Skip to main content

Θεσσαλονικιός συλλέκτης κατά του ελληνικού δημοσίου για 180 παπύρους

Η υπόθεση Χατζησόλη, που τα τελευταία οκτώ χρόνια προσπαθεί να νομιμοποιήσει μία συλλογή παπύρων και συναφών αντικειμένων από την Αίγυπτο.

του Γιώργου Δώρα

Μια ταλαιπωρία από το ελληνικό δημόσιο, που στο βάθος φτάνει μέχρι τη... δήμευση περιουσίας, καταγγέλλει ότι υφίσταται ένας Θεσσαλονικιός επιστήμονας. Για άλλη μια φορά τη διαφορά ενός κρατικού φορέα με κάποιον πολίτη καλούνται να λύσουν τα δικαστήρια, κάτι που σημαίνει ότι κανείς δεν μπορεί να προσδιορίσει χρονικά το τέλος της διένεξης, ειδικά όταν πρόκειται για το Συμβούλιο της Επικρατείας. Στην υπόθεση Χατζησόλη πέρα από την ταλαιπωρία ενός πολίτη, κάτι που παγίως είναι για το ελληνικό κράτος άνευ σημασίας, το θέμα έχει ενδιαφέρον, διότι οδηγεί αβίαστα σε δύο γενικότερα συμπεράσματα:  

Πρώτον, όποιος αναζητά τη νόμιμη οδό μέσα από τις διαδικασίες του ελληνικού κράτους, ενδέχεται όχι μόνο να μη βρει άκρη, αλλά αντιθέτως είναι πιθανό να βρει τον μπελά του.
Δεύτερον, οι μηχανισμοί του ελληνικού κράτους σε ορισμένες περιπτώσεις –ενδεχομένως συχνά- λειτουργούν ανάλγητα. Χωρίς να υπολογίζουν την ευαισθησία των πολιτών, ούτε τα μεγάλα προβλήματα που τους δημιουργούν.



Στην προκειμένη περίπτωση το υπουργείο Πολιτισμού αντιμετωπίζει τον κ. Χατζητσόλη, ο οποίος τα τελευταία οκτώ χρόνια προσπαθεί να νομιμοποιήσει μια συλλογή παπύρων και συναφών αντικειμένων από την Αίγυπτο, τους οποίους απέκτησε στο εξωτερικό λόγω της επιστημονικής του εξειδίκευσης, περίπου σαν... αρχαιοκάπηλο. Σύμφωνα μάλιστα με τον ίδιο στη συλλογή περιλαμβάνεται ένας πολύ σημαντικός πάπυρος, με περιεχόμενο που αφορά άμεσα την ελληνική ιστορία και ειδικότερα τους χρόνους των επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αλλά και μία μάσκα μούμιας κατασκευασμένη εξ ολοκλήρου από ανακυκλωμένους χειρόγραφους παπύρους του 3ου αιώνα π.Χ. Μία χρονοκάψουλα αρχαίας γνώσης, την οποία ο ίδιος χαρακτηρίζει «μοναδική στο είδος της». Σήμερα, μετά από διαδικασίες και αναμονή ετών, το υπουργείο Πολιτισμού ζητά η συλλογή, που αποτελεί για τον κ. Χατζησόλη έργο ζωής, καθώς την απέκτησε σε διάρκεια μεγαλύτερη των 25 ετών, να αποδοθεί στο ελληνικό δημόσιο!     



Ο κ. Χατζητσόλης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, απ’ όπου έφυγε στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Είναι διδάκτωρ παπυρολόγος, απόφοιτος του πανεπιστημίου του Άμστερνταμ της Ολλανδίας, από το οποίο έλαβε τον διδακτορικό του τίτλο τον Μάρτιο του 1994. Μετά από 24 χρόνια στο εξωτερικό επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη για μόνιμη εγκατάσταση το 2003. Μαζί με την οικοσκευή του έφερε στην Ελλάδα και μια συλλογή από περίπου 180 αντικείμενα, παπύρους και συναφή, τα οποία –όπως ο ίδιος δηλώνει προς το ΥΠ.ΠΟ.Α.- προέρχονται από γνωστές πανεπιστημιακές ανασκαφές κυρίως στην περιοχή Φαγιούμ της Αιγύπτου και αλλού. Τα απέκτησε νομίμως από συλλέκτες και παλαιοπωλεία πληρώνοντας σημαντικά ποσά.

