Skip to main content

Θεσσαλονίκη: Ήρωας της Κύπρου παίρνει επίδομα που δεν ζήτησε 48 χρόνια μετά τον Αττίλα

Ο Μάριος Κατσούναρος μιλά στη Voria.gr για το μαύρο καλοκαίρι του '74 την Κύπρο - Πώς νιώθει που πέντε δεκαετίες μετά θα του χορηγηθεί ένα επίδομα

Δεν πίστευε στα μάτια του. Το email που πήρε τον ενημέρωνε, 48 χρόνια μετά, πως θα παίρνει επίδομα 200 ευρώ από τώρα και στο εξής κάθε μήνα, γιατί πολέμησε στην Κύπρο το 1974. Κι από τα ίδια μάτια άρχισαν να τρέχουν δάκρυα. Μακροβούτι στην προσωπική του ιστορία γι’ άλλη μια φορά. Λες και είχε ξεχάσει ποτέ…

Σήμερα στη Voria.gr o συνταξιούχος γιατρός, Ειδικός Παθολόγος του «Παπανικολάου», Μάριος Κατσούναρος μας εμπιστεύεται την ιστορία του.

Έχει πλέον κρεμάσει την ιατρική ποδιά, συνταξιοδοτήθηκε στις αρχές του 2017, μετά από 35 χρόνια υπηρεσίας – προσφοράς στα νοσοκομεία «Ιπποκράτειο» αρχικά και στη συνέχεια για περίπου τρεις δεκαετίες στο «Παπανικολάου», όπου ήταν Συντονιστής – Διευθυντής της Παθολογικής Κλινικής. Σήμερα, στα 69 του χρόνια, κάνει μια ήσυχη ζωή με την επίσης συνταξιούχο φιλόλογο σύζυγό του, Αγγελική Παρασίδου – Κατσούναρου, στο σπίτι τους λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη, στη Σουρωτή.

Με τη σύζυγό του Αγγελική στο μπαλκόνι του σπιτιού τους στη Σουρωτή

Σε αυτό το σπίτι μάς υποδέχτηκαν με θέρμη για έναν καφέ. Στην πρώτη κιόλας γουλιά σχεδόν απολογήθηκε: «Κύριε Θεοδωρακίδη, εγώ δεν ζήτησα ποτέ και τίποτε από το κράτος ούτε της Ελλάδας ούτε και της Κύπρου. Αυτοί με βρήκανε. Δεν διεκδίκησα κάτι. Το καθήκον μου έκανα…».

Ένα – ένα μας παρουσιάζει τα έγγραφα που τους στάλθηκαν και τον ενημερώνουν για το επίδομα

 

Έχοντας και την κυπριακή και την ελληνική υπηκοότητα, έλαβε ένα email τον περασμένο Δεκέμβριο από την Ένωση Κυπρίων Προσφύγων Ελλάδας για την απόφαση της Ελληνικής Κυβέρνησης να τους χορηγηθεί επίδομα για την προσφορά τους στα γεγονότα του ’74. Συγκεκριμένα, πρόκειται για το ΦΕΚ (δείτε το εδώ) στο οποίο αναφέρεται ότι το επίδομα που είχε δοθεί στους Έλληνες Καταδρομείς το 2020 που πολέμησαν στην Κύπρο κατά των Τούρκων εισβολέων, επεκτείνεται και στους Κυπρίους που έχουν ταυτόχρονα και Ελληνική Υπηκοότητα (την πήρε τη δεκαετία του ’90), ως αναγνώριση για την προσφορά τους. Κι όλα αυτά μετά από 48 χρόνια.

Μάλιστα, θα λαμβάνουν το ποσό των 200 ευρώ τον μήνα εφ’ όρου ζωής είναι ακατάσχετο και αφορολόγητο. Όπως μας είπε, «δύο είναι τα απίστευτα. Μας θυμήθηκαν ενώ δεν ζητήσαμε κάτι και δεν πιστεύω ότι θα τα πάρουμε κι αυτά τα χρήματα! Και το έκανε η Ελληνική κι όχι η Κυπριακή Δημοκρατία! Και στην αρχή νομίζαμε πως είναι από τη... δεύτερη», μονολογεί. «Στην αρχή πιστεύαμε πως ήταν φάρσα, αλλά μετά, όταν μας έστειλαν τα ΦΕΚ, το πιστέψαμε».

