Skip to main content

Αποτρέπεται η φοροδιαφυγή; Πώς θα ενισχύσουμε τη φορολογική συμμόρφωση

Άρθρο του Γιάννη Μάρκοβιτς στη Voria.gr για τον ρόλο της αποτροπής στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και την ενίσχυση της φορολογικής συμμόρφωσης.

του Γιάννη Μάρκοβιτς*

Σε προηγούμενο άρθρο ασχοληθήκαμε με τον ρόλο της αποτροπής, καθώς και της διαδικαστικής δικαιοσύνης στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής (δείτε εδώ), με επικέντρωση στη δεύτερη, επισημαίνοντας παράλληλα ότι η νομιμότητα των ενεργειών της φορολογικής αρχής (όπως γίνεται αυτή αντιληπτή από τους φορολογούμενους), όπως και το αίσθημα κοινωνικής ταύτισης των πολιτών, μπορούν να προβλέψουν, με καλύτερα αποτελέσματα, τη συμπεριφορά φορολογικής συμμόρφωσης που εμφανίζεται.

Στην παρούσα παρέμβαση, εστιάζουμε στον ρόλο της αποτροπής στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και στην ενίσχυση της φορολογικής συμμόρφωσης. Η παραδοσιακή άποψη για την φορολογική συμμόρφωση υποθέτει ότι αν δεν υποχρεώνονται οι πολίτες να δηλώνουν και να πληρώνουν τους φόρους, δεν το θα κάνουν αυτό οικιοθελώς. Η φορολογική αρχή πρέπει να είναι προσανατολισμένη στους ελέγχους και στην επιβολή προστίμων, ώστε να διασφαλίζεται η συμμόρφωση. Αυτή είναι η λεγόμενη καταναγκαστική ή εκβιαστική συμμόρφωση, η οποία δεν επηρεάζει τη σχέση της συμπεριφοράς φορολογικής συμμόρφωσης με την απειλή τιμωρίας. Οι σχετικές έρευνες, έδειξαν ότι μόνο βραχυχρόνια και μη σημαντικά αποτελέσματα υπάρχουν στη σχέση τιμωρίας-συμμόρφωσης.

Για να υπάρχει αποτέλεσμα από την αποτροπή ως μέσον καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και ενίσχυσης της φορολογικής συμμόρφωσης, πρέπει η εμπιστοσύνη των πολιτών προς την φορολογική αρχή να είναι πρόδηλη και η αρχή, να έχει δυνατότητα επιβολής και είσπραξης των προστίμων για εκείνους που υποπίπτουν στο αδίκημα της φοροδιαφυγής. Η εμπιστοσύνη των πολιτών προς τη φορολογική αρχή είναι συνάρτηση διαφόρων παραγόντων, που ο καθένας τους προσλαμβάνεται με διαφορετικό τρόπο από τον πολίτη. Για παράδειγμα, η εμπιστοσύνη κατακτιέται μέσα από ενεργητικές πολιτικές αναδιανομής του εισοδήματος και δίκαιης μοιρασιάς των φορολογικών βαρών. Το αποτέλεσμά της δεν έχει την ίδια αποδοχή από τις κοινωνικές και οικονομικές ομάδες (κάποια βλέπει τον εαυτό της ωφελημένο από την εφαρμοζόμενη πολιτική, ενώ κάποια άλλη αδικημένο). Η εμπιστοσύνη κατακτιέται από το αίσθημα ότι οι φορολογικοί έλεγχοι είναι δίκαιοι, ισομερώς καταμερισμένοι και σωστά εστιασμένοι (το αίσθημα αυτό είναι υποκειμενικό και επηρεάζεται από τη δημοσιότητα, την φήμη, τα ποσοτικά στοιχεία των αποτελεσμάτων, κ.λπ.). Επίσης, η εμπιστοσύνη κατακτιέται από το επίπεδο – έκταση και βάθος – της διαφθοράς που υπάρχει στην φορολογική αρχή (το επίπεδο της διαφθοράς είναι, ως επί το πλείστον, η αντίληψη που έχουμε για το παραβατικό φαινόμενο, η οποία κατά βάσει είναι υποκειμενικά προσδιοριζόμενη). Τέλος, ενδεικτικά για τους παράγοντες που επηρεάζουν την εμπιστοσύνη των πολιτών, πρέπει να καταγραφεί το αποτέλεσμα από την είσπραξη των δημοσίων εσόδων. Δηλαδή, εάν τα δημόσια έσοδα «πηγαίνουν» για την κάλυψη δημοσίων αναγκών και αναβάθμισης δημοσίων υπηρεσιών ή «συνεισφέρουν» στη μείωση του δημόσιου χρέους και των κρατικών οφειλών (οι πολίτες δεν αποτιμούν με τον ίδιο τρόπο τη χρησιμότητα των δημοσιονομικών πολιτικών και την ιεράρχηση που θέτουν γι' αυτούς οι κυβερνητικοί φορείς).

