Skip to main content

Από τη Σμύρνη στη Θεσσαλονίκη – 100 χρόνια πρωτοπορία στα αλλαντικά

Η ιστορία της εταιρείας Έδεσμα ξεκινά το 1914 από το αλλαντοποιείο του Σμυρνιού Δημήτρη Γανιώτη στην περιοχή του παλιού λιμανιού της Θεσσαλονίκης.

Ο Δημήτρης Γανιώτης ήταν ήδη ένας πετυχημένος αλλαντοποιός όταν ήρθε από τη Σμύρνη στη Θεσσαλονίκη το 1914. Ήταν η εποχή μετά την απελευθέρωσή της από τους οθωμανούς, που πολλοί Έλληνες της Κωνσταντινούπολης και της Μικράς Ασίας ήρθαν στην πόλη, κουβαλώντας στις αποσκευές τους «μυστικές» συνταγές της ανατολίτικης γαστρονομίας.

Δημιούργησε το αλλαντοποιείο του στην περιοχή του παλιού λιμανιού, όπου λειτούργησε μέχρι και το 1945, παράγοντας προϊόντα στα οποία είχε οικογενειακή παράδοση, όπως σουτζούκι, παστουρμά, σκορδάτο σαλάμι, καβουρμά και χωριάτικο λουκάνικο. Η φήμη που είχε αποκτήσει στη Σμύρνη τον ακολούθησε και στην Ελλάδα, και τα αλλαντικά του έγιναν δεκτά με ενθουσιασμό τόσο από τον γηγενή πληθυσμό όσο και από τους πρόσφυγες που ήρθαν στη Θεσσαλονίκη με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Άλλωστε, όλα τα δημοφιλή εδέσματα, οι μεζέδες και τα κρεατοσκευάσματα της εποχής είχαν ανατολίτικη καταγωγή και ήταν μέχρι τότε άγνωστα στην ηπειρωτική Ελλάδα. Η Θεσσαλονίκη, μάλιστα, αποδείχθηκε ιδανικός τόπος για την ανάπτυξη της συγκεκριμένης κουζίνας, αφενός λόγω του κοσμοπολίτικου χαρακτήρα της και αφετέρου λόγω του ονόματος καλών μαγείρων και τεχνιτών κουζίνας που είχαν οι κάτοικοί της.

Το 1945 η «Εταιρεία Δημητρίου Γανιώτη» μεταφέρθηκε σε νέα μονάδα στην περιοχή του Φιξ, η οποία λειτούργησε μέχρι και το 1962. Ήταν η χρονιά που ο Σμυρνιός αλλαντοποιός έφυγε από τη ζωή και την εταιρεία ανέλαβαν οι δύο κόρες του με τους συζύγους τους. Κατασκευάστηκε νέο εργοστάσιο επί της οδού Φρίξου και η εταιρεία εξελίχθηκε από μία παραδοσιακή οικοτεχνία σε μία σύγχρονη βιομηχανία με τον διακριτικό τίτλο «Αλλαντοποιία TITAN ΑΕ».

Κατά τη δεκαετία του ‘60 η Ελλάδα άρχισε σταδιακά να βγαίνει από την απομόνωση και να διεθνοποιείται, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να αλλάξουν οι καταναλωτικές συνήθειες και να δημιουργηθεί η ανάγκη για πιο μοντέρνα προϊόντα κρέατος. Όλα τα προϊόντα εξ ανατολής ήταν ημίξερα ή αέρος, καθώς δεν υπήρχαν οι τεχνολογίες βρασμού, θέρμανσης και καπνίσματος. Με την ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών δημιουργήθηκε η ανάγκη για πιο εξελιγμένα αλλαντικά διεθνών προδιαγραφών. Αφουγκραζόμενη τη νέα τάση που δημιουργήθηκε, η εταιρεία ήταν η πρώτη που έφερε στη χώρα ευρωπαϊκές συνταγές αλλαντικών (κυρίως από Γερμανία, Ουγγαρία και Ιταλία) και παρουσίασε στο ελληνικό κοινό την πάριζα, το ζαμπόν και τα λουκάνικα Φρανκφούρτης.

Στα επόμενα χρόνια αναπτύχθηκε έντονος ανταγωνισμός στον κλάδο και άνοιγαν συνεχώς επιχειρήσεις μεταποίησης κρεάτων και παραγωγής αλλαντικών. Είναι ενδεικτικό ότι τη δεκαετία του ‘80 ο Σύνδεσμος Αλλαντοποιών Βορείου Ελλάδος απαριθμούσε 300 μέλη, εκ των οποίων περίπου 200 ήταν βιοτεχνίες των 10 ατόμων.

