Skip to main content

Άνοια: Οι ξένες γλώσσες στην πρόληψη της εγκεφαλικής εξασθένισης

Η εκμάθηση Ξένων Γλωσσών ακόμα και μετά την ενηλικίωση προστατεύει σημαντικά από την άνοια ενισχύοντας την γνωστική ανθεκτικότητά μας.

της Αγγελικής Γεωργάκα-Δεληγιάννη*

Με γερασμένους πληθυσμούς στον αναπτυγμένο κόσμο, ασθένειες όπως η άνοια αντιμετωπίζεται στις μέρες μας ως ένα μείζον ιατρικό, κοινωνικό και οικονομικό πρόβλημα. Περίπου το 70% κατά μέσο όρο, της κλινικής διάγνωσης άνοιας αποδίδεται στη νόσο Alzheimer.

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας 50 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο ζουν με άνοια με τον αριθμό αυτό να αυξάνεται αλματωδώς κάθε χρόνο. Στην χώρα μας, πάνω από 200.000 άνθρωποι πάσχουν από άνοια αριθμός που προβλέπεται να φτάσει τις 300.000 μέχρι το 2050, αναφέρουν οι ειδικοί.

Με αναμενόμενο αριθμό ασθενών παγκοσμίως τα 150 εκατομμύρια έως το 2050, οι φαρμακευτικές εταιρείες δοκιμάζουν και κυκλοφορούν νέα φάρμακα υποσχόμενα την επιβράδυνση της γνωστικής και λειτουργικής εξασθένησης του εγκεφάλου.

O κίνδυνος για ανάπτυξη άνοιας και νόσου Alzheimer, της συχνότερης αιτίας άνοιας, αυξάνεται εκθετικά με τη γήρανση καθώς στις ηλικίες 65-74 το ποσοστό του πληθυσμού με άνοια είναι μόλις 2%, ανέρχεται στο 19% για τις ηλικίες 75-84 και φτάνει το 42% για τις ηλικίες άνω των 85 ετών.

Καθώς δεν υπάρχουν ακόμα αποτελεσματικά φάρμακα για την πλήρη θεραπεία της νόσου το κλειδί είναι η πρόληψη και η διατήρηση της υγείας του εγκεφάλου. Σ’ αυτό τον αγώνα δρόμου επιστημονικές έρευνες πιστοποιούν τις Ξένες Γλώσσες ως την πλέον αποτελεσματική μορφή δραστηριοποίησης της γνωστικής εγκεφαλικής μας λειτουργίας.

Με απλά λόγια , στο πλαίσιο της πρόληψης και καθυστέρησης της ανίατης μέχρι στιγμής νευροεκφυλιστικής πάθησης που ταλαιπωρεί ασθενείς και τις οικογένειες τους, επιβαρύνοντας επιπλέον τα εθνικά συστήματα Υγείας με δυσβάστακτες δαπάνες, η εκμάθηση Ξένων Γλωσσών ακόμα και μετά την ενηλικίωση έχει βρεθεί ότι προστατεύει σημαντικά από την άνοια ενισχύοντας την γνωστική ανθεκτικότητά μας.

Η μελέτη ηλεκτροεγκεφαλογραφημάτων εθελοντών σε σχετικά ερευνητικά προγράμματα καταδεικνύει ότι οι Ξένες Γλώσσες ενισχύουν την πλαστικότητα του εγκεφάλου, την ικανότητα για μάθηση και κατά συνέπεια την υγιή λειτουργία του. Με την πλαστικότητα εγκεφάλου αναφερόμαστε στην ικανότητα του εγκεφάλου να αναγεννά τους νευρώνες του ανταποκρινόμενος ως αντίδραση στην ποικιλομορφία των ερεθισμάτων του περιβάλλοντος του. Κατ αυτό τον τρόπο ο εγκέφαλος συνέρχεται και αναδιαρθρώνεται τόσο ανατομικά όσο και λειτουργικά. Αυτή η δυνατότητα αναγέννησης του νευρικού συστήματος επιτρέπει στον εγκέφαλο να μειώσει τις επιπτώσεις από διαταραχές ή βλάβες που προκαλούνται από ασθένειες.

