Skip to main content

ΑΠΘ: Πιθανή ευθύνη των ΕΛΠΕ για τη δυσοσμία - Τι λένε τα ΕΛΠΕ

«Δεν προκύπτει κανένας λόγος ανησυχίας για τη δημόσια υγεία» υπογραμμίζουν με ανακοίνωσή τους τα «Ελληνικά Πετρέλαια ΑΕ».

Τα αποτελέσματα της ενδιάμεσης έκθεσης που είχαν παρουσιαστεί τον περασμένο Φεβρουάριο επιβεβαιώνει η τελική έκθεση αποτελεσμάτων του ερευνητικού προγράμματος που εκπονήθηκε από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), στο πλαίσιο της προγραμματικής σύμβασης που έχει με την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, για τον προσδιορισμό των αιτίων της δυσοσμίας στη Δυτική Θεσσαλονίκη.

Όπως αναφέρει η τελική έκθεση, γράφει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, «από τις βιομηχανικές δραστηριότητες που βρίσκονται δυτικά - βορειοδυτικά του Κορδελιού και το αντικείμενό τους σχετίζεται με πιθανή εκπομπή θειούχων πτητικών οργανικών ενώσεων, οι υψηλότερες συγκεντρώσεις μερκαπτανών [σ.σ. που έχουν την πιο έντονη οσμή και γίνονται πιο άμεσα αντιληπτές στην όσφρηση] (μέχρι και εικοσαπλάσιες της διάμεσης συγκέντρωσης που μετρήθηκε μέσα στο Κορδελιό) παρατηρήθηκαν σε ορισμένες μονάδες των ΕΛ.ΠΕ».

Σύμφωνα με τα τελικά αποτελέσματα του ερευνητικού προγράμματος, οι συγκεντρώσεις αυτές παρατηρήθηκαν συγκεκριμένα «στη μονάδα αφυδάτωσης της λάσπης και στη μονάδα επεξεργασίας των υγρών αποβλήτων» των ΕΛΠΕ. Οι παραπάνω μονάδες, όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά «φαίνεται να αποτελούν εν δυνάμει πηγές δυσοσμίας για την αστική περιοχή του Κορδελιού όταν επικρατούν ευνοϊκές για τη μεταφορά της μετεωρολογικές συνθήκες». Υπογραμμίζεται, τέλος, ότι στις υπόλοιπες βιομηχανικές δραστηριότητες, οι συγκεντρώσεις μερκαπτανών ήταν χαμηλότερες ή το πολύ στα ίδια επίπεδα με τις αντίστοιχες τιμές μέσα στο Κορδελιό».

Τι αναφέρει στο ΑΠΕ - ΜΠΕ η επιστημονικά υπεύθυνη του ερευνητικού προγράμματος

Η επιστημονικά υπεύθυνη του ερευνητικού προγράμματος, καθηγήτρια Χημείας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Κωνσταντίνη Σαμαρά, μιλώντας στο ΑΠΕ - ΜΠΕ, επισήμανε ότι τα «τελικά αποτελέσματα είναι περίπου τα ίδια με εκείνα της ενδιάμεσης έκθεσης, με τη διαφορά ότι εξετάστηκαν και άλλες βιομηχανικές δραστηριότητες στις οποίες δεν βρέθηκαν υψηλές συγκεντρώσεις μερκαπτανών, συλλέχθηκαν περισσότερα δείγματα (344 έναντι 171 τον Φεβρουάριο) και έγινε η πλήρης στατιστική επεξεργασία των αποτελεσμάτων, που δείχνουν με σαφήνεια ότι οι πηγές προσέλευσης των μερκαπτανών είναι τα δυτικά-βορειοδυτικά του Κορδελιού».

«Και με επιπλέον μετρήσεις μέσα στα ΕΛΠΕ, εκεί βρέθηκαν υψηλότερες συγκεντρώσεις μερκαπτανών ενώ σε άλλες βιομηχανικές δραστηριότητες δεν βρέθηκαν υψηλότερες συγκεντρώσεις» είπε. Παράλληλα διευκρίνισε ότι «οι μερκαπτάνες δεν είναι ενώσεις χαρακτηρισμένες ως καρκινογόνες και η συγκέντρωση στην οποία ανιχνεύονται μέσω της όσφρησης είναι πολύ χαμηλότερες από ό,τι οι συγκεντρώσεις που θα μπορούσαν να προκαλέσουν κάποια σοβαρή βλάβη στην υγεία». «Παρόλα αυτά η έκθεση σε τέτοιες ενώσεις μπορεί να προκαλέσει ερεθισμό του αναπνευστικού συστήματος και κάποιες δευτερογενείς αντιδράσεις όπως ίλιγγο, ναυτία, αϋπνία και δακρύρροια» πρόσθεσε.  

