Skip to main content

Αλλαγές στο εργασιακό: Το «όχι σε όλα» βλάπτει εν τέλει τους εργαζόμενους

Πριν μιλήσει κανείς για τις κυβερνητικές προτάσεις, θα πρέπει προηγουμένως να απαντήσει στο ερώτημα εάν χρειάζονται ή όχι αλλαγές.

Οι προτάσεις της κυβέρνησης, οι οποίες σημειωτέον, δεν έχουν πάρει ακόμη χαρακτήρα νομοσχεδίου, σχετικά με τις αλλαγές στα εργασιακά, επαναφέρουν κατά κάποιο τρόπο, την πολιτική σε μία κανονικότητα. Υπό την έννοια ότι απεγκλωβίζεται από τη σχεδόν μονοθεματική 15μηνη ατζέντα της πανδημίας, αν εξαιρέσει κανείς τον νόμο Κεραμέως – Χρυσοχοΐδη. Οι κυβερνητικές προθέσεις σχετικά με τις αλλαγές όσον αφορά τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας ήταν λογικό και αναμενόμενο να προκαλέσουν αντιδράσεις. Όχι μόνον εξ αιτίας του περιεχομένου των προτάσεων Χατζηδάκη, αλλά και επειδή θίγουν ένα θέμα – ταμπού για το πολιτικό σύστημα και τα συνδικάτα.

Άρα λοιπόν, πριν να μιλήσει κανείς για τις κυβερνητικές προτάσεις, θα πρέπει προηγουμένως να απαντήσει στο ερώτημα εάν χρειάζονται ή όχι αλλαγές στους κανόνες που ρυθμίζουν την αγορά εργασίας. Όσοι υποστηρίζουν ότι δεν χρειάζεται καμία αλλαγή στην προ περίπου σαράντα ετών νομοθεσία, απλώς εθελοτυφλούν ή υποκρίνονται. Και το κάνουν είτε από ανικανότητα να προσαρμόσουν το θεσμικό πλαίσιο στις κατακλυσμιαίες αλλαγές οι οποίες έχουν συντελεστεί στο μεταξύ όλες αυτές τις δεκαετίες είτε από μικροϋπολογισμό, προκειμένου να μην εισπράξουν το όποιο πολιτικό κόστος.

Ωστόσο η αδράνεια τούς μόνους που ωφελεί, είναι εκείνους που έχουν τη δύναμη να επιβάλουν ντε φάκτο τους κανόνες κι αυτοί δεν είναι σίγουρα οι εργαζόμενοι. Υπό αυτή την έννοια προκαλεί εντύπωση η επιμονή της αριστεράς στη διατήρηση του ξεπερασμένου από τα πράγματα εργασιακού δικαίου. Διότι οι πάντες αναγνωρίζουν ότι το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο δεν έχει καμιά σχέση με όσα συμβαίνουν στους εργασιακούς χώρους στον ιδιωτικό τομέα. Ουσιαστικά, εδώ και χρόνια, η αγορά εργασίας κινείται με τους δικούς της κανόνες, ερήμην του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου.

Το οκτάωρο, όπως παραδέχονται και τα ίδια τα συνδικάτα, έχει στην πράξη καταργηθεί σε αρκετούς κλάδους της οικονομίας. Η ανασφάλιστη και η μαύρη εργασία διαρκώς μεγεθύνονται. Οι τεχνολογικές εξελίξεις έχουν δημιουργήσει νέες υβριδικές μορφές εργασίας. Υπάρχουν κατηγορίες εργαζομένων, όπως για παράδειγμα οι ντελιβεράδες, οι οποίοι υφίστανται ακραία εκμετάλλευση. Τίποτε απ' όλα αυτά δεν κατέστη δυνατόν να αναχαιτίσει ή να ρυθμίσει το ισχύον θεσμικό πλαίσιο.

Συνεπώς η αλλαγή του είναι επιβεβλημένη.

Ακόμη και αυτές οι κυβερνητικές προτάσεις τρέχουν ουσιαστικά πίσω από τις εξελίξεις καθώς περιορίζονται στη διαχείριση προβλημάτων της προηγούμενης τουλάχιστον εικοσαετίας. Ωστόσο δίνουν το έναυσμα για συζήτηση. Τα κόμματα, και δη της αριστεράς, αλλά και τα συνδικάτα δεν θα πρέπει να αφήσουν την ευκαιρία να πάει χαμένη. Θα ήταν μέγα σφάλμα να περιοριστούν μόνον στην άρνηση, με στόχο τη διατήρηση του σημερινού ξεπερασμένου θεσμικού πλαισίου.

Αντιθέτως θα πρέπει να προσέλθουν με προτάσεις οι οποίες να περιορίζουν στο ελάχιστο την εργοδοτική αυθαιρεσία, θέτοντας δικλείδες ασφαλείας, δίνοντας συγχρόνως την ευκαιρία στην οικονομία να κινηθεί με ανταγωνιστικότητα στα νέα δεδομένα. Οι κυβερνητικές προτάσεις έχουν στοιχεία τα οποία πατούν στις σημερινές συνθήκες, επιχειρούν να βάλουν μια τάξη στο άναρχο εργασιακό τοπίο, ωστόσο, σε πολλά σημεία τους οι προτάσεις αυτές είναι πολύ πίσω ως προς τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Ιδού, λοιπόν, πεδίο δόξης λαμπρό για τα κόμματα της αντιπολίτευσης και τα συνδικάτα.