Skip to main content

2+2 μαθήματα για την αγορά της Θεσσαλονίκης από τον ένα χρόνο της πανδημίας

Τι έμαθε η Θεσσαλονίκη και η αγορά της από τον ένα χρόνο της πανδημίας του κορωνοϊού - Οι βασικές δύο συν δύο εμπειρίες και πώς κωδικοποιούνται

Ένα χρόνο από την έναρξη της περιπέτειας του κορωνοϊού στην Ελλάδα –στα τέλη Φεβρουαρίου εντοπίστηκε ο πρώτος ασθενής, το κρούσμα 0 στη Θεσσαλονίκη- πολλά πράγματα έχουν αλλάξει στο οικονομικό πεδίο. Εάν εξαιρέσει κανείς το υγειονομικό πεδίο και τον ανθρώπινο πόνο -με τις χιλιάδες ανθρώπινες απώλειες και τις πολλαπλάσιες νοσηλείες- η οικονομική κρίση είναι το βαρύ σύμπτωμα της πανδημίας και η κληρονομιά που θα αφήσει πίσω της όταν παρέλθει. Ειδικά στη Θεσσαλονίκη ο χρόνος που πέρασε δρομολόγησε σημαντικές αλλαγές, οι πιο ευδιάκριτες από τις οποίες αφορούν το κέντρο της Θεσσαλονίκης και –κυρίως- την εμπορική δραστηριότητα, η οποία, άλλωστε, χαρακτηρίζει την οικονομική ζωή της πόλης από τη στιγμή της ίδρυσής της.

Είναι χαρακτηριστικό ότι για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες υπάρχουν πολλά άδεια μαγαζιά στην Τσιμισκή –ο πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Π. Φιλιππίδης μέτρησε πρόσφατα 17 κενές βιτρίνες-, ενώ η κατάσταση είναι μελαγχολική και σε άλλους ιστορικούς εμπορικούς δρόμους του κέντρου όπως η Βενιζέλου, η Ερμού, η Ίωνος Δραγούμη, η Μητροπόλεως και η Αγίας Σοφίας. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με τα πολύμηνα lockdown στην εστίαση, που επίσης αποτελεί δυναμική οικονομική δραστηριότητα στη Θεσσαλονίκη, η τελική εικόνα είναι ζοφερή. Δικαίως, λοιπόν, κανείς αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να είναι σίγουρος για την επόμενη ημέρα, όταν σταδιακά η καθημερινότητα θα επανέρχεται στους ρυθμούς της και ταυτόχρονα θα αίρονται τα μέτρα στήριξης του κράτους σε επιχειρήσεις και εργαζόμενους. Σίγουρα θα υπάρξουν λουκέτα, το ερώτημα είναι σε τι ποσοστό; Ομοίως και η ανεργία θα αυξηθεί, κάτι που όπως έχει αποδειχθεί στο πρόσφατο παρελθόν αποδυναμώνει τις προσπάθειες ανάκαμψης. Η ανάπτυξη της οικονομίας της χώρας, δηλαδή η παραγωγή πλούτου -με άλλα λόγια η αύξηση του ΑΕΠ- εξαρτάται ακόμη σε πολύ σημαντικό βαθμό από την κατανάλωση. Η υποχώρηση αυτού του μεγέθους λόγω μείωσης ή και έλλειψης εισοδημάτων είναι απολύτως ανασταλτικός παράγων για να ξεπεραστεί η κρίση, τουλάχιστον σύντομα.

Οι βασικές δύο συν δύο εμπειρίες του 2020 και των πρώτων δύο μηνών του 2021 για την αγορά της Θεσσαλονίκης κωδικοποιούνται ως ακολούθως:

