Skip to main content

Αυτό είναι το σκεπτικό της απόφασης του ΣτΕ για τα αρχαία του σταθμού Βενιζέλου

Γιατί το ΣτΕ αποφάνθηκε υπέρ της απόσπασης και επανατοποθέτησης - Τι υποστήριξαν τα μέλη του Δικαστηρίου που μειοψήφησαν οριακά

Στην εκτίμηση ότι με τη μέθοδο της προσωρινής απόσπασης και επανατοποθέτησης των αρχαιοτήτων κατά ποσοστό 92% επιτυγχάνεται ο μέγιστος δυνατός συνδυασμός της προστασίας και ανάδειξης των ευρημάτων με την ανάγκη έγκαιρης και ασφαλούς ολοκλήρωσης του έργου υποδομής, χωρίς διακινδύνευση της ασφάλειας εργαζομένων και αρχαιοτήτων, καθώς και επιβάρυνση των εθνικών πόρων, βασίστηκε η απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας για τον σταθμό Βενιζέλου του μετρό Θεσσαλονίκης.

Το ΣτΕ απέρριψε τις τρεις αιτήσεις ακύρωσης που κατατέθηκαν από φορείς και συλλογικότητες και εξετάστηκαν από κοινού με πλειοψηφία 13 υπέρ έναντι 12 κατά. Στην περίληψη της απόφασης που παρουσιάζει η Voria.gr, καθίσταται σαφές ότι η πλειοψηφία των μελών του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου αποδέχτηκε πλήρως τα επιχειρήματα της Αττικό Μετρό ΑΕ, ενώ η μειοψηφία των μελών θεώρησε βάσιμες τις ενστάσεις που κατέθεσαν οι φορείς σχετικά με την απόφαση του υπουργείου Πολιτισμού.

Αναλυτικά η γνωμοδότηση του ΣτΕ σε κάθε επιχείρημα όσων προσέφυγαν, αλλά και η εκτίμηση όσων μειοψήφησαν είναι η εξής:

Επί της ερμηνείας του άρθρου 24 του Συντάγματος και διατάξεων των διεθνών συμβάσεων για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς και του αρχαιολογικού νόμου:

Με τις αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι, «καθ’ ερμηνεία των άρθρων 24 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος και διατάξεων της Σύμβασης της Γρανάδας, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς (Σύμβαση Βαλέττας 1992), της διεθνούς σύμβασης για την προστασία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής κληρονομιάς, του προγενέστερου αρχαιολογικού νόμου (κωδικ. ν. 5351/1932) καθώς και του νυν ισχύοντος νόμου για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς (ν. 3028/2002), έχει κριθεί παγίως από το Δικαστήριο ότι σε εξαιρετικές περιπτώσεις μεγάλων τεχνικών έργων, τα οποία είναι απαραίτητα για την εθνική άμυνα της Χώρας ή έχουν μείζονα σημασία για την εθνική οικονομία και ικανοποιούν ζωτικές ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, είναι δυνατό να επιτρέπονται επεμβάσεις σε μνημείο ή μνημειακό σύνολο στο μέτρο που καθίστανται απολύτως αναγκαίες για τους παραπάνω σκοπούς, ύστερα από στάθμιση της αξίας του μνημείου ως στοιχείου της πολιτιστικής κληρονομιάς, της σοβαρότητας του επιδιωκόμενου σκοπού και της αναγκαιότητας να εκτελεστεί το έργο, εφόσον διαπιστωθεί, με βάση εμπεριστατωμένη έρευνα, ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση, με την οποία θα ήταν δυνατό να αποτραπεί η βλάβη του μνημείου. Στην όλως δε εξαιρετική αυτή περίπτωση επιτρέπεται, όπως έχει κριθεί, και η οριστική μεταφορά μνημείου, ήτοι η μετακίνηση και διατήρησή του σε άλλο τόπο από εκείνον στον οποίο βρέθηκε, εφόσον τούτο είναι αναγκαίο για την προστασία του μνημείου ή για την προστασία της ανθρώπινης ζωής».