Στην Κύπρο, σε προάστιο της Λευκωσίας, στον Άγιο Δομέτιο, ζει η κατά 6 χρόνια μικρότερη αδελφή του. Οι γονείς του έχουν φύγει από τη ζωή. Δυο φορές κάθε χρόνο πηγαινοερχόταν στην Κύπρο. Τώρα, πάγωσαν οι μετακινήσεις, λόγω της πανδημίας. Ελπίζει ότι θα ξαναρχίσουν.

Η βεβαίωση για την… εμπλοκή του κ. Κατσούναρου από το Γενικό Επιτελείο της Εθνικής Φρουράς της Κύπρου

 

Από το Παγκύπριο Γυμνάσιο στην Ιατρική του ΑΠΘ

Ο μίτος της ιστορίας του κ. Κατσούναρου μας πάει αρχικά στο μακρινό 1971 στη Λευκωσία. Τότε, τελειώνοντας το εξατάξιο Παγκύπριο Γυμνάσιο, στα 18 του, δίνει εξετάσεις για τα ελληνικά πανεπιστήμια και περνά στην Ιατρική του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Γιατρός ήθελε να γίνει. Κάνει την εγγραφή του, αλλά οι σπουδές μπαίνουν στον πάγο. Καλείται να υπηρετήσει προηγουμένως στην Εθνοφρουρά της Κύπρου για τη στρατιωτική του θητεία. Άλλωστε, ήταν και προαπαιτούμενο για να σπουδάσει και να αφήσει τη Μεγαλόνησο. Στα δύο χρόνια που ακολουθούν, μέχρι το 1973, θα εκπαιδευτεί και μάλιστα στα αντιαεροπορικά. Υπηρετεί στο 276 Τάγμα Πεζικού, που ήταν στην περιοχή Κοκκίνων – Λιμνίτη με έδρα τον Πύργο Τηλλυρίας, στα φυλάκια της Γαλληνής, τα οποία τώρα είναι στα κατεχόμενα εδάφη του νησιού.

Το πιστοποιητικό στρατολογικής κατάστασης του Μάριου Κατσούναρου

 

Κατέβηκε για διακοπές…

Έρχεται στη Θεσσαλονίκη, μέσα στη Χούντα, τον Οκτώβριο του 1973 για τις σπουδές στο ΑΠΘ. Την επόμενη χρονιά, τελειώνοντας τις εξετάσεις του πρώτου έτους της Ιατρικής στις 12 Ιουλίου, κατεβαίνει στην Κύπρο στις 14 του μήνα για καλοκαιρινές διακοπές και τότε αρχίζουν όλα…

«Μόλις πατάω το πόδι μου στην Κύπρο, την επομένη, στις 15 Ιουλίου, εκδηλώνεται το πραξικόπημα της Χούντας με στόχο τον Μακάριο και η επιλογή του Σαμψών για Πρόεδρο.

Είναι ημέρα Δευτέρα, στις 8:30 το πρωί, εκδηλώνεται ταυτόχρονα σε διάφορα σημεία…», θυμάται ο κ. Κατσούναρος, νομίζοντας πως αφηγείται τα γεγονότα της περασμένης εβδομάδας. «Παντού στη Λευκωσία στρατός: στο Προεδρικό Μέγαρο, στην Αρχιεπισκοπή, στους δρόμους, στο αεροδρόμιο, στο ΡΙΚ… Το Προεδρικό χτυπήθηκε πρώτο, αλλά ο Αρχιεπίσκοπος και Πρόεδρος Μακάριος κατάφερε να διαφύγει…».

Πού βρίσκεται όμως ο ίδιος, ένα νεαρός φοιτητής στα 21 του χρόνια; «Οι γονείς μου δάσκαλοι κι οι δύο, είχαν τις καλοκαιρινές άδειες, τα σχολεία κλειστά και βρίσκονταν σε σπίτι εκτός της Λευκωσίας. Το σπίτι μας, στην οδό Παίωνος 5, βρισκόταν ακριβώς απέναντι από την Αρχιεπισκοπή. Σηκώνομαι και πάω κατευθείαν εκεί με το σκεπτικό να υπερασπιστώ τη νόμιμη κυβέρνηση της Κύπρου, απέναντι στους πραξικοπηματίες. Είχαν αρχίσει να την χτυπούν».

Όσο προχωρά η συζήτηση με τον γιατρό, αντιλαμβανόμαστε πως σταδιακά οι ανάσες του γίνονται πιο βαριές. Το μακροβούτι στην ιστορία δεν είναι παίξε γέλασε.

