Skip to main content

500 + 110 ταινίες γράφουν μουσική για τη Θεσσαλονίκη στο kitchen bar

Έννιο Μορικόνε, ένας Ιταλός πολίτης του κόσμου που δεν εγκατέλειψε ποτέ την πατρίδα του. Ένας δημιουργός που ξεχώρισε όχι μόνο για το ταλέντο του.

Εάν η κινηματογραφική μουσική είναι η κλασική μουσική του 20ου και του 21ου αιώνα, οφείλεται σε ορισμένους συνθέτες, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζει ο Έννιο Μορικόνε, που έφυγε από τη ζωή προ ολίγων ημερών, έχοντας περάσει τα 90 του χρόνια. Επειδή, μάλιστα, το σινεμά είναι η τέχνη που σφράγισε τα τελευταία 100 χρόνια, ο Μορικόνε άφησε βαθύ αποτύπωμα στον πολιτισμό δύο αιώνων.

Ένας Ιταλός πολίτης του κόσμου, ο οποίος δεν εγκατέλειψε ποτέ την πατρίδα του. Ένας δημιουργός που ξεχώρισε όχι μόνο για το ταλέντο, την πληθωρικότητα και την μουσική του πολυπραγμοσύνη, αλλά και για τον χαρακτήρα του. Αυτός που έγραψε πολλά από τα πιο πετυχημένα σάουντρακ στην ιστορία του κινηματογράφου «περίμενε» μέχρι τα 87 του για να κερδίσει Όσκαρ.

Ο άνθρωπος, ο οποίος επένδυσε τις σκηνές από τα πιο διάσημα σπαγγέτι γουέστερν χρησιμοποιώντας ήχους από δείκτες ρολογιού, ουρλιαχτά κογιότ, πυροβολισμούς και μαστίγια κέρδισε το χρυσό αγαλματάκι μόλις το 2016 για την ταινία «Οι μισητοί 8». Μετά από τρία βραβεία Γκράμι, τρεις Χρυσές Σφαίρες, έξι BAFTA, δύο Βραβεία Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, ένα τιμητικό Χρυσό Λέοντα, ένα Πολικό Μουσικό Βραβείο και ενώ εννέα χρόνια πριν –το 2007- η Κινηματογραφική Ακαδημία των ΗΠΑ είχε «υποχρεωθεί» εκ των πραγμάτων να τον βραβεύσει για τη συνολική προσφορά του. Σε ένα χώρο στον οποίο η ματαιοδοξία συχνά δεν θεωρείται μειονέκτημα, αλλά συνιστά πυξίδα πορείας, ο Μορικόνε δούλευε και δημιουργούσε διαρκώς. Το αποτέλεσμα αυτής της δραστηριότητας ιλιγγιώδες: μουσική για 500 ταινίες και τηλεοπτικές παραγωγές –εκ των οποίων οι 60 βραβευμένες- και σύγχρονα κλασικά έργα.

Μάλλον πρόκειται για παγκόσμιο ρεκόρ, αν και αυτές οι λεπτομέρειες δεν έχουν καμία σημασία. Και πέρα και πάνω απ’ όλα αυτά, ο Μορικόνε υπήρξε μέχρι το τέλος ένας σοβαρός άνθρωπος, ο οποίος άφησε στο δικηγόρο του αποχαιρετιστήριο γράμμα που ξεκινάει με τη φράση «Εγώ ο Ένιο Μορικόνε, έχω πια πεθάνει» για να ανακοινώσει ο ίδιος το θάνατό του. Το ημερολόγιο έδειχνε 6 Ιουλίου 2020. Είχε γεννηθεί το Νοέμβριο του 1928 στη Ρώμη.

Το καλό με τους ανθρώπους της τέχνης –ιδιαίτερα της μουσικής και του κινηματογράφου- είναι ότι ακόμη κι όταν φεύγουν εξακολουθούν να ζουν ανάμεσα μας. Να τριγυρίζουν στο μυαλό και την ψυχή μας. να καταλαμβάνουν τις αισθήσεις μας. Να φυτρώνουν εκεί που δεν τους σπέρνουν. Πρόκειται για κάποιου τύπου αθανασία, μέσω του έργου, και ταυτόχρονα μετενσάρκωση, μέσω των συναισθημάτων που αυτό το έργο δημιουργεί σε έναν, δύο, εκατό, χιλιάδες και –στην περίπτωση του Μορικόνε- εκατομμύρια ανθρώπους, που θα εξακολουθήσουν να ακούνε τη μουσική του και να βλέπουν τις ταινίες στις οποίες έδωσε πνοή με τη μουσική του. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί το «Για μια χούφτα δολάρια» του Σέρτζιο Λεόνε (1964) χωρίς τη μουσική; Ή το «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος» επίσης του Σέρτζιο Λεόνε (1966) με ένα από τα πιο διάσημα σφυρίγματα αλλά και μουσικά θέματα όλων των εποχών, που επηρέασε όλη την ποπ κουλτούρα; Ή το «Κάποτε στη Δύση» με τον ίδιο σκηνοθέτη (1968); Ή το «Θεώρημα» του Πιερ Πάολο Παζολίνι (1968) με το καταπληκτικό τραγούδι «Fruscio di foglie verdi»; Ή το «Dirty Angels» του Μάουρο Σεβερίνο (1969); Ή το επικό «1900» του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι (1976);   Ή την «Απειλή» του Τζον Κάρπεντερ (1982);   Ή την «Αποστολή» του Ρολάν Ζοφέ (1986); Ή το «Σινεμά ο Παράδεισος» του Τζουζέπε Τορνατόρε (1988); Ή τη «Μαλένα», επίσης του Τζουζέπε Τορνατόρε το 2000; Και πολλά φιλμ ακόμη.