Κατά τη γνώμη δώδεκα μελών του Δικαστηρίου, «όταν η εκτέλεση έργου επί ή πλησίον αρχαίων μνημείων έχει δυσμενείς συνέπειες σε αυτά, ο Υπουργός Πολιτισμού δύναται είτε να απαγορεύσει το έργο ή τη δραστηριότητα, είτε, εφ’ όσον οι δυσμενείς επιπτώσεις μπορούν να εξουδετερωθούν με την επιβολή συγκεκριμένων όρων, να εγκρίνει το έργο επιβάλλοντας, πάντοτε με γνώμονα την αποτελεσματικότερη προστασία των μνημείων, τους κατάλληλους όρους και περιορισμούς για την εξουδετέρωση των επιβλαβών συνεπειών, χωρίς να δεσμεύεται από γενικές ή από ειδικές διατάξεις που ισχύουν για την περιοχή. Περαιτέρω, το άρθρο 42 του ν. 3028/2002, εισάγει εξαίρεση από την απαγόρευση κάθε ενέργειας σε ακίνητο αρχαίο μνημείο δυναμένης να επιφέρει άμεση ή έμμεση βλάβη ή αλλοίωση της μορφής του η οποία επιβάλλεται με σειρά διατάξεων του αρχαιολογικού νόμου (άρθρ. 10 κ.λπ.). Στην έννοια δε του “ακίνητου μνημείου” κατά τη διάταξη αυτή εμπίπτουν, κατ' αρχήν, αυτοτελή κτίσματα ή κτιριακά σύνολα... Επιπλέον, και σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρ. 42, η προσφυγή στο όλως εξαιρετικό μέτρο της μετακίνησης αρχαίου μνημείου είναι ανεκτή μόνον εφόσον έχει εξαντλητικώς αναζητηθεί, ενδελεχώς διερευνηθεί και τεκμηριωμένα αποκλειστεί κάθε εναλλακτική λύση επιτρέπουσα την παραμονή του μνημείου in situ, η οποία κατ’ εξοχήν διασφαλίζει την ακεραιότητα, την αυθεντικότητα και τη διατήρησή του ως ιστορικού τεκμηρίου, χάριν της παρούσας και των μελλοντικών γενεών αλλά και της ιστορικής έρευνας. Ενόψει δε της εκ του Συντάγματος και των ανωτέρω Διεθνών Συμβάσεων αυξημένης προστασίας των αρχαίων μνημείων, μοναδικός λόγος αποκλεισμού μιας τέτοιας εναλλακτικής λύσης είναι το αιτιολογημένως τεχνικώς ανέφικτο αυτής, όχι δε λόγοι ερειδόμενοι σε κριτήρια ήσσονος, έναντι της προστασίας των αρχαίων, βαρύτητας, όπως λ.χ. το κόστος, ο χρόνος περάτωσης του έργου κ.λπ.

Επί της νομιμότητας της προβαλλόμενης απόφασης της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού και της πληρότητας και επάρκειας της αιτιολογίας της

Σε ότι αφορά την απόφαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου κρίθηκε ότι «το ΚΑΣ εξέτασε ενδελεχώς και πλήρως τα στοιχεία που συνόδευαν το αίτημα της Αττικό Μετρό (τεύχος τεκμηρίωσης, συνημμένα σε αυτό έγγραφα, παραρτήματα κ.λπ.), καθώς και τα στοιχεία που προσκόμισαν οι ενδιαφερόμενοι ως προς τη διαδικασία που είχε προηγηθεί, προκειμένου να κρίνει αν υφίσταται ή όχι εφαρμόσιμη και ασφαλής λύση για την διατήρηση των αρχαιοτήτων κατά χώραν και συγχρόνως για την κατασκευή του σταθμού.