Η ένοπλη υπεράσπιση της Αρχιεπισκοπής

Μην ξεχνάμε, λέει, πως Προεδρικό και Αρχιεπισκοπή ήταν συγκοινωνούντα δοχεία, αποτελούσαν και τα σύμβολα της Δημοκρατίας. «Πήγα μόνος μου, τους γνωρίζαμε στην Προεδρική Φρουρά, ένας δρόμος μάς χώριζε. Εκεί συνάντησα πολλούς φίλους, γνωστούς. Εκεί μας δώσανε όπλα, τσέχικα Καλάσνικοφ, για να υπερασπιστούμε την Αρχιεπισκοπή. Ο στρατός χτυπούσε από διάφορα στενά, όπως ήταν η οδός Όθωνος, αλλά ακόμη δεν είχε φτάσει. Εμείς ήμασταν από τα πρώτα λεπτά. Ήξερα να χειριστώ το όπλο. Η εκπαίδευση από τη θητεία ήταν ακόμη νωπή…». Κι εδώ προκύπτει η πρώτη -δεν θα είναι και η μοναδική στη συζήτησή μας- συγκίνηση του κ. Κατσούναρου, καθώς αφηγείται τα γεγονότα.

Ένα χρόνο μετά την Τουρκική Εισβολή, το 1975, ο Μάριος Κατσούναρος (δεύτερος, δεξιά επάνω, δίπλα στον αείμνηστο Καθηγητή Αναστασιάδη) διοργανώνει επίσκεψη στη μαρτυρική Κύπρο. Στην ανέκδοτη φωτογραφία με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, διακρίνονται μεταξύ άλλων οι αείμνηστοι Καθηγητές του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, Δημήτρης Μαρωνίτης, Δημήτρης Φατούρος και Ανδρέας Γρανίτσας.

 

«Επειδή τους ήταν αδύνατον να καταλάβουν την Αρχιεπισκοπή με ελαφρύ οπλισμό, καταφθάνουν σε λίγο και τα τανκς. Δύο από αυτά είχαν τοποθετηθεί ψηλά, στο τέρμα της οδού Κοραή -σήμερα εκεί είναι το Άγαλμα της Ελευθερίας- κι από εκεί χτυπούν την Αρχιεπισκοπή, καταστρέφοντας ένα μεγάλο μέρος της». Και συνεχίζει: «Έπεφταν διάφορα κομμάτια από τους τοίχους πάνω μας, ήταν σαν οβίδες. Αυτό κράτησε μέχρι το απόγευμα και εγκαταλείψαμε την Αρχιεπισκοπή, αφού μάθαμε πως ο Μακάριος είναι ζωντανός, αφού μέχρι τότε οι πληροφορίες που είχαμε έλεγαν πως είναι νεκρός. Έτσι μετέδιδε το ΡΙΚ που το είχαν καταλάβει οι πραξικοπηματίες. Φύγαμε με προοπτική να ανασυγκροτηθούμε στο βουνό και να αντισταθούμε. Αυτό βέβαια δεν έγινε. Τότε, επίσης απέναντι από την Αρχιεπισκοπή, έμενε η θεία μου που έλειπε στο εξωτερικό και το σπίτι της ήταν άδειο. Στο δικό μας δεν μπορούσα να πάω και κατάφερα να πάω εκεί. Βλέπω μέσα από τα κατεβασμένα στόρια τι γίνεται και το πλιάτσικο που ακολουθεί, η λεηλασία της Αρχιεπισκοπής. Όλη τη νύχτα φορτώνουν πολύτιμα αντικείμενα. Δεν μπορούσα να επικοινωνήσω με κανέναν και την άλλη μέρα που ηρέμησαν κάπως τα πράγματα, έφυγα και πήγα στους γονείς μου που ήταν στον Άγιο Δομέτιο. Και περάσαμε όλη την εβδομάδα εκεί…».

