Skip to main content

Αποδοκιμάζει την απόφαση για Αγιά Σοφιά το Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ

Το τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας χαρακτηρίζει την απόφαση για την Αγιά Σοφιά αντίθετη κάθε έννοιας ανοχής του Ισλάμ.

Την έντονη απογοήτευση και αποδοκιμασία τους για τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας από μουσείο σε τζαμί εκφράζουν σε ψήφισμα οι καθηγητές του τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του ΑΠΘ.

Όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά, η συγκεκριμένη απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης είναι αδιανόητη για τις δημοκρατικές αξίες του σύγχρονου κόσμου , «αξίες εδραιωμένες πλέον μέσα από τις αποφάσεις Διεθνών Οργανισμών και το στέρεο νομικό οικοδόμημα κάθε ευνομούμενου κράτους», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά.

Μεταξύ άλλων επισημαίνεταο στο ψήφισμα πως η Αγία Σοφία, γνωστή ως η «Μεγάλη Εκκλησία» ήδη από την εποχή των εγκαινίων της από τον Ιουστινιανό, ταυτίστηκε με τη μακραίωνη ιστορία του Ανατολικού Χριστιανισμού, της Ρωμηοσύνης και βεβαίως με την Ιστορία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, επιφανείς μορφές του οποίου απεικονίζονται ακόμη και σήμερα στα μοναδικής αξίας ψηφιδωτά της.

«Δεν είναι δε τυχαίο ότι η Πρωτόθρονη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως διατήρησε τη μνήμη αυτή, ακόμη και μετά την Άλωση και τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε ισλαμικό τέμενος, σχεδόν 900 χρόνια μετά την ανέγερσή της, χρησιμοποιώντας τον τίτλο «η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία» και ταυτίζοντας την ιστορική και πνευματική πορεία της με τη διαχρονική λαμπρότητα και παγκόσμια ακτινοβολία της Μεγάλης Εκκλησίας του Ιουστινιανού, της Αγίας του Θεού Σοφίας», αναφέρεται στο κείμενο του τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας.

Παράλληλα επισημαίνεται πως για τη σύγχρονη Τουρκική Δημοκρατία, η οποία στην προσπάθειά της να προσλάβει τα χαρακτηριστικά ενός κοσμικού κράτους, υιοθέτησε τελικά τις αρχές της θρησκευτικής ανοχής και συνύπαρξης, η Αγία Σοφία δεν ήταν δυνατό να διατηρήσει πλέον την «κλεμμένη» ταυτότητά της ως τεμένους και γι᾽ αυτό μετατράπηκε σε μουσείο, διατηρώντας μάλιστα την ιστορική ήδη από τους βυζαντινούς χρόνους ονομασία της (Ayasofya Müzesi) και παρέχοντας τη δυνατότητα πρόσβασης σε κάθε άνθρωπο, οποιασδήποτε θρησκευτικής και φυλετικής προέλευσης.

«To γεγονός αυτό μάλιστα την κατέστησε και την κατέταξε μεταξύ των πλέον αναγνωρίσιμων και επισκέψιμων μνημείων σε όλο τον κόσμο», αναφέρεται χαρακτηριστικά.

«Η απόφαση της σημερινής Τουρκικής κυβέρνησης δεν ανατρέπει μόνο αυτή την στοχευμένη μουσειακή λειτουργία της Αγίας Σοφίας, αλλά και κάθε έννοια ανοχής μέσα στο πλαίσιο λειτουργίας του Ισλάμ, γι᾽ αυτό και έχει προκαλέσει τις αντιδράσεις ακόμη και ισλαμικών φορέων και ενώσεων σε όλο τον κόσμο. Ακυρώνοντας τον μουσειακό χαρακτήρα της Αγίας Σοφίας η Τουρκική κυβέρνηση κλείνει την πόρτα στον παγκόσμιο πολιτισμό, και ακυρώνει de facto την καθιερωμένη εδώ και δεκαετίες ταυτότητά της ως μνημείου παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομίας, ενός μνημείου ανεκτίμητης υλικής και άυλης αξίας. Επιπλέον, αρνείται στην πράξη τον διαπολιτισμικό και διαθρησκειακό διάλογο και εν τέλει την αρχή της ισότιμης συνύπαρξης των ανθρώπων, ανεξαρτήτως θρησκευτικής ή φυλετικής ταυτότητας, οπισθοχωρώντας σε μια μισαλλόδοξη ρητορική, που δυστυχώς επαναφέρει στη μνήμη εικόνες και αντιλήψεις που οδήγησαν την ανθρωπότητα σε μεγάλες κρίσεις και ολοκαυτώματα», τονίζεται χαρακτηριστικά.

«Το θρησκευτικο-ιδεολογικό υπόστρωμα αυτής της απόφασης οδηγεί την Τουρκική κυβέρνηση σε ευθεία αντιπαράθεση όχι μόνο με όλο τον Χριστιανικό κόσμο αλλά και με τον ειρηνοποιό χαρακτήρα όλων των θρησκειών. Η διαμόρφωση ενός ισχυρού ρεύματος αντίθεσης και ανατροπής αυτής της προσβλητικής για τον παγκόσμιο πολιτισμό απόφασης, μέσα από μια διαθρησκειακή και διαπολιτισμική συστράτευση θρησκειών, οργανισμών και φορέων σε όλο τον πλανήτη, είναι πλέον αναγκαία περισσότερο από ποτέ», καταλήγει το ψήφισμα του τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του ΑΠΘ.