Skip to main content

Ο Γιάννης Σπανός στο Λιόγερμα της Θεσσαλονίκης με ένα πιάνο

Στη μπουάτ Λιόγερμα στην οδό Λώρη Μαργαρίτη στη Θεσσαλονίκη ο Γιάννης Σπανός με ένα πιάνο χάρισε αξέχαστες βραδιές μυσταγωγίας σε όσους τις έζησαν.

Στα μπιστρό και τα θέατρά της που βρίσκονται στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα, στο μαγευτικό Παρίσι της δεκαετίας του 1960, σύχναζαν Γάλλοι διανοούμενοι και καλλιτέχνες. Ηθοποιοί, σκηνοθέτες, ζωγράφοι, μουσικοί, συνθέτες, τραγουδιστές. Λόγω της διεθνούς εμβέλειας που τους εξασφάλιζαν οι δίσκοι, οι ταινίες, τα βιβλία, αλλά και τα ρούχα η περιοχή ήταν ένα από τα κέντρα του κόσμου. Μια στιλάτη απάντηση τόσο στην πολυχρωμία της Νέας Υόρκης, όσο και στο… χύμα του πάντα πρωτοποριακού Λονδίνου.

Στην μήκους μόλις λίγων δεκάδων μέτρων οδό Λώρη Μαργαρίτη του κέντρου της Θεσσαλονίκης, στις δεκαετίες του 1970, του 1980 και μέχρι τα μέσα των 90s, βρισκόταν το «Λιόγερμα». Η νεοκυματική μπουάτ του Ματθαίου Αγγελίδη, που δικαιωματικά βρισκόταν σε ένα δρόμο αφιερωμένο σε ένα πιανίστα και συνθέτη που ανήκει στην Εθνική Μουσική Σχολή, ήταν μικρή, ζεστή και μακρόστενη σαν λεωφορείο. Στην περιορισμένων διαστάσεων σκηνή της φιλοξενούσε τότε κυρίως τις διάφανες, αισθαντικές και τρυφερές φωνές του «νέου κύματος». Την Αρλέτα, την Καίτη Χωματά, την Πόπη Αστεριάδη, τον Γιώργο Ζωγράφο, τον Λάκη Παπά…

Οι δύο πόλεις, οι δύο περιοχές και οι δύο εποχές δεν έχουν και πολλά κοινά. Φυσικά με τον πλανήτη «μια γειτονιά» από πάντα, άσχετα εάν αργήσαμε να το καταλάβουμε, όλο και κάποιος συνδετικό κρίκος υπάρχει. Έστω οι εμπειρίες κάποιων ανθρώπων που έζησαν κι εδώ κι εκεί. Που περπάτησαν στους δρόμους, γέλασαν ερωτεύτηκαν ενός ανθρώπου. Και σίγουρα ο Γιάννης Σπανός. Ο συνθέτης που ξεκίνησε τις προάλλες το ταξίδι του προς τ’ άστρα, γεμίζοντας άθελα του με θλίψη πολλά εκατομμύρια Ελλήνων, αλλά και κάποιων ξένων που ήξεραν τον ίδιο και τη μουσική του.

Στο Παρίσι ο Γιάννης Σπανός έζησε πάνω από δέκα χρόνια. Πήγε για τη μουσική –ενώ ήταν ήδη φοιτητής της Νομικής για χατίρι των γονιών του- και τα κατάφερε μια χαρά. Ως πιανίστας συνόδευσε κορυφαίες φωνές του γαλλικού τραγουδιού, ενώ ως συνθέτης ηχογράφησε αρκετά τραγούδια, μεταξύ άλλων με τη Ζιλιέτ Γκρεκό και τη Μπριτζίτ Μπαντό.  Όταν κατάλαβε πως ότι είχε να του δώσει η Πόλη του Φωτός του το έδωσε επέστρεψε στην Ελλάδα και με την προτροπή του ιδρυτή της δισκογραφικής εταιρίας «Λύρα» Αλέξανδρου Πατσιφά έγραψε ελληνικά τραγούδια, με άρωμα από τις μπαλάντες της Κεντρικής Ευρώπης. Κάπως έτσι γεννήθηκε το «Νέο Κύμα» και οι μπουάτ (η λέξη στα γαλλικά σημαίνει κουτί).

