Skip to main content

Άλλο Άρμστρονγκ στη Νέα Υόρκη, άλλο Τσιτσάνης στη Θεσσαλονίκη

Δεν υπάρχει ούτε μια μικρή επιγραφή στην οδό Παύλου Μελά 22, όπου βρισκόταν το Ουζερί Τσιτσάνη, στο οποίο έπαιζε και τραγουδούσε τα βράδια της κατοχής

Ο πολιτισμός είναι μια έννοια – ακορντεόν. Επειδή όλοι θωρούν τον εαυτό τους πολιτισμένο άνθρωπο και όλες οι πολιτείες και οι κοινωνίες επίσης θεωρούν δεδομένο ότι είναι πολιτισμένες, ο όρος πολιτισμός προσαρμόζεται στα γούστα και την ευχέρεια καθενός. Στην Ελλάδα –για παράδειγμα- θεωρούμαστε πολιτισμένοι, κυρίως λόγω της αρχαίας κληρονομιάς. Θεωρούμε ότι είμαστε φορείς του αθάνατου πνεύματος της κλασικής Ελλάδας, που έδωσε τα φώτα σε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Πρόκειται για το γνωστό στερεότυπου που ακούγεται συχνά, μεταξύ σοβαρού και αστείου: όταν εμείς (οι Έλληνες) χτίζαμε Παρθενώνες και ανεβάζαμε αρχαίες τραγωδίες, οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι (Γερμανοί, Άγγλοι κ.λπ.) τρώγανε βαλανίδια και κοιμόντουσαν σε σπηλιές.

Η αλήθεια –ή τουλάχιστον μία από τις πιο ισχυρές αλήθειες- είναι ότι πολιτισμός για κάθε άνθρωπο και κάθε κοινωνία είναι το παρόν. Το παρελθόν είναι ασφαλώς κάτι εμβληματικό. Αφενός έχει την αντικειμενική του αξία μέσα στο χρόνο και αφετέρου λειτουργεί ως καταλύτης για το παρόν. Κυρίως διότι υπάρχει χωρίς κανείς να μπορεί να το παραβλέψει, ενώ ταυτόχρονα συμβάλλει στο σύγχρονο πολιτισμό μέσω της αξιοποίησης του από το παρόν. Με δύο λόγια: το πως αξιοποιούν, αντιμετωπίζουν ή συμπεριφέρονται στην Αρχαία Ελλάδα και στην ιστορία τους χαρακτηρίζει τους Νεοέλληνες. Κάπου εκεί το παιχνίδι για τη χώρα μας χάνεται. Διότι άλλο η αρχαιολατρεία και η αντιμετώπισή της με τη λογική προσόδου, δηλαδή ως εισόδημα (τουρισμός κ.λπ.), και άλλο η συνέχεια, όπως καταγράφεται στην καθημερινότητα της κοινωνίας. Οι Έλληνες είναι σαφώς φανατικοί αρχαιολάτρες και γενικότερα θαυμαστές των επιτευγμάτων και των ηρωισμών των προγόνων τους από την αρχαιότητα, μέχρι το έπος του 1940, την Αντίσταση και τον Εμφύλιο. Αντίθετα, αδιαφορούν πλήρως –ή σχεδόν πλήρως- για την ουσία των επιτευγμάτων και των ηρωισμών αυτών.

Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζουν τους ανθρώπους της τέχνης. Μέχρι πριν από λίγες μόνο ημέρες ένας μουσικός που έπαιζε στο δρόμο θεωρούνταν επαίτης. Ένας ζητιάνος, που ως κανονική ανορθογραφία στην κοινωνία, έπρεπε να αντιμετωπιστεί με το κόκκινο μελάνι των διωκτικών αρχών. Αλλά και τα αγάλματα και τα μουσεία. Ελάχιστα είναι αφιερωμένα στους ανθρώπους των γραμμάτων, στους ζωγράφους, στους μουσικούς, που τίμησαν την χώρα και συνέβαλαν στη διαμόρφωση της κοινωνίας. Σχεδόν πάντα ένα άγαλμα ή ένα μουσείο είναι αφιερωμένο σε ένα πολεμιστή, έναν πολιτικό, έναν βασιλιά. Ακόμη και οι δρόμοι έχουν, κυρίως, ονόματα κάποιων που υπέγραψαν την επίσημη ιστορία είτε βάζοντας το όνομά τους κάτω από διεθνείς συμφωνίες, είτε με το αίμα τους και τη ζωή τους. Οι άλλοι, όσοι διαμόρφωσαν με την προσωπικότητα, την έμπνευση και το ταλέντο τους την καθημερινότητα βρίσκονται στο περιθώριο. Στην άκρη άκρη…

Όλα αυτά βρίσκονται σε πλήρη αντιδιαστολή με τη χθεσινή είδηση ότι το σπίτι του Λούις Άρμστρονγκ στο Κουίνς – που έχει μετατραπεί σε μουσείο προς τιμήν του θρύλου της τζαζ και της συζύγου του Λουσίλ Ουίλσον – έλαβε επιπλέον 1,9 εκατ. Δολ. Από την Πολιτεία της Νέας Υόρκης για την ανακαίνιση και επέκτασή του. Ο Άρμστρονγκ ήταν ήδη ένας από τους πιο διακεκριμένους και διάσημους μουσικούς στον κόσμο όταν, το 1943, διάλεξε σπίτι στην εργατική συνοικία της Κορόνα στο Κουίνς. Σε αυτό το μικρό τούβλινο σπιτάκι πέθανε το 1971 και 12 χρόνια αργότερα τον ακολούθησε η γυναίκα του. Ο ίδιος είχε πει το 1964: «Πάρτε αυτή τη γειτονιά στην οποία ζούμε. Είμαστε εκεί μαζί με τους υπόλοιπους έγχρωμους και τους Πορτορικάνους και τους Ιταλούς και τις Εβραιοπούλες. Δεν χρειάζεται να μετακομίσουμε στα προάστια, σε κάποιο μεγάλο αρχοντικό με πολλούς υπηρέτες κι εργάτες και τέτοια».
Αυτή η στάση δεν περνάει απαρατήρητη από την πολιτεία της Νέας Υόρκης. Ούτε βέβαια το γεγονός ότι ο Λούις Άρμστρονγκ εξέφρασε γενεές επί γενεών κατ’ αρχήν αμερικάνων, αλλά και ανθρώπων σε ολόκληρο τον κόσμο. Γι’ αυτό τον τιμούν και σε άλλα μέρη των ΗΠΑ. Στη Νέα Ορλεάνη, όπου γεννήθηκε. Στο Σικάγο, όπου έκανε τα πιο βασικά βήματα των πρώτων χρόνων της επαγγελματικής του πορείας. Όπως τον τιμούν σε ολόκληρη την Αμερική και σε όλο τον κόσμο με αφιερώματα, συναυλίες, λέσχες κ.λπ.