Η εισβολή των Τούρκων

Τα χειρότερα όμως είναι αυτά που έρχονται, αφού λίγα 24ωρα αργότερα ξεκινά η εισβολή των Τούρκων στο νησί, το Σάββατο 20 Ιουλίου με τον πρώτο «Αττίλα». Με γλαφυρότητα κι αγωνία ταυτόχρονα μας αφηγείται: «Αεροπλάνα βομβαρδίζουν την Λευκωσία, το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ, πέφτουν οι αλεξιπτωτιστές. Τα βλέπαμε από τον Άγιο Δομέτιο, κοντά στην “Πράσινη Γραμμή”. Θυμάμαι το ΡΙΚ -το ήλεγχε η Χούντα- να μεταδίδει στις 5 το πρωί πως σήμερα είναι του Προφήτου Ηλιού και καμιά κουβέντα για εισβολή… ενώ αυτή εξελισσόταν κανονικά. Στις 6:30 δίνεται η εντολή για επιστράτευση. Δεν ξέραμε πού να πάμε. Πήγα αρχικά στον αστυνομικό σταθμό της Πύλης Πάφου. Εκεί μας λένε να πάμε στο ΓΣΠ (Γυμναστικός Σύλλογος «Παγκύπρια»), το ποδοσφαιρικό γήπεδο της Λευκωσίας. Από εκεί μας στέλνουν στην Αθαλάσσα, όπου ήταν πολλά στρατόπεδα της Εθνικής Φρουράς. Και τότε μας στέλνουν στο Αεροδρόμιο…».

Επίσκεψη σε σκηνές προσφύγων μετά την εισβολή. Από δεξιά, δεύτερος, ο φοιτητής Ιατρικής τότε του ΑΠΘ, κ. Κατσούναρος. Από αριστερά, ο αείμνηστος Καθηγητής Ιατρικής Ανδρέας Γρανίτσας.

 

Η μάχη στο Αεροδρόμιο

Ένα από τα σημαντικότερα και τραγικότερα επεισόδια της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το ΄74 γράφτηκε στο Αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Λες κι ήταν χτες, ο Μάριος Κατσούναρος θυμάται: «Εγώ εντάσσομαι στο 374 Τάγμα Επιστρατεύσεως και μας στέλνουν εκείνο το αξέχαστο Σάββατο στο Αεροδρόμιο. Εκεί είχε και αντιαεροπορικά, μας έδωσαν τυφέκια Νο4 του B’ Παγκοσμίου Πολέμου(!). Το βράδυ ξεκίνησε η μάχη του αεροδρομίου, με τα γνωστά τραγικά γεγονότα της επομένης με την κατάρριψη του ελληνικού αεροπλάνου που είχε ξεκινήσει με τους αλεξιπτωτιστές από την Κρήτη. Δεν μας είχε ειδοποιήσει κανείς. Μας είχαν διατάξει “ρίχνετε σε οτιδήποτε έχει φως, οποιοδήποτε αεροπλάνο δοκιμάσει να προσγειωθεί στο αεροδρόμιο να καταρριφθεί”. Έτσι πέφτει το πρώτο αεροπλάνο, το NORATLAS, και σκοτώνονται 26 άτομα από τα δικά μας πυρά. Από φίλια πυρά… Το δεύτερο NORATLAS χτυπήθηκε, αλλά πρόλαβε να προσγειωθεί με δύο νεκρούς και αρκετούς τραυματίες. Δεν ξέραμε ότι είναι ελληνικά τα αεροπλάνα! Δεν ξέραμε ότι ερχόταν βοήθεια από την Ελλάδα. Καμία εντολή, καμία οδηγία δεν είχαμε».

Οι μάχες στο Αεροδρόμιο με τους Τούρκους κρατούν μέχρι τη Δευτέρα. Αυτοί τους χτυπούν κι οι Κύπριοι αμύνονται. «Το κρατήσαμε, δεν έπεσε το Αεροδρόμιο», μας θυμίζει. «Τη Δευτέρα κηρύχθηκε η εκεχειρία. Πέρασε στη δικαιοδοσία των Ηνωμένων Εθνών, αυτό το φάντασμα μέχρι σήμερα. Τότε μας διατάζουν να φύγουμε και ξαναπάμε στην Αθαλάσσα. Τις επόμενες μέρες πηγαινοερχόμαστε σπίτι – Αθαλάσσα και πάει λέγοντας μέχρι τις 8 Αυγούστου. Στη διάρκεια όμως της εκεχειρίας οι Τούρκοι διεύρυναν το προγεφύρωμα, την παρουσία τους στην περιοχή του Πεντεμιλιού. Είχαν καταλάβει κι άλλες μεγάλες κωμωπόλεις, μέχρι και την Κερύνεια…».