Στην περίπτωση της εκμάθησης Ξένων Γλωσσών ο εγκέφαλος υποχρεώνεται σε απαιτητική και δύσκολη άσκηση όπως συμβαίνει στην άσκηση μυϊκών ομάδων σε πρόγραμμα γυμναστηρίου. Συγκεκριμένα, τα νέα στοιχεία της ξένης γλώσσας όπως λεξιλόγιο και γραμματικοσυντακτικές δομές εισέρχονται στο κύκλωμα της «άμεσης μνήμης» όπου παραμένουν για μισό δευτερόλεπτο. Στο διάστημα αυτό λαμβάνει χώρα μια αστραπιαία διεργασία κατά την οποίαν η νέα πληροφορία επιλέγεται με κριτήριο το σημασιολογικό της περιεχόμενο και περνά από την άμεση μνήμη στην λεγόμενη «βραχυπρόθεσμη μνήμη». Στο στάδιο της βραχυπρόθεσμης μνήμης συντελείται η ενεργητική επεξεργασία των νέων στοιχείων και η αποθήκευση τους στην μακροπρόθεσμη μνήμη όπου μέσα από την συχνή επανάληψη τους λειτουργούν πλέον ως εμπειρίες για σταθερή και μόνιμη χρήση από το άτομο.

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω αντιλαμβανόμαστε ότι στην εκμάθηση Ξένων Γλωσσών ο εγκέφαλος δουλεύει σκληρά, άρα αντιπαλεύει την γήρανση αυτοσυντηρούμενος, δημιουργώντας νέες νευρωνικές διαδρομές που επικοινωνούν μεταξύ τους μέσω συνδέσεων, γνωστές ως συνάψεις, που είναι απαραίτητες όταν οι παλαιότερες αρχίζουν να εξασθενούν με την πάροδο του χρόνου.

Επαναλαμβανόμενες έρευνες που δημοσιεύονται ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία (2011-2021) παρέχουν ισχυρές ενδείξεις ότι άτομα που μιλούν έστω και μια ξένη γλώσσα εμφανίζουν συμπτώματα της νόσου 4-5 περίπου χρόνια αργότερα από άτομα μονόγλωσσα.

Το γεγονός αυτό οφείλεται, σύμφωνα με τους ερευνητές, στο μεγαλύτερο γνωστικό απόθεμα, την συσσωρευμένη δηλαδή γνώση μέσω της δια βίου μάθησης που εκπαιδεύει συνεχώς τον εγκέφαλο να τροποποιεί την δραστηριότητα των νευρώνων του, καθιστώντας τον έτσι πιο ανθεκτικό στην ζημιά που προκαλεί η νόσος.

Η εκμάθηση και χρήση μιας ξένης γλώσσας ως νέας δεξιότητας προκαλεί τον εγκέφαλο να ανταποκριθεί στην δυσκολία της και αυτό φαίνεται πως λειτουργεί σαν μια μορφή εγκεφαλικής προπόνησης.

Οι ερευνητές ισχυρίζονται ότι όσο περισσότερες γλώσσες μαθαίνουμε τόσο ταχύτερη και καλύτερη είναι η επικοινωνία μεταξύ των νευρώνων καθώς τα ηλεκτρικά σήματα ταξιδεύουν πιο αποτελεσματικά κατά μήκος των νέων διαδρομών. Η μελέτη των νευρικών σημάτων ηλεκτροεγκεφαλογραφημάτων τους οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μέσα από τις διεργασίες εκμάθησης Ξένων Γλωσσών ο εγκέφαλος εκπαιδεύεται να ανταποκρίνεται πιο γρήγορα και να επεξεργάζεται ταχύτερα και αποτελεσματικότερα να νέα δεδομένα. Κατ αυτό τον τρόπο επιτρέπει την συνεχή αναδιαμόρφωση του μέσα από την δημιουργία νέων νευρώνων και συνάψεων απαραίτητων για την αποθήκευση γλωσσικών στοιχείων πέραν αυτών της μητρικής του γλώσσας.

