Skip to main content

ΑΠΘ: Με μεγάλη προσοχή η αναδάσωση – Να μην επαναλάβουμε το λάθος του Σέιχ Σου

Με προσεκτικά βήματα και υπό την επίβλεψη των δασικών υπηρεσιών πρέπει να γίνουν οι αναδασώσεις στις καμένες εκτάσεις, ώστε να είναι αποτελεσματικές

Παρότι οι καταστροφικές πυρκαγιές μαίνονται ακόμα, ήδη έχει ανοίξει η συζήτηση για την αναγέννηση των δασών που έχουν καταστραφεί από την πύρινη λαίλαπα στην Εύβοια, την Αττική και σε άλλες περιοχές της χώρας.

Ωστόσο, η κυβερνητικές εξαγγελίες για εκτεταμένες αναδασώσεις στις καμένες εκτάσεις έχουν προκαλέσει προβληματισμό στην επιστημονική κοινότητα, με τους δασολόγους να τονίζουν ότι οι όποιες παρεμβάσεις θα πρέπει να γίνουν με μεγάλη προσοχή, ώστε να έχουν και το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Όπως εξήγησε στη Voria.gr η καθηγήτρια του τμήματος Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του ΑΠΘ, Θέκλα Τσιτσώνη, η αναγέννηση του οικοσυστήματος είναι ένα ζήτημα πολύπλοκο με πολλές παραμέτρους που θα πρέπει να εξεταστούν, ώστε να καταρτιστεί σωστό σχέδιο αναδάσωσης με τα κατάλληλα είδη στα κατάλληλα σημεία.

«Μετά τις πυρκαγιές μας προβληματίζουν αφενός οι πλημμύρες, αφετέρου η διατάραξη της βιοποικιλότητας, κάτι δεν το συζητάμε ιδιαίτερα. Ευτυχώς δεν είχαμε απώλειες ανθρώπινων ζωών, όμως είχαμε απώλειες ζώων που ζουν μέσα στο δάσος και επίσης φυτών, μερικά από τα οποία είναι σπάνια. Πρέπει να επιληφθούμε και αυτού του θέματος μέσα σε όλα τα άλλα. Προέχουν οι ανθρώπινες ζωές, όμως και το περιβάλλον πρέπει να επανέλθει στην προηγούμενη κατάσταση για να είναι ένα υγιές περιβάλλον. Όλα τα οικοσυστήματα έχουν μηχανισμούς ανάδρασης. Εάν η καταστροφή φτάνει μέχρι ενός σημείου, μπορούν να επανέλθουν μόνα τους.

Είναι γνωστό ότι το πεύκο που θεωρούνται πιο επικίνδυνα λόγω της ρητίνης, έχει μηχανισμούς επιβίωσης. Είναι το δέντρο αυτής της ζώνης, το οποίο επανέρχεται με φυσική αναγέννηση. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να περιμένουμε να δούμε τη φυσική αναγέννηση, κάτι που θα αρχίσει να διαφαίνεται από τον Σεπτέμβριο. Αυτό, όμως, δεν ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις. Όταν έχουμε μεγάλες κλίσεις, πάνω από 50%, δεν μπορούμε να έχουμε φυσική αναγέννηση, γιατί με το νερό της βροχής κυλούν και οι σπόροι. Επίσης, αν έχουν καεί νεαρές συστάδες, δηλαδή κάτω των 20 χρόνων, δεν θα έχουν ώριμους σπόρους. Εκεί πρέπει να επέμβουμε με αναδασώσεις, με ένα σχέδιο από τη δασική υπηρεσία. Αυτό είναι το πιο βασικό. Ακούμε για αναδασώσεις από σχολεία κλπ. Όμως δεν πρέπει να γίνει με προχειρότητα και σε κάθε περίπτωση πρέπει να είναι κάτω από την επιτήρηση της δασικής υπηρεσίας», τόνισε η κ. Τσιτσώνη, σημειώνοντας ότι το δάσος θα χρειαστεί 25 με 30 χρόνια για να φτάσει στη μορφή που ήταν, διάστημα που όμως θεωρείται μικρό σε σχέση με άλλα είδη, όπως οι δρύες και τα σφενδάμια, που χρειάζονται πάνω από 100 χρόνια να δημιουργήσουν το οικοσύστημα.