Ανέκδοτες φωτογραφίες από τη θητεία του Μάριου Κατσούναρου στην Εθνοφρουρά της Κύπρου. Στην πρώτη από τη θέση μάχης στο Αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Στη δεύτερη, κατά την εκπαίδευση με αντιαρματικό μπαζούκας και στην Τρίτη, στο φυλάκιο της πρώτης γραμμής.

 

Στο Τάγμα με τις μεγαλύτερες απώλειες

Τα σύννεφα πυκνώνουν και στις 8 Αυγούστου τοποθετούν τον κ. Κατσούναρο στο 361 Τάγμα Πεζικού. «Αυτή ήταν και η Μονάδα που δέχτηκε την πιο σκληρή επίθεση των Τούρκων με μεγάλες απώλειες στην α’ φάση της Εισβολής. Είχε έδρα στην περιοχή του Συγχαρί, χωριού που είναι βόρεια της Λευκωσίας, στους πρόποδες του Πενταδάκτυλου. Αυτό το Τάγμα στρατοπέδευε τότε και στην Κυθρέα, όπου μείναμε 12 του μήνα σκάβοντας γύρω γύρω χαρακώματα, κάτω από τις χαρουπιές…».

Ξεροκαταπίνει. Σήμερα 48 χρόνια μετά, όσο μας συνεχίζει την αφήγηση, οι ανάσες γίνονται συχνότερες. Η περιοδικότητα αλλάζει. Άλλωστε μπαίνουμε πλέον στην β’ φάση της εισβολής κι εκεί κρίθηκαν όλα…

«Την ώρα του σούρουπου στις 12 Αυγούστου μας έδωσαν διαταγή να πάμε να αντικαταστήσουμε ένα Τάγμα που ήταν δίπλα στην Κερύνεια, στην περιοχή του Παχύαμμου. Μεταφερθήκαμε εκεί, αλλά Τάγμα για να αντικαταστήσουμε δεν βρήκαμε… Είχε φύγει! Ούτε παράδοση, ούτε παραλαβή, τίποτα. Την επομένη, 13 του μήνα κυριαρχεί ησυχία. Προσπαθούμε να προσανατολιστούμε. Να δούμε πού είναι οι Τούρκοι. Διαπιστώσαμε πως αυτοί ήταν 50 μέτρα μπροστά μας…».

Τον ρωτήσαμε εάν φοβόντουσαν κι απαντά ξεροβήχοντας: «Ε, εντάξει, όσο να ‘ναι…». Κι εσείς, του λέμε «ήσασταν στο στρατόπεδο». Μας διακόπτει: «Δεν ήταν στρατόπεδο. Δεν ήταν τίποτα. Ήταν η γραμμή αντιπαράταξης. Εκείνη την ημέρα δεν υπήρξε καμία αψιμαχία…».

Μας χτυπούσαν από τη θάλασσα, τον αέρα και την ξηρά…

Και μπαίνουμε πια στη β΄ φάση της εισβολής. Θυμάται: «Στις 14 Αυγούστου, την επομένη δηλ., μετά και το ναυάγιο των συνομιλιών της Γενεύης, στις 5 παρά τέταρτο το πρωί, ξεκινά η πιο βίαιη επίθεση των Τούρκων. Τότε που έγινε και η πιο μεγάλη τους επέκταση. Διαπιστώσαμε πως μας χτυπούσαν από τη θάλασσα 6 τουρκικά πλοία. Ταυτόχρονα μας χτυπούσαν από την στεριά, μας χτυπούσαν κι από αέρος. Το Τάγμα είχε διαλυθεί πια. Είχαμε πολλά θύματα. Ήταν το Τάγμα που είχε τους περισσότερους νεκρούς, πάνω από 90…».

Χτυπάει το κινητό του στην κρίσιμη φάση της αφήγησης. Το κοιτά. Σαν να του μιλά, σαν να του λέει «είμαι 48 χρόνια πίσω τώρα»…