Αντίθετα η Θεσσαλονίκη παραμένει αδιάφορη στο γεγονός ότι ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο κορυφαίος λαϊκός βάρδος και με τον τρόπο του «δάσκαλος» του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη, έζησε στο κέντρο της πόλης καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής. Ότι έγραψε υπό αυτές τις πολύ δύσκολες, τις οριακές συνθήκες τα περισσότερα από τα καλύτερα τραγούδια του. Τα τραγούδια που αργότερα, μετά την απελευθέρωση, αγκάλιασαν ολόκληρη την Ελλάδα. Και την αγκαλιάζουν ακόμη. Σημειώστε –δια χειρός Ντίνου Χριστιανόπουλου- τους τίτλους των τραγουδιών που έγραψε ο Βασίλης Τσιτσάνης στη Θεσσαλονίκη, στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής: «Με γυναίκες μην τραβιέσαι, Χατζή Μπαξές, Αθηναίισσα, Της μαστούρας ο σκοπός, Αραπίνες, Αχάριστη, Μη χειρότερα, θεέ μου!, Η λιτανεία του μάγκα, Την μοίρα μου την είδα και την ξέρω, Ζητιάνος, Μαγκιόρα, Δεν ξαναπιάνω γκόμενα, Βάρκα-γιαλό, Μπλόκος, Δε με στεφανώνεσαι, Μόρτισσα, Όλα για σένα, κούκλα μου, Συννεφιασμένη Κυριακή, Απ' τη μάνα μου διωγμένος, Σταυροδρόμι, Τρέξε, μάγκα, να ρωτήσεις ( Ή ντερμπεντέρισσα), Τρελή, που θέλεις να με στεφανώσεις, Για τα μάτια π' αγαπώ, Έχει δίκιο το παιδί, Πριγκιπομαστούρηδες, Πέρασαν, έφυγαν οι χρόνοι της σαπίλας, Ζήτω το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ, Κάτσε ν' ακούσεις μια πενιά, Καλέ μου, το παιδί!, Χωρίσαμ' ένα δειλινό, Η Σεράχ».

Έναντι όλων αυτών, δεν υπάρχει ούτε μια μικρή μεταλλική επιγραφή στην οδό Παύλου Μελά 22, όπου βρισκόταν το «Ουζερί Τσιτσάνη», στο οποίο έπαιζε και τραγουδούσε τα βράδια της κατοχής. Ούτε, όμως, και απέναντι, στην Παύλου Μελά 21, όπου βρισκόταν το σπίτι του εκείνα τα δύσκολα χρόνια, υπάρχει κάποιο σημάδι.

Αν και τα δημιουργικά τους χρόνια συνέπεσαν ο Λούις Άρμστρονγκ και ο Βασίλης Τσιτσάνης δεν συναντήθηκαν ποτέ. Μικρό το κακό. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι και οι δύο υπήρξαν ευλογημένοι. Αγαπήθηκαν και εξακολουθούν να είναι αποδεκτοί στον υπέρτατο βαθμό. Οι μουσικόφιλοι δεν τους ξεχνούν. Ακόμη μεγαλύτερη σημασία έχει ότι υπήρξαν και οι δύο όχι απλά δημοφιλείς, αλλά βαθύτατα επιδραστικοί. Η σφραγίδα τους στην τζαζ και στο ελληνικό λαϊκό τραγούδι αντίστοιχα δεν έχει ξεθωριάσει όλα αυτά τα χρόνια. Από τότε που ανέβαιναν καθημερινά στη σκηνή και στο πάλκο μέχρι σήμερα. Πολλοί μουσικοί που ακολούθησαν έχουν παραδεχθεί με υπερηφάνεια ότι βάδισαν στα χνάρια τους.

Ο Άρμστρονγκ, που γεννήθηκε στις ΗΠΑ, έζησε στη Νέα Υόρκη και το σπίτι του έγινε μουσείο με δημόσια χρήματα. Και ο Τσιτσάνης, που γεννήθηκε στα Τρίκαλα, παντρεύτηκε, έζησε και δημιούργησε ένα μεγάλο μέρος του έργου του στη Θεσσαλονίκη, δεν αξιώθηκε ούτε μία μεταλλική επιγραφή από το δήμο της πόλης. Υπάρχει –βέβαια- μια μικρή πλατεία στην Άνω Πόλη, που φέρει το όνομά του, αλλά ας το αφήσουμε καλύτερα. Το ότι μια… αετοφωλιά στη Θεσσαλονίκη, όπου για να φτάσει κανείς πρέπει να τη… σημαδέψει, έχει το όνομα και την προτομή του Τσιτσάνη οφείλεται στην επιμονή κάποιων ανθρώπων, στους οποίους μια παλαιότερη δημοτική αρχή έκανε το χατίρι. Περισσότερο από ντροπή και λιγότερο από αίσθηση καθήκοντος.