Το «Μια αγάπη για το καλοκαίρι» σε στίχους του Γιώργου Παπαστεφάνου και με τη φωνή της Καίτης Χωματά, που ακόμη βρισκόταν στην εφηβεία, που ηχογραφήθηκε το 1964 δικαίως θεωρείται η ληξιαρχική πράξη γέννησης ενός είδους που τα επόμενα 15 – 20 χρόνια άφησε βαθύ αποτύπωμα στο ελληνικό τραγούδι. Ακόμη κι όταν ο καιρός αυτών των τραγουδιών πέρασε τα πρόσωπα –οι συνθέτες, οι στιχουργοί, οι τραγουδιστές, οι μουσικοί- στην πλειοψηφία τους παρέμειναν στο χώρο και πρόσφεραν πολλά.

Ανάμεσά τους πρωτοπόρος ο Γιάννης Σπανός, που επισκεπτόταν συχνά πυκνά τη Θεσσαλονίκη. Κυρίως το «Λιόγερμα» με τις δύο παραστάσεις καθημερινά, στις 9 και τις 11 το βράδυ και support για χρόνια τον Κώστα και τον Δημήτρη Πρατισνάκη με τις κιθάρες και τις φωνές τους. Εκεί ο Σπανός ήταν διαρκώς παρών, αφού όλοι οι τραγουδιστές του νέου κύματος έλεγαν τραγούδια του. Αλλά και ο ίδιος εμφανιζόταν με κάθε ευκαιρία. Έπαιζε σε ένα όρθιο πιάνο τις γλυκές του μελωδίες, που τραγουδούσαν ερμηνευτές που ο ίδιος επέλεγε.

Βραδιές μυσταγωγίας, που παραμένουν αξέχαστες για όσους τις έζησαν. Ήταν τόσο κοντά οι καλλιτέχνες με το κοινό, που και να ήθελε κάποιος να ξεφύγει από την ατμόσφαιρα με τα χαμηλά φώτα, τις μελωδίες και τον ποιητικό λόγο, δεν μπορούσε. Εκεί ο Σπανός παρουσίασε για πρώτη φορά στις αρχές της δεκαετίας του 1980 τα τραγούδια του δίσκου «Έξοδος κινδύνου» με την Άλκηστη Πρωτοψάλτη και τον Διονύση Θεοδόση. Ήταν παρούσα και η σχεδόν άγνωστη τότε στιχουργός Λίνα Νικολακοπούλου. Μια νεαρή κοπελίτσα, η οποία καθόταν ήσυχα στο βάθος της αίθουσας, δίπλα από την πόρτα της μικρής κουζίνας που φτιάχνονταν τα ποτά, απολαμβάνοντας τα τραγούδια. Αθέατη μέχρι το τέλος της παράστασης, όταν ο συνθέτης την παρουσίαζε ευγενικά στο κοινό που χειροκροτούσε κι εκείνη διστακτικά σηκωνόταν κι έκανε ελαφρά υπόκλιση.

ΥΓ. Ένα χειμωνιάτικο βράδυ στις αρχές των 80s μια ανδρική φιγούρα βγήκε από το ξενοδοχείο «ABC», που βρίσκεται στη συμβολή της Αγγελάκη με την Εθνικής Αμύνης, που ακόμη ονομαζόταν Βασιλίσσης Σοφίας. Κατηφόρισε προς την Τσιμισκή, έφτασε στην Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών, πέρασε το Αριστοτέλειο και προσέγγισε την κάτω πλευρά του σκοτεινού Βασιλικού Θεάτρου. Έκανε κρύο, φυσούσε δυνατά και ο καιρός έδειχνε ότι θα βρέξει. Γι’ αυτό ο Γιάννης Σπανός ήταν καλά ντυμένος, με σακάκι και παλτό. Έφτασε στη θάλασσα, κάθισε και την κοίταξε για λίγα λεπτά και μετά περπάτησε δίπλα της προς τον Λευκό Πύργο και την Παλιά Παραλία. Του άρεσε η αίσθηση του αφρισμένου νερού, του αέρα και του συννεφιασμένου ουρανού. Του θύμιζε κάπως το Παρίσι, αν και –όπως μονολογούσε- η θάλασσα είναι πάντα θάλασσα και το ποτάμι πάντα ποτάμι, πολύ μικρότερο και με περιορισμένη προοπτική. Ακόμη κι αν πρόκειται για τον Σηκουάνα και την αριστερή του όχθη. Κάτι τέτοιες στιγμές στην προκυμαία ένιωθε το γιατί πριν από μερικά χρόνια είναι επιλέξει να μελοποιήσει το ποίημα «Ιδανικός κι ανάξιος εραστής» του Νίκου Καββαδία. Ήταν το πρώτο του ποιητή, που τα επόμενα χρόνια έγινε ο αγαπημένος πολλών συνθετών. Επειδή ο ίδιος δεν κοιτούσε τα ονόματα, αλλά διάβαζε τους στίχους, κατάλαβε ότι η ματαιωμένη προσδοκία της φυγής και των θαλασσινών ταξιδιών ήταν συγκλονιστική και δε συγκρινόταν με τίποτε άλλο.

«Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής /  των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,/

και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές, /

χωρίς να σκίσω την θολή γραμμή των οριζόντων».

Ο ίδιος ο ποιητής ήξερε τον καημό, αφού κόντεψε να μην ταξιδέψει ποτέ, αλλά να παραμείνει υπάλληλος σε ναυτιλιακή εταιρία να συμπληρώνει λογιστικά βιβλία. Ένα ποίημα αυτοβιογραφικό.

Όσο για τον ίδιο το συνθέτη ήξερε πως είναι να νιώθεις εγκλωβισμένος και μακριά από τα όνειρά σου. Μόνο που εκείνος κάθε φορά που ένιωθε να πνίγεται είχε το πιάνο. Τις μελωδίες που κατέληγαν να γίνουν τραγούδια, να γίνουν ταξίδια μακρινά κι αξέχαστα. Σωματικές εμπειρίες.

Εκεί, λοιπόν, δίπλα στη θάλασσα της Σαλονίκης άρχισε να σιγοσφυρίζει τη μελωδία του τραγουδιού. Κοίταξε το ρολόι του, η ώρα είχε πάει 8.30, έπρεπε να συνεχίσει. Υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι μετά τι 1 – 1.30 που θα τέλειωνε τη δουλειά θα ξαναρχόταν στο ίδιο σημείο να ακούσει το μουρμουρητό του Θερμαϊκού. Αν και δεν ήταν σίγουρος. Σε αυτή τη δουλειά  μπορεί να ορίζεις το πριν, αλλά το μετά είναι πάντα άδηλο. Πέρασε, λοιπόν, στο απέναντι πεζοδρόμιο της Νίκης, ανέβηκε την οδό Μορκεντάου, έστριψε δεξιά στη Λώρη Μαργαρίτη κι έφτασε στο Λιόγερμα. Άνοιξε την πόρτα και είδε στο βάθος της άδειας αίθουσας τον Ματθαίο να του χαμογελά. «Γιάννη θέλεις ένα τσάι» τον ρώτησε. Εκείνος έγνεψε θετικά με το κεφάλι και είπε: «Δύσκολος καιρός, άραγε θα έρθει ο κόσμος;». «Mην ανησυχείς, οι νέοι δεν καταλαβαίνουν από κρύο και βροχή, θα έρθουν» τον διαβεβαίωσε ο μαγαζάτορας.

Μισή ώρα μετά η μικρή μπουάτ ήταν φίσκα, κυρίως από νέους, από φοιτητές. Η ατμόσφαιρα ζεστάθηκε για να εκραγεί αμέσως μετά όταν οι νότες ξεχύθηκαν από το όρθιο πιάνο. Λίγο μετά τη μία μετά τα μεσάνυχτα τα δύο προγράμματα είχαν τελειώσει με παθιασμένα χειροκροτήματα. Εκείνος, ο συνθέτης και πιανίστας, δεν ένιωθε κούραση. Το να παίζει παρέα με τον κόσμο μάλλον τον γέμιζε ενέργεια. Αλλά στη θάλασσα δεν πήγε. Το έπεισε μια παρέα να την ακολουθήσει σε κάποιο από τα μπαρ που έμεναν ανοιχτά. Να πούνε ιστορίες, να θυμηθούν άλλες συναντήσεις, να μιλήσουν για τραγούδια, ίσως να τον παροτρύνουν να παίξει σε κάποιο από τα ξεχασμένα και γι’ αυτό ξεκούρδιστα πιάνα που υπήρχαν σ’ αυτά τα μαγαζιά. «Δεν πειράζει θα πάω αύριο στη θάλασσα» τον άκουσε κάποιος να λέει, την ώρα που ξεκρεμούσε το παλτό από την κρεμάστρα. Αυτός που τον άκουσε δεν κατάλαβε. Ούτε ρώτησε. Αλλά και να ρωτούσε πάλι δεν θα καταλάβαινε.