Πρώτον, στην Ελλάδα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με την οικονομία στο… κόκκινο. Διότι μπορεί η πανδημία να είναι παγκόσμιο φαινόμενο, αλλά το ξεπέρασμα των οικονομικών της επιπτώσεων δεν θα είναι ταυτόχρονο. Η χώρα μας θα δυσκολευτεί περισσότερο από τις ανεπτυγμένες οικονομίες της Ευρώπης, αφού οι τομείς στους οποίους βασίζεται -η εσωτερική κατανάλωση και ο τουρισμός- θα ανακάμψουν βραδέως. Σε αυτό το σκηνικό η Θεσσαλονίκη του εμπορίου, της εστίασης και της διασκέδασης των πολλών μικρών καταστημάτων θα δεινοπαθήσει. Εάν υπήρχε κάποιου τύπου εκσυγχρονισμός –από τον απλούστερο που είναι ένα e – shop, μέχρι τον πιο πολύπλοκο, όπως οι συνενώσεις, οι συνεργασίες και η διασφάλιση συνεργιών- τα πράγματα θα είχαν καλύτερη προοπτική, αλλά κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Η «νοοτροπία του λαγού», δηλαδή του μοναχικού καβαλάρη, ο οποίος ακολουθεί με συνέπεια την παράδοση είχε πεπερασμένα όρια και πριν την πανδημία. Τώρα ο ορίζοντας είναι ακόμη πιο στενός. Ήδη στο κέντρο της πόλης το 85% - 90% του εμπορικού τζίρου γίνεται από μεγάλες ελληνικές και ξένες αλυσίδες, κάτι που πιθανότατα θα επεκταθεί ακόμη περισσότερο.

Δεύτερον, η ανεξέλεγκτη επέκταση στα δύσκολα χρόνια της ύφεσης της δεκαετίας του 2010 της εστίασης και της μικροεπιχειρηματικότητας της εξυπηρέτησης τύπου μίνι – μάρκετ, επειδή κατά βάσιν αντιπροσωπεύουν την επιχειρηματικότητα της ανάγκης και όχι της ιδεολογίας και του οραματισμού, είναι μαθηματικώς βέβαιον ότι θα βουλιάξουν στα ρηχά νερά. Όπως και να τα διαβάσει κανείς τα νούμερα δεν βγαίνουν, τουλάχιστον όπως είναι η Θεσσαλονίκη και η οικονομική και κοινωνικά διάρθρωση του πληθυσμού της σήμερα. Εάν και εφόσον η πόλη εξελιχθεί σε σοβαρό τουριστικό προορισμό, κάτι που είναι εξαιρετικά απίθανο σε γρήγορο χρόνο, αφού απαιτούνται αφενός ολοκλήρωση υποδομών και αφετέρου ευνοϊκό περιβάλλον στις χώρες–πελάτες, πρωτίστως στα Βαλκάνια, ίσως αυτού του τύπου η παροχή υπηρεσιών να έχει έδαφος να αναπτυχθεί. Όπως, όμως, είναι σήμερα τα πράγματα ο υπερεπαγγελματισμός που υπάρχει δεν μπορεί να οδηγήσει σε κάποια ενδιαφέρουσα ισορροπία. Ανακύκλωση, εσωτερικοί ανταγωνισμοί, λογική «ο θάνατός σου η ζωή μου», μεγάλη ανεργία και πολλές καταστροφές.

Τρίτον, η εξωστρέφεια σώζει. Όπως και στα δύσκολα χρόνια της ύφεσης, έτσι και στην πανδημία, οι εξαγωγικές επιχειρήσεις κράτησαν την καλύτερη άμυνα. Επομένως η επόμενη ημέρα θα τις βρει σε καλύτερη κατάσταση για να προχωρήσουν. Διότι μια αγορά 10 – 11 εκατ. καταναλωτών, μιας χώρας στην άκρη του ευρωπαϊκού νότου, που εισάγει ακόμη και τα περισσότερα από τα τρόφιμα που καταναλώνει, δεν μπορεί να αυτοσυντηρηθεί ούτε καν σαν… Αλβανία του Χότζα, δηλαδή πλήρως απομονωμένη.

Τέταρτον, οι νέες τεχνολογίες και οι καινοτομίες που προκύπτουν από τη χρήση τους συνιστούν μεσοπρόθεσμα μία καλή πλευρά στο σενάριο της Θεσσαλονίκης. Η πόλη διαθέτει τρία πανεπιστήμια, αρκετά ινστιτούτα, μερικές πρωτοποριακές –αν και σχετικά αθόρυβες- επιχειρήσεις που παίζουν στα διεθνή γήπεδα, ενώ σταδιακά προσελκύει επενδύσεις τέτοιου χαρακτήρα. Τα επόμενα πέντε – δέκα χρόνια πιθανόν αυτός ο τομέας της τοπικής οικονομίας να αποκτήσει μεγάλη επιρροή, καθώς τόσο στην ύφεση, όσο και στην πανδημία, εξακολουθούσε να αναπτύσσεται λόγω της φύσεως και του χαρακτήρα του, αλλά κυρίως εξαιτίας της συγκυρίας της ψηφιακότητας, που καλπάζει διεθνώς.