Στο Πενταδάχτυλο κι από κει με στόχο τη… βάρκα

«Εγώ κι άλλοι περίπου 85 γλιτώσαμε. Στις 11 το πρωί φτάνει μία διαταγή, απλώθηκε πάνω από τα χαρακώματα της πρώτης γραμμής ότι… υποχωρούμε. Και δεν ξέραμε γιατί υποχωρούμε. Οι γραμμές μας δεν είχαν σπάσει… Μάλιστα η διαταγή ήρθε με την επισήμανση πως το Τάγμα εγκαταλείφθηκε από τον Διοικητή. Έφυγε με το πολιτικό του αυτοκίνητο ο Αντισυνταγματάρχης με το που ξεκίνησε η β’ φάση της Εισβολής. Την εντολή την έδωσε το Χουντικό καθεστώς, το ΓΕΦ. Υποχωρούμε και ουσιαστικά άτακτα. Ξεκινήσαμε ομάδες – ομάδες για να φύγουμε. Μπουλούκια με τα όπλα για να γυρίσουμε στη Λευκωσία και δεν ξέραμε γιατί. Πολλοί από τις ομάδες αυτές πιάστηκαν αιχμάλωτοι… Ανεβαίνουμε στην κορυφή Πέντε Δάχτυλα του Πενταδαχτύλου, πάνω από την Κυθρέα. Διαπιστώσαμε τότε πως στον καινούργιο δρόμο της Αμμοχώστου τα τούρκικα τανκς φεύγανε το ένα μετά το άλλο… Καταλάβαμε ότι είχε σπάσει η γραμμή της Μιας Μηλιάς, η οποία ήταν έξω από τη Λευκωσία, κι επειδή υπήρχε κίνδυνος να εγκλωβιστούμε, έδωσαν τη διαταγή να υποχωρήσουμε. Είχαμε όμως εγκλωβιστεί. Δεν μπορούσαμε να περάσουμε με τα πόδια, εφόσον ο δρόμος ήταν γεμάτος Τούρκους. Στην ομάδα μας, εγώ κι άλλοι τέσσερις, συνομήλικοι και έφεδροι όλοι, επιστρατευμένοι, αποφασίζουμε να περπατήσουμε στη βόρεια πλευρά του Πενταδακτύλου με στόχο να πάμε στον Άγιο Αμβρόσιο, παραλιακό χωριό, να πάρουμε βάρκα από εκεί και να περάσουμε πάνω από το Ριζοκάρπασο, να κατέβουμε στην Αμμόχωστο κι από εκεί στις νότιες περιοχές τις ελεύθερες…».

«Περιμέναμε βοήθεια, αλλά…»

Τον ρωτάμε ποιος είχε αυτήν την ιδέα κι απαντά: «Νομίζω ήταν δική μου…». Κοντοστέκεται, παύση στο λόγο και ξαναπιάνει το νήμα: «Είχαμε ένα ραδιοφωνάκι μαζί μας. Ακούγαμε ειδήσεις κι από το ΡΙΚ. Σημειωτέον στο μεταξύ είχε αλλάξει το καθεστώς. Ο Σαμψών είχε φύγει κι ανέλαβε ο Γλαύκος Κληρίδης σαν Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ταυτόχρονα γίνεται κι η αλλαγή στην Ελλάδα. Είχε αναλάβει ο Καραμανλής. Τότε, στις 14 Αυγούστου, ακούσαμε στο ραδιοφωνάκι πως ο Καραμανλής απέσυρε την Ελλάδα από το ΝΑΤΟ και πανηγυρίζαμε. Λέγαμε θα έρθει βοήθεια από την Ελλάδα. Δυστυχώς, διαψευστήκαμε…».

Η οδύσσεια της άτακτης υποχώρησης, το ταξίδι που κάνει το μπουλούκι συνεχίζεται. «Ακούσαμε επίσης πως κατέλαβαν οι Τούρκοι και την Αμμόχωστο, σχεδόν την ίδια μέρα. Αμαχητί. Κατέλαβαν και το λιμάνι. Τότε λέμε είναι αδύνατον να υλοποιήσουμε το σχέδιό μας. Όλα αυτά από το ραδιοφωνάκι. Ταυτόχρονα ακούγαμε και τον τουρκοκυπριακό ραδιοσταθμό τον “Μπαϊράκ” στα ελληνικά με σωρεία σχολίων. Ανάμεσά τους και το σχόλιο που επαναλαμβανόταν συνέχεια ειρωνικά ήταν: «Το δικό μας, μάνα, ήρθεν. Το δικό σας, μάνα, πού είναι;».

Όταν… άνοιξε η δίοδος στα Κατεχόμενα ο Μάριος Κατσούναρος επισκέφτηκε το 2004 το χωριό του πατέρα του. Εκεί, στο νεκροταφείο, βρήκε κατεστραμμένους τους τάφους των παππούδων του.

