Skip to main content

Αλ Μπάνο, Λεγκράν, Πιάφ και Μοντούνιο πίνουν μπύρες στη Θεσσαλονίκη

Κάθε εποχή έχει το δικό της σινεμά, τη δική της ζωγραφική, το δικό της θέατρο και –κυρίως- τη δική της μουσική. Ακόμη και το δικό της ποδόσφαιρο.

Είναι Κυριακή 1η Ιουλίου, η μέρα που για όλους σηματοδοτεί το καλοκαίρι. Είτε είναι μόνοι ή ερωτευμένοι, είτε αισιόδοξοι ή απελπισμένοι, είτε ετοιμάζονται για διακοπές, είτε παραμένουν στην πόλη κάθε χρόνο τέτοια μέρα όλοι συνειδητοποιούν ότι το καλοκαίρι έφτασε, ακόμη κι αν δεν τους αφορά. Κυριακή 1η Ιουλίου, την ώρα που η μέρα φεύγει και η νύχτα έρχεται στην παραλία της Θεσσαλονίκης, στο ύψος του Μεγάρου Μουσικής, τέσσερις φιγούρες αγναντεύουν τη θάλασσα. Η ηλικία τους απροσδιόριστη, το ίδιο και το σουλούπι τους. Ακόμη και το ντύσιμό τους, πολύ διαφορετικό για καθέναν από τους τέσσερις, ξενίζει. Μόνο το τραγούδι τους, ταιριάζει απόλυτα με το περιβάλλον, με τον τόπο, με την ώρα, με την ημέρα. Οι φωνές βαθιές, σπάνιες και νοσταλγικές λειτουργούν σαν ένα παράθυρο –δηλαδή τι παράθυρο, κανονική μπαλκονόπορτα- για το χρυσό μουσικό παρελθόν των δεκαετιών του 1950, του 1960 και του 1970. Ταυτόχρονα η τέχνη τους οδηγεί στο μέλλον, αφού βάζει τον πήχη ψηλά και σηματοδοτεί τα όρια. Μετά από την εποχή τους τίποτα δεν είναι το ίδιο.

Το ψεύτικο, το δήθεν και το εξεζητημένο πέφτει πάντα επάνω τους και… βυθίζεται. Ο ένας τραγουδάει «Io di note sono qui», η άλλη ψιθυρίζει «Non, je ne regrette rien», ο τρίτος κάτι λέει για ένα μπλε βαμμένο μπλε - «Nel blu dipinto di blu» και ο τέταρτος, ο πιο σοφιστικέ της παρέας, κοιτάει μια ψηλά στον ουρανό και μια μπροστά στον θαλασσινό ορίζοντα και σφυρίζει επίμονα έναν σκοπό που με μαγικό τρόπο μεταφέρει την ατμόσφαιρα σε ένα μαγαζί που πουλάει ομπρέλες κάπου στο Χερβούργο. Μια συναυλία καρδιάς –και ως εκ τούτου για λίγους- από τον Αλ Μπάνο, την Εντίθ Πιάφ, τον Ντομένικο Μοντούνιο και τον Μισέλ Λεγκράν, οι οποίοι ρεμβάζουν δίπλα στη θάλασσα με ένα κουτάκι μπύρας ανά χείρας. Μια συναυλία για όσους μπορούν ακόμη να ευαισθητοποιηθούν δημιουργικά, κάτι που σηματοδοτεί εν πολλοίς τη σύγχρονη ταξικότητα.

Κάθε εποχή έχει το δικό της σινεμά, τη δική της ζωγραφική, το δικό της θέατρο και –κυρίως- τη δική της μουσική. Ακόμη και το δικό της ποδόσφαιρο, το δικό της μπάσκετ και τη δική της Formula 1. Τη δική της φωνή. Τα χρόνια περνάνε, οι ανήσυχοι άνθρωποι –ιδίως οι νέοι άνθρωποι- εκφράζονται με τον τρόπο τους, η τεχνολογία, πλέον, τους καθοδηγεί, η ταχύτητα τους χαρακτηρίζει και η πραγματικότητα έχει πολλές διαστάσεις. Μόνο ο χρόνος, που κι αυτός εδώ που τα λέμε συστέλλεται και διαστέλλεται, αναλόγως των τεχνικών δυνατοτήτων κάθε εποχής, ξεκαθαρίζει με αξιοπιστία τα πράγματα.

Κάποιοι που ψάχνουν τα πράγματα περισσότερο έλεγαν όταν περιμέναμε εναγωνίως το Millennium ότι όσα είχε ανακαλύψει ο άνθρωπος από τη στιγμή που εμφανίστηκε στη Γη μέχρι το 1960 και όσα βήματα προόδου είχε κάνει επί χιλιάδες χρόνια ήταν λιγότερα απ’ όσα παρήγε η περίοδος 1960 – 2000. Μπορεί να είναι κι έτσι. Το σίγουρο είναι ότι η μουσική της εικοσαετίας πέριξ του 1960 άφησε τόσο βαθύ αποτύπωμα, που ακόμη επηρεάζει. Όχι μόνο τους μουσικούς, κάτι φυσιολογικό αφού παρθενογένεση στην τέχνη δεν υπάρχει, αλλά τους απλούς ανθρώπους. Γύρω στους χίλιους απ’ αυτούς συναντήθηκαν το βράδυ της περασμένης Κυριακής στο αίθριο που υπάρχει ανάμεσα στα δύο κτίρια του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης. Στις καρέκλες που είχαν στηθεί, στις σκάλες και τα μπαλκόνια του Μ2, στα τσιμέντα μπροστά στη θάλασσα. Για να ακούσουν ιταλικά και γαλλικά τραγούδια που αγάπησε η Θεσσαλονίκη και διάλεξε ο ταγμένος μέχρι τέλους σε αυτά τα πράγματα Λευτέρης Κογκαλίδης. Για να αφεθούν στη νοσταλγία, που δημιούργησε η εκδήλωση που διοργάνωσαν ο Σύλλογος Φίλων Μουσικής Θεσσαλονίκης και το Μέγαρο Μουσικής για να τιμήσουν τις πανσελήνους του καλοκαιριού.

Όλες τις πανσελήνους, όλων των καλοκαιριών. Για να γευθούν την παρέα των τεσσάρων της ιστορίας μας και τις φωνές δεκάδων ακόμη «ηρώων» του ευρωπαϊκού τραγουδιού της εποχής. Για να συμμετάσχουν σε ένα πάρτι συναισθημάτων, που έρχεται από μακριά και όπως φαίνεται πηγαίνει ακόμη μακρύτερα. Πέρα από την καθημερινότητα των ματαιωμένων ελπίδων μιας Ελλάδας χαμένης στη μετάφραση και στις ασυναρτησίες και μιας Θεσσαλονίκης που για να αποκτήσει υπόσταση επιστρατεύει φαντάσματα πατριωτισμού και δοσιλογισμού. Διότι όλα έχουν τη δική τους ξεχωριστή σημασία, μόνο που αποκτούν νόημα με βάση το περιβάλλον στο οποίο συμβαίνουν, τους φιλοξενεί, τους περιθάλπει, τους ανταγωνίζεται, τους υπονομεύει. Με αυτή την έννοια η εκδήλωση με τα κλασικά γαλλικά και ιταλικά τραγούδια, που πραγματοποιήθηκε παρά θιν’ αλός το βράδυ της Κυριακής, στην περιοχή του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης, χωρίς διαπιστευτήρια και ακολουθώντας υπόγειες διαδρομές δημοσιότητας, ήταν εκτός από γοητευτική και σημαντική.