Η ενεργοποίηση της νέας γενιάς, η Έδεσμα, το εργοστάσιο στη Σίνδο και η επέκταση με την Αμβροσία

Στο τέλος της δεκαετίας του ‘90 εντάχθηκαν στην εταιρεία τα τέσσερα παιδιά των δύο θυγατέρων του Δημήτρη Γανιώτη, ο Δημήτρης και η Κατερίνα Χατζηγεωργίου, και η Εύα και η Μαρία Μαυρίδου, που είναι μέχρι σήμερα οι επικεφαλής της εταιρείας. Το 1991 πραγματοποιήθηκε η μετεγκατάσταση της μονάδας παραγωγής σε νέο χώρο στη ΒΙΠΕ Σίνδου – αρχικά σε καλυμμένη έκταση 8.000 τμ, που με τις επεκτάσεις έφτασε τα 16.000 τμ – και η εταιρεία απέκτησε τη νέα της εταιρική ταυτότητα, «Έδεσμα».

Χρονιά-σταθμός της βιομηχανίας ήταν το 1993, όταν η δραστηριότητά της επεκτάθηκε στις σαλάτες και δημιουργήθηκε η θυγατρική «Αμβροσία». Αρχικά η παραγωγή γινόταν στο παλιό εργοστάσιο επί της Φρίξου, ενώ στη συνέχεια μεταφέρθηκε σε νέα μονάδα 5.000 τμ στη Σίνδο, δίπλα στο εργοστάσιο της Έδεσμα. «H Αμβροσία ήταν ουσιαστικά το προϊόν της αναζήτησης τρόπων επέκτασης σε ο,τιδήποτε θα μπορούσε να πλαισιώσει τη γκάμα των αλλαντικών, ένα πείραμα που αποδείχθηκε εξαιρετικά επιτυχημένο. Οι σαλάτες της Αμβροσίας (κυρίως τζατζίκι, τυροκαυτερή, ταραμοσαλάτα και μελιτζανοσαλάτα) απέκτησαν άμεσα μεγάλη απήχηση και η εταιρεία έχει μία ζηλευτή πορεία, αποτελώντας την κορυφαία στην Ελλάδα από άποψη τζίρου και όγκου πωλήσεων», λέει χαρακτηριστικά ο Δημήτρης Χατζηγεωργίου, διευθύνων σύμβουλος της Έδεσμα.



Τα νέα προϊόντα, η έξοδος στις αγορές του εξωτερικού, οι συνεχείς επενδύσεις και οι στόχοι για το μέλλον

Κατά την περίοδο της κρίσης οι Έδεσμα και Αμβροσία, που λειτουργούν υπό κοινή διεύθυνση κάτω από την «ομπρέλα» της Έδεσμα, κατάφεραν να αναπτυχθούν στην εγχώρια αγορά λόγω των ποιοτικών και ανταγωνιστικών τιμολογιακά προϊόντων τους. Είναι ενδεικτικό ότι ο τζίρος της εταιρείας κατέγραψε ετήσια αύξηση της τάξης του 7,5-8% και ανήλθε το 2018 στα 44 εκατ. ευρώ, από 28 εκατ. ευρώ το 2010. Όπως προαναφέρθηκε, η Αμβροσία κυριαρχεί στον κλάδο των σαλατών με μερίδιο περίπου 20% στην αγορά, ενώ η Έδεσμα βρίσκεται στην 3-4η θέση (πίσω από τον Υφαντή, την Creta Farm και τη βιομηχανία Νίκας, την οποία πάντως ξεπέρασε σε τζίρο το 2018) με μερίδιο περί το 10%. Στη Βόρεια Ελλάδα τα μερίδια των δύο αδελφών εταιρειών είναι τουλάχιστον διπλάσια.