 

Χαμένοι βρέθηκαν στον… Άγιο Σωζόμενο

Αλλάζουν όμως τα σχέδια. Έπρεπε να βρουν τρόπο να περάσουν μέσα από τις γραμμές των Τούρκων. «Ανεβαίνουμε πάλι στην κορυφή του Πενταδαχτύλου και περνάμε τα διάφορα χωριά και φθάνουμε στον Άγιο Αμβρόσιο -είχαν εγκαταλειφθεί στο μεταξύ. Από εκεί, από την κορυφή, περιπλανιόμασταν για 2 με 3 μέρες στον Πενταδάχτυλο, ψάχνοντας να βρούμε σημείο για να μπορέσουμε να φύγουμε από τις γραμμές των Τούρκων. Την Τρίτη ημέρα, το βράδυ περάσαμε, μέσα από τις γραμμές και νομίζαμε πως φτάσαμε στις ελεύθερες περιοχές κι οδεύσαμε προς τη Λευκωσία, Χάσαμε τον προσανατολισμό μας. Φτάσαμε στο χωριό Άγιος Σωζόμενος. Είδαμε τανκς από μακριά. Νομίζαμε πως είναι ελληνικά τανκς της ΕΛΔΥΚ κι όταν πλησιάσαμε, διαπιστώσαμε ότι μιλούσαν τούρκικα. Έτσι καταλάβαμε πως είχαν επεκταθεί. Πήραν και τον παλιό δρόμο. Έτσι, στραφήκαμε στα θερισμένα χωράφια και κρυφτήκαμε κάτω από τις μπάλες άχυρου που υπήρχαν. Περιμέναμε να νυχτώσει. Στη συνέχεια, φτάσαμε στο Δάλι μέσα στη νύχτα κι εκεί μάθαμε ότι τα απομεινάρια του Τάγματός μας είχαν στρατοπεδεύσει στην Χοιροκοιτία και πήγαμε εκεί. Σε αυτό το μέρος μείναμε μέχρι τις 15 Σεπτεμβρίου, οπότε και απολυθήκαμε…».

Το ραδιοφωνάκι κι ο Ερυθρός Σταυρός

Μέχρι να απολυθείτε, είχατε επαφή με τους δικούς σας, τον ρωτήσαμε. «Στο μεσοδιάστημα, άκουσα από το ραδιοφωνάκι ότι με έψαχνε ο Ερυθρός Σταυρός. Τηλέφωνα δεν υπήρχαν. Κάποιος από το στρατόπεδο έφευγε για την Λευκωσία, και του έδωσα τα στοιχεία μας, για να βρει τους δικούς μου. Έτσι έμαθαν ότι είμαι καλά, ότι ζω…».

Σήμερα, πέντε δεκαετίες μετά κι αφηγούμενος στη Voria.gr, για πρώτη φορά, δημόσια την ιστορία του, κάνοντας «ταμείο» μονολογεί και λέει: «Μάλλον σωθήκαμε από τύχη…».

• Ο Μάριος Κατσούναρος, μόλις απολύθηκε από τον στρατό, επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, τον Σεπτέμβριο του 1974. Σπούδασε στην Ιατρική. Μερικά χρόνια αργότερα παντρεύτηκε τη φιλόλογο Αγγελική Παρασίδου, με την οποία απέκτησαν δύο αγόρια, 39 και 37 ετών αντίστοιχα.


** Η εφημερία στο «Παπανικολάου» και το καρπούζι…

Στα 1998 -1999, σε μια από τις εφημερίες του γιατρού Κατσούναρου στο νοσοκομείο «Παπανικολάου» συνέβη το επίσης -απίστευτο- γεγονός. Στα επείγοντα ένας κύριος φέρνει σε καροτσάκι τον ανήμπορο γέρο πατέρα του για εξέταση και νοσηλεία. Τον εξετάζει ο γιατρός και τότε ο παππούς λέει το εξής: «Σε θυμάμαι γιατρέ. Εσύ ήσουν το ‘ 74 που πέρασες από το χωριό μου, κοντά στο Δάλι. Διψασμένος ήσουν. Κι οι συντρόφοί σου. Και σας έδωσα καρπούζι να ξεδιψάσετε. Σε θυμάμαι ακόμη…».

*** Στα μέρη εκείνα ξαναπήγε 6-7 φορές, νιώθοντας απύθμενη συγκίνηση. Έτσι κι αλλιώς το χωριό του πατέρα του βρίσκεται ακόμη υπό κατοχή…