Σύμφωνα με την απόφαση το ΚΑΣ «βεβαίωσε ότι αν και προσπάθησαν από το 2017 έως τα μέσα του 2019, δεν προέκυψε τελικά εφικτή κατασκευαστικά λύση με κατά χώραν διατήρηση των αρχαιοτήτων. Τις εκτιμήσεις και δηλώσεις αυτές του Διευθυντή Έργων του Μετρό Θεσσαλονίκης για τη δυνατότητα υλοποίησης της πρότασης επιβεβαίωσαν και όλα τα τεχνικά στελέχη της ΑΜ που έχουν τις τεχνικές επιστημονικές γνώσεις και παρέστησαν στη συνεδρίαση, αλλά και τα επιστημονικά στελέχη της ΑΜ και του τεχνικού της συμβούλου. Το ΚΑΣ έλαβε υπόψη τις ιδιαίτερες δυσχέρειες για την εφαρμογή της λύσης 2017 και τις πιθανές επιπτώσεις στις αρχαιότητες καθώς και στην ασφάλεια εργαζομένων και επιβατών».

Το ΣτΕ ουσιαστικά αποδέχτηκε τα επιχειρήματα της απόφασης του ΚΑΣ, σύμφωνα με τα οποία το διάστημα 2017-2019 όλες οι μελέτες που εκπονήθηκαν βάσει της πρότασης in situ διατήρησης επεστράφησαν και επανυποβλήθηκαν επανειλημμένα λόγω ελλείψεων και μη λήψης υπόψιν των ανωτέρω κρίσιμων τεχνικών μεγεθών (καθιζήσεις κ.λπ.), ότι η κρίσιμη μελέτη ΟΜ2 υποβλήθηκε και απορρίφθηκε από την ΑΜ λόγω σοβαρών ελλείψεων που καθιστούσαν μη εφικτή και κατασκευάσιμη την λύση (πρόταση Β) και ότι διερευνήθηκε πλήρως από την ΑΜ, τους τεχνικούς της συμβούλους και βάσει πρόσθετης τεχνικής έκθεσης η δυνατότητα εφαρμογής της λύσης της πρότασης Β και διαπιστώθηκε ότι η λύση αυτή δεν είναι ασφαλής και εφικτή. Επιπλέον, αποδέχτηκε ότι η λύση της απόσπασης έχει σημαντικά χαμηλότερο κόστος κατά 40-50 εκατομμύρια ευρώ περίπου, σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου, ενώ «η μελέτη ΟΜ2 για την κατασκευή με κατά χώραν διατήρηση των αρχαιοτήτων ενέχει σοβαρούς και μη δυνάμενους να προβλεφθούν και να αποτραπούν κινδύνους για την ακεραιότητα των αρχαιοτήτων, την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων και των επιβατών». Παράλληλα, εκτίμησε και έλαβε υπόψη ότι «η λύση της απόσπασης και επανατοποθέτησης των αρχαιολογικών ευρημάτων στην αρχική τους στάθμη και η διατήρησή τους στο διηνεκές δεν επάγεται άνευ ετέρου την καταστροφή τους ή την απώλεια του συνολικού ποσοστού της ακεραιότητας και αυθεντικότητας τους».

Κατά τη γνώμη της ίδιας μειοψηφίας (δώδεκα μελών), «όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, το αποκαλυφθέν μνημειακό σύνολο, η προστασία του οποίου αποτελεί κατά νόμο το πρωταρχικό μέλημα των οργάνων του Υπουργείου Πολιτισμού, είναι τμήμα του μνημειακού αστικού τοπίου της Θεσσαλονίκης της ύστερης αρχαιότητας και των πρωτοβυζαντινών χρόνων (4ος - 9ος αι.), σώζεται σε εξαιρετική κατάσταση, συνιστά μοναδικό δείγμα πολεοδομικής οργάνωσης κέντρου μεγαλούπολης του Βυζαντίου, αντίστοιχο του οποίου δεν έχει ευρεθεί ούτε στην Κωνσταντινούπολη, και ως εκ τούτου είναι υψίστης σημασίας για την έρευνα της οικονομικής και κοινωνικής εξέλιξης της Θεσσαλονίκης, το κέντρο της οποίας αναπτύσσεται στην ίδια θέση επί 17 αιώνες».