Η τελική έκθεση εστάλη στους αρμόδιους φορείς

Σύμφωνα, άλλωστε, με όσα ανέφερε στο ΑΠΕ - ΜΠΕ ο αντιπεριφερειάρχης Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος Κώστας Γιουτίκας, η τελική έκθεση του ερευνητικού προγράμματος και τα συμπεράσματα που προέκυψαν από την επεξεργασία των δεδομένων εστάλησαν στο υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, τον Εθνικό Οργανισμό Δημόσιας Υγείας, την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας και τα Ελληνικά Πετρέλαια Α.Ε., με κοινοποίηση στον Συνήγορο του Πολίτη, την Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, τον Δήμο Κορδελιού Ευόσμου, την ΠΕΔ-ΚΜ και το ΑΠΘ.

Στις προτάσεις, άλλωστε, της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας για την αντιμετώπιση του προβλήματος της δυσοσμίας στον Εύοσμο περιλαμβάνονται η «τοποθέτηση κλειστών συστημάτων και η αξιοποίηση της κατάλληλης αντιρρυπαντικής τεχνολογίας για την πλήρη δέσμευση, απαγωγή και καταστροφή των αερίων εκπομπών από τη μονάδα αφυδάτωσης της ελαιώδους λάσπης από τον καθαρισμό των δεξαμενών αποθήκευσης πετρελαιοειδών, τον ελαιοδιαχωριστή και τον βιολογικό καθαρισμάτων των ΕΛΠΕ». Προτείνεται, επίσης η απομάκρυνση της μονάδας αφυδάτωσης της λάσπης από το συγκεκριμένο σημείο, που βρίσκεται πολύ κοντά στην κατοικημένη περιοχή, και ζητείται από το υπουργείο Περιβάλλοντος να λάβει υπόψη τα σχετικά στοιχεία.

«Δεν προκύπτει κανένας λόγος ανησυχίας για τη δημόσια υγεία» υπογραμμίζουν τα ΕΛΠΕ

«Οι Βιομηχανικές Εγκαταστάσεις Θεσσαλονίκης των ΕΛΠΕ λειτουργούν σύμφωνα με τους εγκεκριμένους περιβαλλοντικούς όρους. Από τα ευρήματα των μετρήσεων δεν προκύπτει κανένας λόγος ανησυχίας για τη δημόσια υγεία. Η συνεχής βελτίωση της περιβαλλοντικής επίδοσης των εγκαταστάσεων μας είναι δέσμευση και γίνεται πράξη με την υλοποίηση των περιβαλλοντικών έργων εντός του χρονοδιαγράμματος τους» αναφέρει, άλλωστε, ο Όμιλος ΕΛΠΕ, σε δήλωσή του προς το ΑΠΕ - ΜΠΕ.

Σύμφωνα με τα Ελληνικά Πετρέλαια, η τελική έκθεση της μελέτης για τη δυσοσμία στο Κορδελιό και τον Εύοσμο κοινοποιήθηκε στα ΕΛΠΕ σήμερα, ενώ «τα συμπεράσματα της έκθεσης θα μελετηθούν με τη δέουσα προσοχή από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες της εταιρίας και, εφόσον προκύψουν ανάγκες για βελτιωτικές παρεμβάσεις, αυτές θα υλοποιηθούν άμεσα».

Σε κάθε περίπτωση, υπογραμμίζεται ότι «ο Όμιλος ΕΛΠΕ, στην υλοποίηση της στρατηγικής του για βιώσιμη ανάπτυξη, στοχεύει με το επενδυτικό του πρόγραμμα στην συνεχή μείωση των αέριων εκπομπών του και την χρήση των καλύτερων διαθέσιμων τεχνολογιών για τη βελτίωση του περιβαλλοντικού του αποτυπώματος σε όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων του».

Σημειώνεται ότι ο Όμιλος ΕΛΠΕ χρηματοδότησε τον εξοπλισμό με τον οποίο πραγματοποιήθηκε η έρευνα, ενώ σε συνάντηση που είχε τον περασμένο Μάρτιο ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας Ευστάθιος Τσοτσορός με τον τότε αναπληρωτή υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Σωκράτη Φάμελλο, είχε γίνει γνωστό ότι ήδη είναι σε εξέλιξη από το 2016 σειρά μελετών, έργων και παρεμβάσεων για τη βελτίωση της περιβαλλοντικής απόδοσης στο Διυλιστήριο Θεσσαλονίκης. Στα παραπάνω περιλαμβάνονται το έργο ανάκτησης απαερίων πυρσού, τα έργα αναβάθμισης της κατεργασίας υγρών αποβλήτων, η ανέγερση νέας κλειστής δεξαμενής εξισορρόπησης, η περαιτέρω βελτίωση των υφισταμένων συστημάτων απόσμισης και η επεξεργασία των παλιών σκαμμάτων ελαιωδών.