Μια από τις μεγαλύτερες μελέτες που διεξήγαγε το 2013 το Κέντρο Γνωστικής Γήρανσης και Γνωστικής Επιδημιολογίας του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου Centre for Cognitive Ageing and Cognitive Epidemiology σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Hyderabad Medical School of Hyderabad University India υποστηρίζει ότι οι Ξένες Γλώσσες συμβάλλουν σημαντικά στην καθυστέρηση της έναρξης των συμπτωμάτων της άνοιας ανεξάρτητα από το μορφωτικό επίπεδο, το φύλο, το επάγγελμα, και τον τόπο διαμονής των ατόμων. Πρόκειται για την πρώτη μέχρι τότε μελέτη που τεκμηριώνει ερευνητικά ότι το όφελος από την πολυγλωσσία προκύπτει ανεξαρτήτως μορφωτικού επιπέδου και τύπου άνοιας.

Σύμφωνα με τα ευρήματα μελέτης που δημοσιεύθηκε στο ιατρικό περιοδικό Neurology Journal -American Academy of Neurology οι Ξένες Γλώσσες καθυστερούν την εμφάνιση της νόσου πολύ περισσότερο από τα μέχρι τώρα γνωστά φάρμακα. Σχετικό δημοσίευμα παρουσιάσθηκε επίσης και στην πλατφόρμα PubMedCentral του παγκόσμια αναγνωρισμένου ευρωπαϊκού ερευνητικού οργανισμού EMBL's European Bioinformatics Institute, επιβεβαιώνοντας ότι στα άτομα που μιλούν έστω και μια ξένη γλώσσα παρατηρείται καθυστέρηση εμφάνισης της νόσου.

Ένα από τα κορυφαία ερευνητικά ιδρύματα για την νόσο στο Ηνωμένο Βασίλειο το Αlzheimer's Research UK συστήνει τις Ξένες Γλώσσες ως την πλέον σημαντική πρόκληση ανάμεσα σε πολλές άλλες γνωστές δραστηριότητες για το κτίσιμο του γνωστικού αποθέματος και την αντίσταση του εγκεφάλου στην ζημιά που προκαλεί η νόσος. Όπως όμως επισημαίνει ό Dr David Reynolds, Chief Scientific Officer του ιδρύματος, σε μελέτη που δημοσιεύθηκε στο παγκοσμίως αναγνωρισμένο επιστημονικό περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών PNAS-Proceedings of the National Academy of Sciences τα οφέλη της γλωσσομάθειας εντοπίσθηκαν σε άτομα που χρησιμοποιούν δύο τουλάχιστον γλώσσες στην καθημερινότητα τους και όχι απλώς σε όσους έχουν μάθει μια ξένη γλώσσα και την χρησιμοποιούν περιστασιακά.

Μια από τις πιο πρόσφατες μελέτες που παρουσιάστηκαν στην Αμερικανική Εταιρεία για την Πρόοδο της Επιστήμης American Association for the Advancement of Science – Washington (2020) διαπιστώνει ότι οι δίγλωσσοι ασθενείς έχουν περισσότερες πιθανότητες να καθυστερήσουν την νόσο απ ότι οι μονόγλωσσοι ασθενείς. Στην πραγματικότητα η χρήση μιας δεύτερης γλώσσας είχε πιο ισχυρή επίδραση στην καθυστέρηση της νόσου από οποιοδήποτε άλλο φάρμακο χρησιμοποιείται για τον έλεγχο της ασθένειας δηλώνει, μετά την 5ετή μελέτη η Ellen Bialystok, καθηγήτρια Ψυχολογίας στο York University-Toronto, Canada και μέλος της ερευνητικής ομάδας του πανεπιστημίου. Η ίδια παραλληλίζει τον προπονημένο εγκέφαλο με το ντεπόζιτο του αυτοκινήτου που όταν τελειώσουν τα καύσιμα εξακολουθεί να πηγαίνει γιατί υπάρχει λίγο ακόμα στο ρεζερβουάρ ασφαλείας.

Σύμφωνα με την Judith Kroll, καθηγήτρια ψυχολογίας Pennsylvania-Penn State University που ερευνά συνεχώς το θέμα από το 2013 μέχρι σήμερα, η καθημερινή εναλλαγή ανάμεσα σε δύο γλωσσικούς κώδικες προσφέρει πολύτιμη άσκηση στον εγκέφαλο διατηρώντας τον ακμαίο ακόμα και σε μεγάλη ηλικία.