Τον Ιανουάριο του 2012, αφού είχε ολοκληρώσει τη μελέτη που αποδεικνύει την ιστορική σημασία των παπύρων της συλλογής του, προσήλθε στο Υπουργείο Πολιτισμού για να τη δηλώσει και να αποκτήσει τα νόμιμα δικαιώματα της ως ιδιοκτήτης. Ήθελε ο άνθρωπος να αξιοποιήσει τη συλλογή και επομένως ζητούσε έγκυρη νομιμοποίηση από το ελληνικό κράτος, στο οποίο ζει και είναι φορολογούμενος πολίτης. Από τότε ξεκινάει η ταλαιπωρία του με την ελληνική «πολιτιστική» γραφειοκρατία, η οποία στο τέλος, περίπου οκτώ χρόνια αργότερα, αποφάνθηκε ότι όλα τα αντικείμενα της συλλογής πρέπει να παραδοθούν στο Ελληνικό δημόσιο ! Μοναδικό επιχείρημα του υπουργείου Πολιτισμού είναι ότι ο κ. Χατζητσόλης δεν δήλωσε τη συλλογή εντός δύο μηνών από την επιστροφή του στην Ελλάδα και κατά συνέπεια αυτή θεωρείται ότι βρέθηκε στην Ελλάδα. Κάτι που θα είχε νόημα εάν τα συγκεκριμένα αντικείμενα κατάγονταν από τη χώρα μας ή εάν έστω και στην θεωρία θα μπορούσαν να είχαν βρεθεί στη χώρα μας. Όμως, τίποτε από αυτά δε συμβαίνει.



Όπως υποστηρίζει ο κ. Χατζητσόλης σε έγγραφα που κατέθεσε τόσο στο υπουργείο Πολιτισμού, όσο και στην ελληνική δικαιοσύνη, οι πάπυροι πέραν του ότι είναι προδήλως αιγυπτιακής προελεύσεως δεν θα μπορούσαν ποτέ να έχουν βρεθεί στην Ελλάδα, ακόμα και στα πλαίσια μίας «διαστημικής» λογικής. Λόγω του κλίματος, που δεν ευνοεί την διατήρησή τους, ενώ ο ίδιος μέσα από ευρύτατη αλληλογραφία με το υπουργείο Πολιτισμού έχει προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία του τρόπου και του τόπου που τα απέκτησε. Το περίεργο της υπόθεσης είναι ότι –όπως ο κ. Χατζητσόλης καταγγέλλει- το ΥΠ.ΠΟ.Α. μετά τις έγγραφες διαμαρτυρίες του για τις εξωφρενικές διεκδικήσεις του άλλαξε τις περιγραφές των αντικειμένων με τρόπο που να δικαιολογεί την απόφασή του. Για το λόγο αυτό ο ίδιος έχει προσφύγει στο Συμβούλιο της Επικρατείας με αίτημα να ακυρωθεί η σχετική απόφαση. «Όσα συμβαίνουν οφείλονται στο ότι το ελληνικό δημόσιο προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την ασάφεια του νόμου που ψηφίστηκε το 2002,  καθώς με την απόφασή τους οι παράγοντες του υπ. Πολιτισμού επιχειρούν να επεκτείνουν το νόμο και σε αντικείμενα που δε συνδέονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με την Ελλάδα» σημειώνει ο κ. Χατζητσόλης, ο οποίος κάνει λόγο για «απίστευτες μεθοδεύσεις».

Ο ίδιος, άλλωστε, είναι πεπεισμένος ότι «κάποιοι ενεργούν με πρόθεση να του υφαρπάξουν τα αντικείμενα», την αξία των οποίων εκτιμά σε εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ. «Με αυτή την πρακτική κινδυνεύουν παράλληλα με αρπαγή κειμήλια που βρίσκονται σε χιλιάδες ελληνικά σπίτια, όπως – για παράδειγμα- παλιά Ευαγγέλια, εικόνες, χάρτες, χαρακτικά, πίνακες, βάζα, έπιπλα, ακόμα και αυτά τα κειμήλια που έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας» λέει χαρακτηριστικά, δίνοντας μια ευρύτερη διάσταση στη δική του περιπέτεια. «Φανταστείτε ότι με τη λογική που εφαρμόζει στην περίπτωσή μου το υπουργείο Πολιτισμού το ελληνικό κράτος μπορεί πλέον να διεκδικήσει όχι μόνον την οποιαδήποτε εικόνα της Παναγίας ή άλλου αγίου, που χρονολογείται πριν από το 1830 και τα στοιχεία της είναι αποτυπωμένα ακόμα και σε κυριλλική γραφή, αλλά και οτιδήποτε προ αυτής της χρονολογίας, είτε αυτό είναι έπιπλο, είτε ειδώλιο από το Περού είτε πίνακας ζωγραφικής, χάρτης ή παλαιότυπο από παλαιοπωλείο της Ευρώπης, κλπ. και δεν έχει δηλωθεί μέσα σε δύο μήνες από την εισαγωγή του» αναφέρει με νόημα.



Και καταλήγει: «Τέτοιες αποφάσεις σαν αυτή του τμήματος ΤΕ.Ι.Α.Σ.Α. του ΥΠ.ΠΟ.Α. της 12-2-2019, πέραν του ότι είναι αυθαίρετες και αντιδημοκρατικές οδηγούν την χώρα σε έναν νέο σκοταδιστικό πολιτιστικό μεσαίωνα που όχι μόνον ποινικοποιεί τη γνώση, αλλά ακόμα και την έφεση για γνώση».