Η μειοψηφία έκρινε ότι η τεχνική λύση της κατασκευής του σταθμού Βενιζέλου με παραμονή των αρχαίων in situ δεν έχει τεκμηριωμένα αποκλεισθεί, ενώ «σε κάθε περίπτωση ο επίμαχος σταθμός, ως ενδιάμεσος μεταξύ των σταθμών Αγίας Σοφίας και Δημοκρατίας, που απέχουν μεταξύ τους μόλις 1250 μέτρα, θα μπορούσε, ως έσχατη λύση, ακόμα και να παραλειφθεί χάριν της προστασίας του μείζονος δημοσίου συμφέροντος της προστασίας αρχαιοτήτων μοναδικής σημασίας, χωρίς τούτο να εξουδετερώνει ή να δυσχεραίνει ουσιωδώς τη λειτουργία του μείζονος τεχνικού έργου του μετρό Θεσσαλονίκης». Επιπλέον, έκρινε ότι οι ισχυρισμοί περί συντομότερης ολοκλήρωσης του έργου και μείωσης του κόστους με τη λύση της απόσπασης είναι ατεκμηρίωτοι και υποθετικοί, εν όψει ιδίως «της ανάγκης εκπόνησης νέων αρχιτεκτονικών, στατικών, Η/Μ κ.λπ. μελετών βάσει της προκρινόμενης λύσης και της βέβαιης ανεύρεσης ρωμαϊκού και ελληνιστικού στρώματος κάτωθεν του βυζαντινού, τα οποία πρέπει να ανασκαφούν δεόντως και των οποίων η σημασία και η τύχη είναι άγνωστη επί του παρόντος, ενώ η επισειόμενη διακοπή της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης του έργου δεν ερείδεται σε συγκεκριμένα στοιχεία των οικείων υπηρεσιών της ΕΕ. Και ναι μεν με το από τεύχος τεκμηρίωσης η Α.Μ. προέβαλε, κατ’ επίκληση και μελέτης καθηγητή σεισμολογίας, ορισμένους λόγους περί ανέφικτου της εγκεκριμένης λύσης του 2017 (ενδεχόμενες καθιζήσεις, ανεύρεση υδραργύρου σε ορισμένα σημεία, ασφάλεια των εργαζομένων κατά την εφαρμογή της μεθόδου pipe jacking κλπ), πλην η πραγμάτευση των σχετικών θεμάτων είναι μονομερής και ελλιπής λόγω της προαναφερθείσας ματαίωσης επανυποβολής της μελέτης ΟΜ2 από τον ανάδοχο και της μη διαβούλευσης με τους συντάκτες των μελετών ώστε να διευθετηθούν τα τυχόν προβλήματα της εγκεκριμένης λύσης».

Επί του λόγου περί παραβίασης της αρχής της αμεροληψίας λόγω κακής σύνθεσης του ΚΑΣ

Σχετικά με τη συμμετοχή στο ΚΑΣ, το οποίο έλαβε την επίμαχη απόφαση , καθηγητή ο οποίος συνεργάστηκε με την Αττικό Μετρό την περίοδο 2011-2015 και καθηγητή ο οποίος έχει συγγενική σχέση με τον εμπειρογνώμονα που κάλεσε η εταιρεία να ενημερώσει την ολομέλεια για τις τεχνικές απόσπασης και επανατοποθέτησης, το ΣτΕ αποφάνθηκε ότι: «Η αναγόμενη στην περίοδο 2011-2015 συνεργασία μεταξύ της ΑΜ και μέλους του ΚΑΣ, λόγω της φύσης των παρεχόμενων υπηρεσιών (επιστημονικός υπεύθυνος της ΑΜ σε αρχαιολογικά θέματα με πλήρη ανεξαρτησία, μη θεωρούμενος εργαζόμενος ή εκπρόσωπος της εν λόγω εταιρείας) και ανυπαρξίας ευθείας οικονομικής εξάρτησής του, κατά το διάστημα αυτό, από την εν λόγω εταιρεία δεν συνιστά ιδιάζουσα σχέση και ιδιαίτερο δεσμό του με αυτήν ούτε μπορεί να εγείρει υπόνοιες ως προς το αμερόληπτο της κρίσης του κατά την άσκηση των καθηκόντων του ως μέλους του ΚΑΣ, ώστε να συντρέχει κώλυμα συμμετοχής του στη συνεδρίαση του οργάνου αυτού και συνεπώς, δεν παραβιάζεται η αρχή της αμεροληψίας… Με τις εν λόγω αποφάσεις κρίθηκε, περαιτέρω, ότι δεν συνέτρεχε κώλυμα συμμετοχής κατά τη συζήτηση του ως άνω αιτήματος εξαίρεσης, άλλου μέλους του ΚΑΣ, λόγω συγγένειάς του (αδερφός) με εμπειρογνώμονα τον οποίο κάλεσε η ΑΜ, προκειμένου να ενημερώσει το Συμβούλιο σε θέματα της εμπειρογνωμοσύνης του (για το είδος, τη μορφή και τις συνέπειες των τεχνικών που μπορεί να εφαρμοστούν κατά την απόσπαση των αρχαιοτήτων) και να απαντήσει σε τυχόν ερωτήσεις των μελών του, διότι, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, όπως αυτές προέκυπταν από τα πρακτικά του ΚΑΣ, ο εν λόγω εμπειρογνώμων δεν είχε συμβατική σχέση με την ΑΜ, και, ως εκ τούτου, δεν είχε κατά τον νόμο την ιδιότητα του ενδιαφερομένου ούτε του τεχνικού συμβούλου της».