Το αντιπαράδειγμα του Σέιχ Σου

Σύμφωνα με την καθηγήτρια το πρώτο μέλημα είναι να γίνουν έργα για την προστασία των καμένων εκτάσεων από διαβρωτικά και πλημμυρικά φαινόμενα, με κλαδοπλέγματα και ξύλινα φράγματα. Στη συνέχεια θα πρέπει να προχωρήσουν οι παρεμβάσεις για την αναγέννηση του οικοσυστήματος, εφόσον κρίνεται αναγκαίο και με προσεκτική επιλογή, ώστε να μην επαναληφθεί η αποτυχία της αναδάσωσης του Σέιχ Σου μετά την καταστροφική πυρκαγιά του 1997. «Για το ζήτημα αυτό αναπτύχθηκε μία επιστήμη ολόκληρη. Στις αναδασώσεις που θα γίνουν στις θέσεις που δεν θα αναγεννηθούν τα μεσογειακά πεύκα πρέπει να εξετάσουμε τι φυτάρια θα πάρουμε, πώς θα είναι καλλιεργημένα, αν θα είναι υγιή και αν θα έχουν τις ειδικές διαστάσεις. Δεν παίρνω ένα φυτάριο και το φυτεύουν τα παιδιά του σχολείου. Στο Σέιχ Σου γιατί δεν είχαμε επιτυχία με τις αναδασώσεις; Θέλαμε μετά την πυρκαγιά να το μετατρέψουμε σε μικτό δάσος με πλατύφυλλα, δρύες κλπ. Δεν πέτυχαν όμως όλα αυτά και ήρθε η αναγέννηση μόνο της πεύκης. Γιατί δεν περιμέναμε να δούμε πού θα πάει η πεύκη από την αρχή και μετά να βρούμε τις σωστές θέσεις για τις φυτεύσεις. Έγιναν όλα πολύ γρήγορα για να φανεί ότι γίνεται κάποιο έργο και το αποτέλεσμα ήταν το δάσος να ξαναγίνει με τραχεία πεύκη και ελάχιστα πλατύφυλλα να επιβιώσουν. Ενώ ήταν μία ευκαιρία, αφού υποστήκαμε αυτήν την καταστροφή, να το μετατατρέψουμε σε ένα μικτό δάσος κωνοφόρων και πλατύφυλλων», είπε χαρακτηριστικά.

Η κ. Τσιτσώνη σημείωσε πως ακόμα μεγαλύτερες δυσκολίες ανάκαμψης παρουσιάζουν οικοσυστήματα σε προστατευόμενες περιοχές, τα οποία έχουν σπάνια χλωρίδα. «Η Πάρνηθα, για παράδειγμα, που είναι εθνικός δρυμός, κάηκε σε μεγάλο βαθμό το 2007. Η ελάτη όμως δεν μπορεί να αναγεννηθεί, γιατί δεν βρίσκεται σε ζώνη ώστε να έχει αναπτύξει μηχανισμούς επιβίωσης από πυρκαγιά, ενώ είχαμε πολύ λίγα φυτώρια ή βοτανικούς κήπους για να μας δώσουν το υλικό που υπήρχε στον δρυμό. Γιατί μπορεί να λέμε ότι όλα είναι έλατα, αλλά τα έλατα αυτά εμφανίζουν διάφορο υβριδισμό. Και χρειάζονται τα ίδια υβρίδια για να μην αλλάξουμε τη βιοποικιλότητα. Δεν είναι απλά τα πράγματα. Και όσο ανεβαίνουν υψομετρικά οι ζώνες εξάπλωσης θα αντιμετωπίσουμε εντονότερα προβλήματα», ανέφερε.

Σε κάθε περίπτωση, όπως τόνισε η κ. Τσιτσώνη, μεγάλη βαρύτητα πρέπει να δοθεί στην πρόληψη, ώστε οι δασικές πυρκαγιές που δεν μπορούν να εξαλειφθούν, τουλάχιστον να μην λαμβάνουν τόσο μεγάλη έκταση. «Δεδομένου ότι τα πρώτα πέντε με δέκα λεπτά είναι κρίσιμα για την εξάπλωση της φωτιάς, πρέπει να υπάρχει συντηρημένο και καλό δασικό δίκτυο, ώστε να φτάσουν έγκαιρα τα οχήματα, να υπάρχουν πολλά οχήματα και πολλές υδατοδεξαμενές κοντά σε κάθε σημείο. Επίσης, πρέπει να υπάρχουν αντιπυρικές ζώνες, που πλέον μπορούν να τις κάνουν σκεπασμένες, για να μην είναι άσχημη η εικόνα τους. Επιπλέον, η δασοπυρόσβεση πρέπει να γίνεται σε συνεργασία. Ούτε μόνο από την πυροσβεστική, ούτε μόνο από τη δασική υπηρεσία, η οποία γνωρίζει κάθε σπιθαμή του δάσους. Επίσης πολύ μεγάλης σημασίας να στελεχωθούν οι δασικές υπηρεσίες σε όλα τα επίπεδα, με δασολόγους, δασοπόνους, με δασοφύλακες, δασοπυροσβέστες. Όλοι στη βαθμίδα διοίκησης είναι σημαντικοί. Οι πυρκαγιές είναι απόρροια της καλλιέργειας των δασών. Αν αυτά τα δάση είχαν καλλιεργηθεί, είχε φύγει από μέσα η βιομάζα και τα ξερά χόρτα, είχαν γίνει οι αραιώσεις σε κάθε στάδιο εξέλιξης, δεν θα είχαν γίνει όλα αυτά», υπογράμμισε.