Skip to main content

Άκυρη η έκδοση πράξεων φορολογικής φύσεως σε εταιρίες που πτωχεύουν

Κακώς κοινοποιούν φύλλα ελέγχου και εκδίδουν πράξεις διοικητικής ή φορολογικής φύσεως οι ΔΟΥ και τα Ελεγκτικά Κέντρα σύμφωνα με το άρθρο 25 του πτωχευτικού νόμου.
Συχνά παρατηρείται το φαινόμενο για εταιρίες που πτωχεύουν από το Σεπτέμβριο του 2007 και μετά και πριν περάσει ένα δεκάμηνο από την κήρυξη της πτώχευσης να εκδίδονται φύλλα ελέγχου και γενικά να εκδίδονται πράξεις φορολογικής φύσεως σε εταιρίες που δηλώνουν παύση πληρωμής.

Οι σύνδικοι πτώχευσης, οι φοροτεχνικοί, καθώς και οι νομικοί σύμβουλοι προσφεύγουν στα φορολογικά δικαστήρια και δικαιώνονται, αφού οι υπηρεσίες οι φοροελεγκτικές έχουν άγνοια του πτωχευτικού νόμου που κυρώθηκε το Σεπτέμβριο του 2007, καθώς επίσης και δεν είχαν τις κατάλληλες κατευθύνσεις από τις αρμόδιες διευθύνσεις του Υπουργείου Οικονομικών και της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών θεμάτων.

Ορίζεται ρητά στο άρθρο 25 του πτωχευτικού νόμου ότι πράξεις κατά παράβαση της κατά την παράγραφο 1 αναστολής είναι απολύτως άκυρες.

Ελπίζουμε ότι η νέα ηγεσία του Υπουργείου Οικονομικών θα εκδώσει οδηγία προς τα φοροελεγκτικά όργανα, ώστε να μην οδηγηθούμε σε παραγραφές πολλών υποθέσεων.

Για του άρθρου το αληθές δημοσιεύουμε τα άρθρα 25 και 26 του πτωχευτικού νόμου που ισχύει από το Σεπτέμβριο του 2007.

Αναστολή των ατομικών καταδιώξεων

Άρθρο 25


1. Με επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 26, από την κήρυξη της πτώχευσης αναστέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεων τους. Ίσως απαγορεύεται η έναρξη ή συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών, η συνέχιση των δικών επ΄ αυτών, η άσκηση ή εκδίκαση ένδικων μέσων, η έκδοση πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσεως ή η εκτέλεσή τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας.

2. Πράξεις κατά παράβαση της κατά την παράγραφο 1 αναστολής είναι απολύτως άκυρες.

Ρυθμίσεις για τους ενέγγυους πιστωτές

Άρθρο 26


1. Πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις εξασφαλίζονται με ειδικό προνόμιο ή εμπράγματη ασφάλεια επί αντικειμένου της πτωχευτικής περιουσίας, ικανοποιούνται αποκλειστικά από τη ρευστοποίηση του σύμφωνα με τις ισχύουσες γενικές διατάξεις, εκτός αν ο παρών κώδικας προβλέπει διαφορετικά. Οι ενέγγυοι πιστωτές ικανοποιούνται από το σύνολο της πτωχευτικής περιουσίας, μόνο σε περίπτωση που παραιτηθούν από το προνόμιο ή την ασφάλεια τους.

2. Με την επιφύλαξη των αναφερομένων στις παραγράφους 3 έως 6, η αναστολή των ατομικών διώξεων δεν ισχύει ως προς τους ενέγγυους πιστωτές σχετικά με τα ανωτέρω υπέγγυα στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας.

3. Από την έκδοση της απόφασης που κηρύσσει την πτώχευση, μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης των ενέγγυων πιστωτών επί περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, τα οποία συνδέονται λειτουργικά και άμεσα με την επιχειρηματική δραστηριότητα του ή με παραγωγική μονάδα ή εκμετάλλευση του οφειλέτη, αναστέλλονται μέχρι την έγκριση του κατά τα άρθρα 107 επ. σχεδίου αναδιοργάνωσης, άλλως μέχρι την κατά το άρθρο 84 απόφαση της συνέλευσης των πιστωτών ως προς τον τρόπο εξακολούθησης των εργασιών της πτώχευσης. Σε κάθε περίπτωση, η αναστολή δεν επεκτείνεται πέραν των δέκα (10) μηνών από την κήρυξη της πτώχευσης, με την παρέλευση των οποίων η αναστολή αίρεται αυτοδικαίως. Πράξεις ατομικών διώξεων των ενέγγυων πιστωτών κατά παράβαση της αναστολής της παρούσας παραγράφου είναι απολύτως άκυρες.

4. Η κατά την παράγραφο 3 αναστολή δεν επεκτείνεται στα υπέγγυα αντικείμενα που ανήκουν σε εγγυητές, συνοφειλέτες και τρίτους οφειλέτες ή ανήκουν στον οφειλέτη, αλλά δε συνδέονται λειτουργικά και άμεσα με την επιχειρηματική του δραστηριότητα, παραγωγική μονάδα ή εκμετάλλευση του.

5. Αν αποφασιστεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 84, η εκποίηση της επιχείρησης ως συνόλου, αναστέλλονται μέχρι πέρατος της διαδικασίας αυτής και οι ατομικές διώξεις των ενέγγυων πιστωτών και μόνο ως προς τα κατά την παράγραφο 3 εδάφιο πρώτο περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη. Στην περίπτωση αυτή δεν ισχύει ο χρονικός περιορισμός του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 3.

6. Οι ανωτέρω διατάξεις δεν θίγουν τις ειδικές ρυθμίσεις για αναγκαστική εκτέλεση των συμφωνιών παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας.