Skip to main content

Αισθητή η κρίση και στην κατανάλωση κρέατος

Ψήφο εμπιστοσύνης στα εντόπια κρέατα δίδουν οι Έλληνες καταναλωτές παρά το γεγονός ότι η εγχώρια αγορά του κλάδου, ειδικά σε ορισμένες κατηγορίες, κατακλύζεται από εκτεταμένες εισαγωγές, λόγω αδυναμία
Ψήφο εμπιστοσύνης στα εντόπια κρέατα δίδουν οι Έλληνες καταναλωτές παρά το γεγονός ότι η εγχώρια αγορά του κλάδου, ειδικά σε ορισμένες κατηγορίες, κατακλύζεται από εκτεταμένες εισαγωγές, λόγω αδυναμίας κάλυψης της ζήτησης από την ελληνική παραγωγή.

Η κρίση, ωστόσο, έχει κάνει αισθητές τις επιπτώσεις της ακόμη και στην κατανάλωση κρέατος, καθώς το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών έχει συρρικνωθεί σημαντικά. Κι αυτό παρότι η λιανική τιμή του κρέατος είναι σχετικά φθηνότερη σε σχέση με τις περισσότερες χώρες της Ε.Ε.

Η έλλειψη ρευστότητας από την αγορά, από την άλλη πλευρά, επηρεάζει, πλέον, αισθητά και τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων εισαγωγής και εμπορίας του προϊόντος, οι οποίες υπόκεινται πίεση από τις τράπεζες και με τη σειρά τους εφαρμόζουν «σφιχτή» οικονομική πολιτική έναντι των επιμέρους εργαστηρίων, αλλά και των κρεοπωλών με συνέπεια πολλοί εξ αυτών να μην μπορούν να ανταποκριθούν στις νέες συνθήκες.

Σύμφωνα με στοιχεία της Ένωσης Εμπόρων Κρέατος και Ζώντων Ζώων Μακεδονίας, Θράκης και Θεσσαλίας, σήμερα στην Ελλάδα λειτουργούν περί τα 24.000 μεμονωμένα κρεοπωλεία, μέσω των οποίων διακινείται σχεδόν το 65-70% του πωλούμενου κρέατος στην επικράτεια. Το άλλο 30-35% των ετήσιων πωλήσεων πραγματοποιείται μέσω των αλυσίδων σούπερ μάρκετ. Η αναλογία αυτή, πάντως, είναι ακριβώς αντίθετη με ό,τι ισχύει στην υπόλοιπη Ευρώπη, όπου τη «μερίδα του λέοντος» αναφορικά με τις πωλήσεις του κλάδου την παίρνουν οι λιανεμπορικές επιχειρήσεις.

Όσον αφορά στους επιμέρους τομείς της εγχώριας αγοράς κρέατος, εν τω μεταξύ, τα πλέον επικαιροποιημένα στατιστικά δεδομένα, προερχόμενα από την Ένωση Εμπορικών Αντιπροσώπων Κρέατος, η οποία έχει κάνει τη σχετική «ακτινογραφία» του, αναφέρουν ότι:

Χοιροτροφία

Το ελληνικό χοιρινό καλύπτει σήμερα περίπου το 30-35% της ζήτησης και το υπόλοιπο καλύπτεται από εισαγωγές, που προέρχονται κυρίως από χώρες της Ε.Ε.. Αρνητικοί παράγοντες για την ανάπτυξη του τομέα είναι ότι δεν υπάρχουν μεγάλες κάθετες μονάδες. Παράλληλα, οι παραγωγοί είναι διεσπαρμένοι σε μικρότερες και αυτό επηρεάζει ανοδικά το κόστος παραγωγής σε γενετικό υλικό, φάρμακα κ.α.. Ακόμη, το κόστος των ζωοτροφών είναι υψηλότερο από τις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες, κάτι που πιστοποιείται από επίσημα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σύμφωνα με τα οποία η χώρα μας είναι μεταξύ των 5-6 ακριβότερων μεταξύ των 27 κρατών-μελών της Ε.Ε..

Βοοτροφία

Το κόστος διατροφής του ζωϊκού πληθυσμού είναι πολύ υψηλό για τους ίδιους λόγους που επηρεάζουν και τη χοιροτροφία. Σήμερα στην εγχώρια βοοτροφία έχουμε δύο ομάδες, οι οποίες εμφανίζονται αντιμαχόμενες. Πιο συγκεκριμένα από τη μία έχουμε τους παραδοσιακούς κτηνοτρόφους των οποίων τα ζώα αναπαράγονται στους στάβλους τους και από την άλλη τους κτηνοτρόφους-εκτροφείς, οι οποίοι εισάγουν τα ζώα από το εξωτερικό σε νεαρή ηλικία, τα εκτρέφουν για τουλάχιστον 5 μήνες και κατόπιν σφάζονται και πωλούνται στα καταστήματα λιανικής σαν ελληνικής εκτροφής. Οι παραδοσιακοί κτηνοτρόφοι αμφισβητούν την ορθότητα χαρακτηρισμού των κρεάτων αυτών σαν ελληνικά και θεωρούν την απόφαση του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων ως χαριστική. Ωστόσο σύμφωνα με στοιχεία των τελωνείων της χώρας μας, οι εισαγωγές ζώντων βοειδών το 2009 παρουσίασαν αύξηση κατά 360%, σε σύγκριση με το 2008 και αυτό το γεγονός λέει πολλά. Το ποσοστό της ελληνικής παραγωγής στη συνολική κατανάλωση βοείου κρέατος είναι 25-30%, εάν δεχτούμε όλα τα μοσχάρια ως ελληνικά και αντίστοιχα 7-10% αν δεχτούμε σαν ελληνικά μόνο όσα γεννιούνται στη χώρα μας.