Στη διατήρηση της υγείας του εγκεφάλου μέσω των Ξένων Γλωσσών έρχεται ενισχυτικά να προστεθεί και η έρευνα από το Πανεπιστήμιο του Waterloo που δημοσιεύθηκε στο Journal of Alzheimer's Disease το 2019. Η καθηγήτρια Δημόσιας Υγείας στο Waterloo University Canada, Suzanne Tyas που ηγήθηκε της έρευνας, υποστηρίζει ότι η γλώσσα είναι μια πολύπλοκη διαδικασία και η εναλλαγή ανάμεσα σε διαφορετικές γλώσσες αποτελεί πολύτιμη νοητική άσκηση με αποτέλεσμα ο εγκέφαλος των ατόμων που μιλούν περισσότερες από μια γλώσσες να λειτουργεί καλύτερα από εκείνους που μιλούν μόνο μία.

Συμπερασματικά:

Όλες οι μέχρι τώρα μελέτες με στόχο την πρόληψη ή/και καθυστέρηση εμφάνισης της άνοιας παρουσιάζουν ευρήματα που συνηγορούν υπέρ της πολυγλωσσίας ή απλώς και της διγλωσσίας. Η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας γυμνάζει τον εγκέφαλο υποχρεώνοντας τον σε απαιτητική άσκηση σαν ένα είδος προπόνησης. Είναι όπως μια νέα διαδρομή που επιλέγεις για να πας σε έναν προορισμό. Την πρώτη φορά μπορεί να δυσκολευτείς να την θυμηθείς αλλά σιγά-σιγά την μαθαίνεις και έτσι καταλήγεις να έχεις στην διάθεση σου πολλαπλές διαδρομές για τον ίδιο προορισμό. Αν μια διαδρομή εξαφανισθεί, για παράδειγμα από μια φυσική καταστροφή, στην προκειμένη περίπτωση από την ασθένεια, έχεις τις εναλλακτικές διαδρομές για τον ίδιον προορισμό. Κάπως έτσι λειτουργούν οι Ξένες Γλώσσες διατηρώντας ακμαίο τον εγκέφαλο.

Όπωσδήποτε υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν όπως η κοινωνικο-οικονομική κατάσταση και τα γονίδια, τα οποία συνήθως διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο κατά τη διάρκεια της ενηλικίωσης. Ωστόσο είναι βέβαιο ότι μια δεύτερη γλώσσα αποτελεί μεγάλη πρόκληση για τον εγκέφαλο, καθώς ο μηχανισμός εκμάθησης της τον αναγεννά, δημιουργώντας νέες διαδρομές νευρώνων που θα λειτουργούν όταν οι προϋπάρχουσες και παλαιότερες εξασθενούν ή και νεκρώνονται με την πάροδο της ηλικίας.

Με δεδομένο ότι δεν υπάρχει ακόμα αποτελεσματική θεραπεία της άνοιας οι Ξένες Γλώσσες φαίνεται πως μπορεί να είναι μέρος της απάντησης στον αγώνα του αιώνα μας ενάντια στην άνοια. Το καλό είναι ότι όλες οι μέχρι τώρα επιστημονικές έρευνες συμφωνούν ότι ποτέ δεν είναι αργά για εκμάθηση μιας δεύτερης γλώσσας γιατί τα οφέλη της διγλωσσίας προκύπτουν ανεξάρτητα από την ηλικία εκμάθησης.

Βεβαίως απαιτούνται περισσότερες μελέτες για την κατανόηση α) του μηχανισμού εκμάθησης Ξένων Γλωσσών που επιδρά στην καθυστέρηση εμφάνισης της άνοιας και β) σημαντικών πλευρών της πολυγλωσσίας, όπως η ηλικία εκμάθησης, η συχνότητα χρήσης, οι ομοιότητες και διαφορές που διαθέτουν αυτές οι γλώσσες.

Η γνώση αυτή μπορεί να κατευθύνει τις στρατηγικές μας στην προώθηση της πολυγλωσσίας και άλλων μεθόδων γλωσσικής εκπαίδευσης τόσο σε επίπεδο εθνικού σχεδιασμού όσο και στο επίπεδο της περιφερειακής και τοπικής αυτοδιοίκησης με στόχο την μείωση του κινδύνου εμφάνισης άνοιας.

Αγγελική Γεωργάκα-Δεληγιάννη είναι Γλωσσολόγος Διδάκτωρ στο Exeter University UK.