Skip to main content

Αφγανιστάν: Οι Ταλιμπάν δεν σταματούν τους εμπόρους ναρκωτικών

Στο Αφγανιστάν η παραγωγή οπίου συνεχίζεται με αμείωτους ρυθμούς. Οι Ταλιμπάν δεν θέλουν ή δεν μπορούν να τη σταματήσουν

Παράδοση αιώνων έχει στο Αφγανιστάν η καλλιέργεια της οπιούχου παπαρούνας («μήκων η υπνοφόρος»), από την οποία παρασκευάζεται το ακατέργαστο όπιο, που χρησιμοποιείται για ιατρικούς σκοπούς, κυρίως ως παυσίπονο. Αποτελεί όμως και πρώτη ύλη για την παρασκευή οπίου ή άλλων, ακόμη πιο ισχυρών ναρκωτικών, όπως η ηρωίνη. Το Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα (UNODC) εκτιμά ότι στην τελευταία «σοδειά», τον περασμένο Ιούλιο, οι Αφγανοί καλλιεργητές είχαν συγκεντρώσει 6.800 τόνους όπιο, ποσότητα αυξημένη κατά 8% σε σχέση με το 2020.

Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη το 2021 ο τζίρος με το όπιο στο Αφγανιστάν κυμάνθηκε μεταξύ 1,8 και 2,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ποσό που ισοδυναμεί περίπου με το 10% της αφγανικής οικονομίας. Το 90% της παγκόσμιας παραγωγής προέρχεται σήμερα από το Αφγανιστάν. Σε πρόσφατη έκθεση του UNODC αναφέρεται ότι μετά την ανάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν τον Αύγουστο του 2021 «η συνεχιζόμενη οικονομική αβεβαιότητα συνέβαλε στην εκτίναξη των τιμών τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο, κάτι που έδωσε ένα επιπλέον κίνητρο για την εξάπλωση των καλλιεργειών».

Σίγουρο εισόδημα για τους καλλιεργητές

Μιλώντας στην DW ένας πρώην αξιωματικός του αφγανικού στρατού, που θέλει να παραμείνει ανώνυμος, δηλώνει ότι «η παραγωγή οπίου θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο, γιατί το όπιο αποτελεί εξασφαλισμένη πηγή εισοδήματος για τους αγρότες, αλλά και για πολλούς ανέργους που είχαν συγκεντρωθεί στις πόλεις και τώρα επιστρέφουν στα χωριά τους». Άλλωστε η κατάρρευση της οικονομίας συνεχίζεται μετά την αποχώρηση των Ταλιμπάν. Μέχρι να αναλάβουν την εξουσία οι Ταλιμπάν, ο συνομιλητής της DW συμμετείχε στις ειδικές δυνάμεις του αφγανικού στρατού που είχαν ως αποστολή την καταπολέμηση του εμπορίου ναρκωτικών. «Και τότε δεν είχαμε τα πάντα υπό έλεγχο», ομολογεί. «Ιδιαίτερα στις πιο απομονωμένες αγροτικές περιοχές οι Ταλιμπάν είχαν αυξημένη επιρροή και προστάτευαν τους καλλιεργητές. Αν πραγματικά θέλουν, οι Ταλιμπάν μπορούν να σταματήσουν την παραγωγή οπίου, άλλωστε το έχουν αποδείξει αυτό».

Πράγματι, στην πρώτη περίοδο διακυβέρνησης των Ταλιμπάν, το 1996-2001, η παραγωγή οπίου περιοριζόταν συνεχώς και το 2001 εκτιμάται ότι δεν ξεπέρασε τους 185 τόνους σε όλη τη χώρα. Στη συνέχεια οι καλλιέργειες άρχισαν και πάλι να ευδοκιμούν. Σήμερα οι Ταλιμπάν ισχυρίζονται ότι θέλουν να καταπολεμήσουν την παραγωγή και το εμπόριο ναρκωτικών, όπως είχαν κάνει και στο παρελθόν. Ωστόσο τα προηγούμενα χρόνια, όταν χρηματοδοτούσαν την τρομοκρατική δράση τους, είχαν ασχοληθεί και οι ίδιοι με το εμπόριο ναρκωτικών, από το οποίο μάλιστα, σύμφωνα με εκτιμήσεις των Αμερικανών, αντλούσαν περίπου το 60% των εσόδων τους.

Απάθεια της Δύσης απέναντι στα κυκλώματα του οπίου

Ο Τόμας Ρούτινγκ, από το δίκτυο Afghanistan Analysts Network, υποστηρίζει ότι οι ίδιοι οι Ταλιμπάν, ως σύνολο, δεν ελέγχουν το εμπόριο οπίου και ηρωίνης, το οποίο εξακολουθεί να θεωρείται παράνομο. Αλλά αυτό δεν αποκλείει, επισημαίνει, να συμμετέχουν μεμονωμένα στελέχη των Ταλιμπάν στο εμπόριο ναρκωτικών. Αλλά το ίδιο συνέβαινε και με την προηγούμενη κυβέρνηση. «Άνθρωποι του παλαιού καθεστώτος ανταγωνίζονταν τους Ταλιμπάν στην προσπάθεια να αποκτήσουν επιρροή στις αγροτικές περιοχές κι έτσι πολλοί από εκείνους είχαν άμεση ανάμειξη στο εμπόριο ναρκωτικών, ενώ το ίδιο έκαναν και πολλοί αστυνομικοί».

Και όχι μόνο αυτό, αλλά, όπως παρατηρεί ο Τόμας Ρούτινγκ, «ακόμη και τα δυτικά στρατεύματα στο Αφγανιστάν είχαν σχέσεις με τοπικούς πολέμαρχους, αξιωματικούς, κρατικούς αξιωματούχους, αν και ήξεραν ότι είχαν αναμειχθεί στο λαθρεμπόριο ναρκωτικών, αλλά συνήθως δεν επενέβαιναν σε αυτές τις περιπτώσεις». Όσο για τις νέες εξαγγελίες των Ταλιμπάν ότι θα εξαφανίσουν την παραγωγή οπίου, ο Τόμας Ρούτινγκ υποστηρίζει ότι στερούνται σοβαρότητας. «Δεν θέλουν και δεν μπορούν να το κάνουν αυτό», επισημαίνει. «Γιατί αν το κάνουν θα χάσουν σημαντικούς υποστηρικτές τους στις αγροτικές περιοχές...»

Σαμπνάμ φον Χάιν

Επιμέλεια: Γιάννης Παπαδημητρίου

Πηγή: Deutche Welle