Αιγοπροβατοτροφία

Ο βαθμός αυτάρκειας στον τομέα αυτό, όσον αφορά στην κάλυψη της ελληνικής αγοράς είναι ο υψηλότερος από όλους τους άλλους τομείς, αφού κυμαίνεται κατά μέσο όρο στο 75-80%. Μάλιστα η Ελλάδα πραγματοποιεί κι εξαγωγές αμνοεριφίων προς την Ιταλία, Γερμανία κ.α.. Ωστόσο, το ζωικό κεφάλαιο συρρικνώνεται συνεχώς, δεδομένου ότι οι τιμές στον παραγωγό είναι ίδιες περίπου με εκείνες προ 15 ετών, τόσο στο γάλα, όσο και στο κρέας, κάτι που φυσικά δρα αποθαρρυντικά για την ανάπτυξη του κλάδου. Ένα από τα ζητήματα του κλάδου είναι οι εισαγωγές ζώντων αμνοεριφίων από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Οι παραγωγοί χαρακτηρίζουν ένα μέρος αυτών, τουλάχιστον, ως την κύρια αιτία των «ελληνοποιήσεων», που λειτουργούν σε βάρος τους και έχουν την αίσθηση ότι επικρατεί ανοχή της πολιτείας, ώστε με αυτό τον τρόπο να ελέγχεται το ύψος των τιμών της λιανικής κατά την περίοδο μεγάλης ζήτησης και κυρίως τις εορτές του Πάσχα. Το εμπόριο αντίθετα θεωρεί ότι οι συγκεκριμένες εισαγωγές πραγματοποιούνται σε περιόδους που η εσωτερική παραγωγή δεν μπορεί να καλύψει την ζήτηση και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να ομαλοποιείται η αγορά.

Πτηνοτροφία

Η κατανάλωση κρέατος πουλερικών διευρύνθηκε εντυπωσιακά μετά το 1990, αφού από τους περίπου 170.000 τόνους, φτάσαμε το 2009 στους 240.000 τόνους, δηλαδή η αύξηση ήταν περίπου 41%. Το μερίδιο της εσωτερικής παραγωγής καλύπτει σήμερα περίπου το 70-75% της κατανάλωσης και φαίνεται ότι ο κλάδος ευημερεί. Όμως με εξαίρεση μερικές εύρωστες επιχειρήσεις, οι περισσότερες βρίσκονται σε οριακό σημείο. Στον κλάδο δε, συναντάμε το φαινόμενο της «ελληνοποίησης» μέρους των εισαγόμενων ζωντανών πουλερικών προερχόμενων κυρίως από τη Βουλγαρία, ενώ μεγάλες χώρες-παραγωγοί, όπως η Ολλανδία και η Ιταλία πιέζουν τιμολογιακά τα εγχώρια προϊόντα.

Αλλαντοποιία

Η κατανάλωση αλλαντικών κατά κεφαλήν στην Ελλάδα βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης και τα σούπερ-μάρκετ καλύπτουν περίπου το 60-65% της κατανάλωσης. Η εντόπια παραγωγή χοιρινού κρέατος δεν είναι ανταγωνιστική για τη βιομηχανία, η οποία έτσι είναι υποχρεωμένη να αγοράζει πρώτη ύλη κυρίως από το εξωτερικό. Παράλληλα η κρίση επηρεάζει αρνητικά τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων του κλάδου, ενώ παρατηρείται και το φαινόμενο της λειτουργίας μικροπαραγωγών, οι οποίοι δεν πληρούν τους βασικούς όρους παραγωγής και δεν ελέγχονται από τις κτηνιατρικές αρχές.

Εμπορία του κρέατος

Τα τελευταία 10 χρόνια υλοποιήθηκαν σημαντικές επενδύσεις και σε όλη την Ελλάδα υφίστανται σήμερα 220 σύγχρονα εργαστήρια επεξεργασίας κρέατος, πιστοποιημένα από την Ε.Ε.. Πολλές από τις παλαιότερες εγκαταστάσεις ανακαινίστηκαν και άλλες βρίσκονται υπό ανέγερση, ενώ πριν από λίγους μήνες ολοκληρώθηκε κι η νέα αγορά κρέατος του Ρέντη στην Αθήνα, η οποία όμως λειτουργεί με υψηλό κόστος ενοικίου και πάγιων εξόδων. Ωστόσο υπάρχουν σε όλη τη χώρα και έμποροι, οι οποίοι εισάγουν κρέατα χωρίς να πληρούν τους σχετικούς κανονισμούς και αυτό με την ανοχή ή την αδιαφορία των κατά τόπους κτηνιατρικών υπηρεσιών και νομαρχιών. Εκτός από το βασικό θέμα της υγιεινής, στον κλάδο υφίσταται επίσης προβλήματα που σχετίζονται με το παραεμπόριο και τη φοροδιαφυγή. Η οικονομική κρίση έχει πλήξει σημαντικά τις εμπορικές επιχειρήσεις του κλάδου, λόγω του γεγονότος ότι έχουν γίνει ασφυκτικοί οι όροι της πληρωμής και του διακανονισμού της, μέσω των τραπεζών. Οι εισαγωγείς-έμποροι ήταν υποχρεωμένοι να μεταφέρουν τη σφιχτή αυτή πολιτική στους πελάτες τους και πιο συγκεκριμένα στα κρεοπωλεία και στα εργαστήρια, με επακόλουθο πολλοί από τους τελευταίους να μην μπορούν να ανταποκριθούν.