ΥΓ. Οι δύο καλοντυμένοι κύριοι βρήκαν από το κτίριο του «Ολύμπιον», περπάτησαν προς το λιμάνι, μπήκαν στην Α΄ προβλήτα και κατευθύνθηκαν στο μοναδικό καφέ – εστιατόριο που υπάρχει δίπλα στη θάλασσα. Ο ένας φορούσε μαύρο κοστούμι και άψογο πουκάμισο, από το οποίο έλειπε μόνο το παπιγιόν. Ο άλλος ήταν ντυμένος πιο απλά και φορούσε σκούρα μαύρα γυαλιά. Τον Οκτώβριο ο καιρός είναι σχεδόν πάντα καλός στη Θεσσαλονίκη, οπότε κάθισαν σε ένα τραπεζάκι στον εξωτερικό χώρο, ήταν ακόμη απογευματάκι. Είχαν θέα την προκυμαία της λεωφόρου Νίκης με τον Λευκό Πύργο στο βάθος. Από την άλλη μεριά η θάλασσα και από πίσω τους η δύση του ηλίου. Παρήγγειλαν μπύρες με κάτι συνοδευτικό και άρχισαν να συζητούν. Ή μάλλον συνέχισαν τη κουβέντα που είχαν αρχίσει ήδη από το σινεμά. Μια επίσκεψη στην άδεια αίθουσα, κατόπιν ειδικής αδείας και χωρίς συνοδεία, όπως είχαν ζητήσει. Ήθελαν να δουν που θα προβληθούν οι ταινίες τους λίγες εβδομάδες αργότερα, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου, αφού οι ίδιοι δεν θα ήταν παρόντες. Σε αυτό έμοιαζαν πολύ. Πάντα ήθελαν να ξέρουν που θα προβάλλονταν οι ταινίες τους. Σε ποιο περιβάλλον θα ακουγόταν η μουσική τους. Εάν είναι δυνατόν και ποιοι θα τις παρακολουθούσαν, κάτι προφανώς αδύνατο.

Τους ένωναν πολλά, μεταξύ των οποίων και το άγχος να αρέσει η δουλειά τους όχι μόνο στους σκηνοθέτες και τους ειδικούς, αλλά και στον πολύ κόσμο. Θεωρούσαν τους εαυτούς τους λαϊκούς καλλιτέχνες, με την αγνότερη έννοια του όρου. Ήθελαν να πιάνουν τον σφυγμό του κοινού, επειδή σε τελευταία ανάλυση ήθελαν να είναι χρήσιμοι. Ούνα φάτσα, ούνα ράτσα. Ο ένας, ο διασημότερος είχε γεννηθεί στη Ρώμη. Ο άλλος, ο κατά οκτώ χρόνια μεγαλύτερος, στην Αθήνα. Και οι δύο αγαπούσαν το κλασικό πνεύμα και είχαν σπουδάσει μουσική από νωρίς. Ο Έννιο Μορικόνε μετρούσε εκατοντάδες ταινίες και  τηλεοπτικές σειρές σε όλο τον κόσμο. Αστυνομικές, αισθηματικές, αγωνιώδεις και περιπετειώδεις. Δράματα και κωμωδίες. Και μαζί μια δημοσιότητα που δεν άντεχε.



Ο Κώστας Καπνίσης είχε… σταματήσει το κοντέρ στις 110 ταινίες στην Ελλάδα. Αστυνομικές, αισθηματικές, αγωνιώδεις και περιπετειώδεις. Επίσης, δράματα και κωμωδίες. Εκείνος είχε το χάρισμα να περνάει συχνά απαρατήρητος, αφού δεν εμφανιζόταν δημόσια παρά μόνο για τα απαραίτητα. Όποιος τους έβλεπε θα έλεγε πως είναι παλιοί φίλοι που θυμούνται τα περασμένα ή συζητούν για τα καθημερινά τους. Στην πραγματικότητα γνωρίζονταν λίγο χρόνο, αλλά σε μεγάλο βάθος, αφού η μουσική ήταν όλη τους η ζωή και κάτι παραπάνω. Είχε εκτιμήσει ο ένας τον άλλο μέσα από τη μουσική κι αυτό μετράει πάνω απ’ όλα. Από τη θέση τους στο Kitchen Bar έβλεπαν τη θέα σαν πλάνο σε κινηματογραφική οθόνη. Από τη μία πλευρά ένα εμπορικό πλοίο να κινείται προς το βάθος μέσα στην υγρασία, καθώς έβγαινε από το λιμάνι. Και από την άλλη τα φώτα του δρόμου να ανάβουν σιγά σιγά. Ψιλομουρμούριζαν, μάλιστα, από έναν αυτοσχέδιο σκοπό, το σάουντρακ της στιγμής. Ξαφνικά σταμάτησαν, κοίταξαν ο ένας τον άλλο κι άρχισαν να γελούν στα ελληνικά και στα ιταλικά. Κατάλαβαν ότι είχαν πιάσει ακριβώς τον ίδιο σκοπό, ίδια μελωδία και ανάλογος ρυθμός. Αν είχε καταγραφεί θα μπορούσε να είναι η ηχητική ταυτότητα της Θεσσαλονίκης, τουλάχιστον την ώρα που βραδιάζει τον Οκτώβριο. Αλλά, δυστυχώς, αυτή την  μοναδικά ταυτόσημη μελωδία, που συνιστούσε μία ακόμη απόδειξη ότι παρθενογέννεση στην τέχνη δεν υπάρχει, την πήρε ο αέρας για πάντα προς τον Όλυμπο…