Η κλασική θέση για την αποτροπή ως μέσο συμμόρφωσης, θεωρεί τον φορολογικό έλεγχο ως τον ενδεδειγμένο τρόπο επίτευξης του παραπάνω σκοπού (δηλαδή, της συμμόρφωσης), χωρίς να δίνει «χώρο» στη λήψη και διαχείριση των πληροφοριών. Οι πληροφορίες και η διαχείρισή τους από την φορολογική αρχή, έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν τα απαραίτητα «σήματα» που βοηθούν στην πρόβλεψη – με αρκετή ακρίβεια – της κατανομής του εισοδήματος. Καθώς οι πληροφορίες έχουν κόστος, τόσο στη λήψη όσο και στη διαχείρισή τους, μια βέλτιστη επιλογή είναι να επικεντρώνεται ο φορολογικός έλεγχος στους φορολογούμενους που υπάρχουν λιγότερο ακριβή «σήματα», έτσι ώστε το οριακό φορολογικό έσοδο να είναι το ίδιο για όλους τους φορολογούμενους. Για παράδειγμα, όταν δύο ομάδες φορολογουμένων διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το εύρος και περιεχόμενο των καταγεγραμμένων πληροφοριών, όπως είναι οι μισθωτοί και οι ελεύθεροι επαγγελματίες, η βέλτιστη επιλογή θεωρεί ότι η φορολογική αρχή πρέπει να επικεντρώνει τον έλεγχό της στην ομάδα με το χαμηλότερο εύρος διαθέσιμων πληροφοριών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η ομάδα των ελευθέρων επαγγελματιών. Επίσης, η καλύτερη κατανομή των οικονομικών πόρων μεταξύ πληροφοριών και ελέγχων, επηρεάζεται από το κόστος (για να αυξηθεί η ακρίβεια των «σημάτων», η φορολογική αρχή πρέπει να χρησιμοποιεί οικονομικές πηγές που, ούτως ή άλλως, προορίζονται για φορολογικούς ελέγχους) και από το όφελος (η ακρίβεια των «σημάτων» αυξάνεται, όσο οι φορολογούμενοι χωρίζονται σε διακριτές ελεγκτικές κατηγορίες, τέτοιες που να επιτρέπουν την φορολογική αρχή να στοχεύει τους ελέγχους με καλύτερα αποτελέσματα, που θα οδηγούν σε αύξηση των δημοσίων εσόδων). Όσο το εύρος ελέγχων αυξάνεται, τόσο η αξία της ελεγκτικής στόχευσης μειώνεται.

Συμπερασματικά, η αποτροπή ως μέσον καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και ενίσχυσης της φορολογικής συμμόρφωσης έχει τη δυνατότητα να παρέχει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα με την προϋπόθεση ότι: (α) στοχεύει στην επίτευξη της εθελοντικής συμμόρφωσης, (β) αναπτύσσει και διασφαλίζει αίσθημα εμπιστοσύνης του πολίτη προς την φορολογική αρχή, (γ) ενθαρρύνει τη διαφάνεια και στη συμμετοχή και (δ) επιτυγχάνει μία βέλτιστη ισορροπία μεταξύ των πληροφοριών που έχει στα χέρια της και διαχειρίζεται η φορολογική αρχή και της απόφασής της για την έκταση και το εύρος των φορολογικών ελέγχων.

*Ο Γιάννης Μάρκοβιτς είναι οικονομικός επιθερωρητής