λόγο –και κάθε συμφέρον- να υπάρχουν αποτελεσματικοί έλεγχοι.