Skip to main content

ΑΠΘ: Στο φως στοιχεία για την πρώτη μετά το 1821 ελληνική χαρτογράφηση

Τα νέα στοιχεία που αποκαλύπτονται από τα αποτελέσματα έρευνας του ΑΠΘ θα παρουσιαστούν σε έκθεση στο πλαίσιο της συμπλήρωσης των 130 χρόνων της ΓΥΣ.

Άγνωστες πτυχές των συνθηκών και των προσωπικοτήτων πίσω από την πρώτη αμιγώς ελληνική χαρτογράφηση στη χώρα φωτίζουν τα αποτελέσματα έρευνας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, που θα παρουσιαστούν για πρώτη φορά δημοσίως, ως ένθετο τμήμα, στο πλαίσιο της Επετειακής Έκθεσης Χαρτών για τη συμπλήρωση των 130 χρόνων της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού (ΓΥΣ).

Η έκθεση «1889-2019: Αποτυπώσαμε το παρελθόν, χαράσσουμε το μέλλον» θα εγκαινιαστεί από τον Πρύτανη του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Καθηγητή Νικόλαο Γ. Παπαϊωάννου, την Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2019, στις 10:00, στον εκθεσιακό χώρο που βρίσκεται στην είσοδο της Κεντρικής Βιβλιοθήκης του ΑΠΘ.

Χαιρετισμό στα εγκαίνια θα απευθύνουν ο Πρύτανης του ΑΠΘ, Καθηγητής Νικόλαος Γ. Παπαϊωάννου, ο Διευθυντής Γεωγραφικού του ΓΕΣ, Ταξίαρχος Χρήστος Νινιός και ο Διοικητής της ΓΥΣ, Συνταγματάρχης Βαρδής Καγιαδάκης, οι οποίοι συνέβαλαν στην ολοκλήρωση και επιτυχία της κυρίως έκθεσης στο Πολεμικό Μουσείο Αθηνών. Ο Πρόεδρος της Βιβλιοθήκης και Κέντρου Πληροφόρησης του ΑΠΘ, Καθηγητής Ιωάννης Ζ. Τζιφόπουλος, θα παρουσιάσει άγνωστα περιστατικά από την ελληνική αρχαιότητα, σχετικά και αντίστοιχα με τον στρατιωτικό ρόλο μιας σύγχρονης γεωγραφικής υπηρεσίας.

Για τα νέα στοιχεία που ανέδειξε η έρευνα, αλλά και τους αφανείς ήρωες της χαρτογράφησης της χώρας, από την ίδρυση της ΓΥΣ μέχρι σήμερα, θα μιλήσει ο επιμελητής της έκθεσης, Ομότιμος Καθηγητής Ανωτέρας Γεωδαισίας και Χαρτογραφίας του ΑΠΘ, Ευάγγελος Λιβιεράτος.

Η έκθεση αποτελεί μία σύμπραξη της Βιβλιοθήκης και Κέντρου Πληροφόρησης του ΑΠΘ  με το Εργαστήριο Χαρτογραφίας και Γεωγραφικής Ανάλυσης του ΑΠΘ, στο πλαίσιο του συμφώνου συνεργασίας που έχουν συνάψει το μεγαλύτερο Πανεπιστήμιο της χώρας, το Αριστοτέλειο, και ο αρχαιότερος χαρτογραφικός οργανισμός της, η Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού. Πολύτιμο αρχειακό υλικό στην έρευνα και την έκθεση συνεισέφερε η ΓΥΣ και το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ) του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ).

«Το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης συμμερίζεται τη χαρά της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού για την ιστορική της επέτειο και συμμετέχει ενεργά στον εορτασμό της. Πρόκειται για μια ιστορική υπηρεσία του ελληνικού κράτους, από τις μακροβιότερες, η οποία χαρτογράφησε τη χώρα και χαράσσει λαμπρή πορεία προς το μέλλον, με την πείρα, τη γνώση, την οργάνωση και την έμπρακτη διάθεση συνεργασιών της. Στο Αριστοτέλειο εργαζόμαστε για την προβολή της χαρτογραφικής μας κληρονομιάς, προχωρώντας σε συνέργειες και υπηρετώντας πάντα τον στόχο της διάχυσης των αποτελεσμάτων του ερευνητικού και εκπαιδευτικού έργου στην κοινωνία, το άνοιγμα στο ευρύ κοινό μέσα από δράσεις εξωστρέφειας, όπως η έκθεση αυτή», δηλώνει ο Πρύτανης του ΑΠΘ, Καθηγητής Νικόλαος Γ. Παπαϊωάννου.