Πριν από περίπου 6-7 χρόνια η εταιρεία πραγματοποίησε τα πρώτα της βήματα στις αγορές του εξωτερικού, κυρίως μέσω της Αμβροσίας, η οποία έχει εξελιχθεί και εκτός από σαλάτες παράγει τα τελευταία 3-4 χρόνια και έτοιμα ελληνικά παραδοσιακά γεύματα, όπως μουσακά, γεμιστά, παστίτσιο και λαδερά (φασολάκια, ιμάμ, μπριάμ κτλ). Σήμερα τα προϊόντα της εξάγονται σε περίπου 30 χώρες, κυρίως στη δυτική και ανατολική Ευρώπη, αλλά και σε χώρες της Μέσης Ανατολής, ενώ από το 2018 έχουν παρουσία και στην αμερικανική αγορά. Χαρακτηριστικό της εξωστρέφειας που έχει αποκτήσει η Αμβροσία είναι το γεγονός ότι οι εξαγωγές αντιπροσωπεύουν το 20% του ετήσιου κύκλου εργασιών της, όταν το αντίστοιχο ποσοστό για τα προϊόντα της Έδεσμα είναι περίπου 5%.



Η Έδεσμα παράγει σήμερα 600 διαφορετικούς κωδικούς, από τους οποίους τις μεγαλύτερες πωλήσεις εμφανίζει η σειρά Natarele, μία πρόσφατη καινοτόμα πρόταση της εταιρείας. Η φιλοσοφία παραγωγής τους ακολουθεί την μέθοδο του «clean labeling», όπου τα προϊόντα δεν περιέχουν καθόλου συντηρητικά και χημικά πρόσθετα. Με τα συγκεκριμένα προϊόντα, όπως λένε από την εταιρεία, η Έδεσμα επιχειρεί να ανταποκριθεί στη σύγχρονη τάση για «καθαρά» αλλαντικά με υψηλές διατροφικές προδιαγραφές. Αντίστοιχα, η Αμβροσία διαθέτει 50 κωδικούς στις σαλάτες και ακόμη 20 στα έτοιμα γεύματα, ενώ τη μεγαλύτερη απήχηση έχουν οι αλοιφές, όπως το τζατζίκι και ο ταραμάς.



Η πρώτη ύλη των προϊόντων της Έδεσμα προέρχεται κατά κύριο λόγο από χοιρινά κρέατα της Μακεδονίας, ενώ η εταιρεία εισάγει βοδινό κρέας από τη Γαλλία. Τα προϊόντα της Αμβροσίας παράγονται κατά 98% από εγχώρια πρώτη ύλη, από τη Μακεδονία (ζαρζαβατικά, μελιτζάνες, πιπεριές, πατάτες), αλλά και την Κρήτη (αγγουράκια για τζατζίκι).

Η Έδεσμα υλοποιεί φέτος επενδυτικό πρόγραμμα 2,5 εκατ. ευρώ που αφορά την επέκταση του εργοστασίου της σε διπλανή έκταση 10 στρεμμάτων (4.000 τμ καλυμμένη επιφάνεια), με στόχο να λειτουργήσει νέα μονάδα εντός του 2020 που θα φέρει αύξηση της παραγωγής των αλλαντικών κατά 20%. Αντίστοιχη επέκταση, κόστους ενός εκατ. ευρώ, υλοποιείται ταυτόχρονα και στο εργοστάσιο της Αμβροσίας.

Οι στόχοι της εταιρείας για τα επόμενα χρόνια είναι να καθιερωθεί στις αγορές του εξωτερικού, με έμφαση στις ΗΠΑ όπου υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για τα έτοιμα γεύματα λόγω της καταναλωτικής κουλτούρας των αμερικανών, αλλά και να επεκτείνει το δίκτυό της στη νότια Ελλάδα, όπου έχει μικρότερα μερίδια της αγοράς και σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης.

Επιπλέον, όπως εκτιμά ο κ. Χατζηγεωργίου, αναδύεται μία νέα τάση στις καταναλωτικές συνήθειες των Ελλήνων, που αφορά την επιστροφή σε παραδοσιακές γεύσεις και μία εν είδει «αναγέννηση» της μόδας των αρχών του 20ου αιώνα, είτε λόγω νοσταλγίας είτε λόγω της ανάγκης διατήρησης της εθνικής ταυτότητας. Έτσι, η εταιρεία διαθέτει σειρά αλλαντικών με παραδοσιακές συνταγές, όπως απάκι, σύγκλινο και λούντζα.

Παράλληλα, ανταποκρινόμενη στο αυξανόμενο trend της vegan γαστρονομίας, παρουσιάζει στην έκθεση Food Expo μία νέα σειρά vegan προϊόντων, που περιλαμβάνει διάφορα σνακ χωρίς κρέας, όπως hot dog από ρεβύθι και σαλάμι από ζαρζαβατικά.