Στο ζήτημα αυτό μειοψήφησαν 11 μέλη του Δικαστηρίου, τα οποία υποστήριξαν ότι «το μέλος συλλογικού οργάνου του οποίου ζητείται η εξαίρεση δεν επιτρέπεται, κατ' αρχήν, να μετέχει στην συνεδρίαση κατά την οποία κρίνεται το ζήτημα της εξαιρέσεώς του… Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, τα μέλη του ΚΑΣ, η εξαίρεση των οποίων ζητήθηκε, δεν απεχώρησαν από την συνεδρίασή του κατά την εξέταση και συζήτηση του θέματος αυτού, αφού ενώ ήταν παρόντα κατά την συνεδρίαση στις 18.12.2019, δεν γίνεται μνεία στο σχετικό πρακτικό ότι απεχώρησαν μετά την υποβολή του αιτήματος εξαιρέσεώς τους και την παροχή εξηγήσεων εκ μέρους τους, έλαβαν δε μέρος σε δύο σχετικές ψηφοφορίες, δηλαδή επί των ζητημάτων της αυτοπρόσωπης παρουσίας ενώπιόν του των αιτούντων για την υποστήριξη του αιτήματος τους με στοιχεία, καθώς και της εξαιρέσεώς τους. Έτσι όμως έκριναν τα ίδια τα υπό εξαίρεση μέλη την διαδικασία εξετάσεως του αιτήματος εξαιρέσεώς τους. Η συμμετοχή μέλους του ΚΑΣ στην συνεδρίασή του, κατά την οποία διατυπώθηκε η γνωμοδότηση επί του επίδικου αιτήματος της ΑΜ, για την οποία είχε παραστεί ενώπιον του ιδίου Συμβουλίου ο αδελφός του, παραβιάζει την συνταγματική αρχή της αμεροληψίας, θεμελιώνεται δε λόγος εξαιρέσεως του ως άνω μέλους από την ως άνω συνεδρίαση του Συμβουλίου».

Επί των λόγων της παραβίασης της αρχής της ασφάλειας δικαίου και του άρθρου 42 παρ. 3 του ν. 3028/2002

Η πλειοψηφία έκρινε ότι «υπό τα δεδομένα της υπόθεσης συντρέχουν λόγοι δημόσιου συμφέροντος, οι οποίοι συνίστανται στην προστασία των αρχαιοτήτων σε συνδυασμό με την έγκαιρη και ασφαλή ολοκλήρωση έργου υποδομής χωρίς διακινδύνευση της ασφάλειας εργαζομένων και αρχαιοτήτων και της επιβάρυνσης των εθνικών πόρων και ότι δεν απαιτείτο η υποβολή μελέτης απόσπασης κατά την εξέταση του σχετικού αιτήματος». Η μειοψηφία, αντιθέτως, δέχθηκε ότι οι λόγοι αυτοί ήταν βάσιμοι και θα έπρεπε να γίνουν δεκτοί.