Ο επιμελητής της έκθεσης, Ομότιμος Καθηγητής του ΑΠΘ Ευάγγελος Λιβιεράτος εξηγεί πως πρόκειται για μια «σχεδόν αόρατη διαδικασία που ενέχει διάφορες μετρήσεις στο πεδίο, ανά την επικράτεια, ηπειρωτική και νησιωτική, που δεν φαίνονται, ένα πλέγμα μόχθου και γνώσης χωρίς ίχνη, με χρήση περίεργων οργάνων μέτρησης, άγνωστων στους πολλούς, και μια ανθρώπινη μοναξιά σε επίπονη πράξη στις βουνοκορφές, κάμπους, βραχονησίδες, πόλεις και χωριά».

Το πρώτο μέρος της έκθεσης αναπτύσσεται σε 52 θεματικές πινακίδες μεγάλου μεγέθους, οι οποίες χωρίζονται σε οκτώ κεφάλαια, με χάρτες, φωτογραφίες, επεξηγηματικά κείμενα, διαγράμματα και ψηφιακές επεξεργασίες, που εκτέθηκαν τον περασμένο Οκτώβριο και Νοέμβριο στο Πολεμικό Μουσείο Αθηνών. Αναδεικνύονται ενδιαφέρουσες, κυρίως άγνωστες, πτυχές  των πρώτων περιόδων της ζωής της ΓΥΣ και ιδίως της περιόδου μετά το 1897, με την αναδιοργάνωση της (τότε) Χαρτογραφικής Υπηρεσίας Στρατού, που οδήγησε, μετά από στενή συνεργασία με την αντίστοιχη αυστριακή, στη χαρτογραφική διάσταση της εποποιίας των Βαλκανικών Πολέμων.

Παρουσιάζεται με έμφαση η περίοδος της χαρτογραφικής αυτοδυναμίας της Υπηρεσίας, όπως θα εκδηλωθεί με τη σπουδαία, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, γεωδαιτική υποδομή και χαρτογραφική παραγωγή στη Μικρά Ασία. Την έκθεση στην Κεντρική Βιβλιοθήκη του ΑΠΘ συμπληρώνει μία επιπλέον ξεχωριστή θεματική ενότητα, όπου θα παρουσιαστούν για πρώτη φορά τα νέα στοιχεία που έφερε στο φως η συνεχιζόμενη ακαδημαϊκή έρευνα στο Εργαστήριο Χαρτογραφίας του ΑΠΘ.

Κεντρικό πρόσωπο της άγνωστης μέχρι σήμερα ιστορίας, που παρουσιάζει το ΑΠΘ, είναι ο μηχανικός και χαρτογράφος Αλέξανδρος Ν. Μαυροκορδάτος, επικεφαλής της πρώτης από την Επανάσταση του 1821 αμιγώς ελληνικής χαρτογράφησης στη χώρα, η οποία απέδωσε τους χάρτες, που, αν και λίγοι, αποδείχθηκαν ιδιαίτερα κρίσιμοι - γι' αυτό και ιστορικοί- στον ατυχή πόλεμο του 1897. Η έρευνα ακολουθεί τα βήματα του σημαντικού χαρτογράφου μέχρι τον θάνατό του στη Μακεδονία, σε ηλικία μόλις 33 ετών.                               

Η έκθεση θα διαρκέσει από τις 20 Δεκεμβρίου 2019 έως και τις 20 Μαρτίου 2020.

Ώρες Λειτουργίας: Εργάσιμες ημέρες 09.00-15.00.

Η είσοδος είναι ελεύθερη για το κοινό.

Επικοινωνία για την οργάνωση ομαδικών επισκέψεων και ξεναγήσεων στην έκθεση: τηλ. 2310 995325

Τα οκτώ κεφάλαια της Επετειακής Έκθεσης στον Εκθεσιακό Χώρο της Κεντρικής Βιβλιοθήκης του ΑΠΘ είναι τα εξής:
         
1) «Μεταξύ δύο συνόρων 1832-1881»: Η  Ελλάδα εντός των πρώτων συνόρων της (1832-1881) χαρτογραφείται στα 20 φύλλα του χάρτη της γαλλικής στρατιωτικής αποστολής, που ήλθε στη χώρα το 1828. Ο χάρτης εκδίδεται στο Παρίσι το 1852 και χρησιμοποιείται μέχρι την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας το 1881 και τη χάραξη των νέων συνόρων.
 
2) «Από το 1881 στο 1889»: Μετά το Συνέδριο του Βερολίνου και την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας (1881), ο γαλλικός χάρτης του 1852 δεν κάλυπτε πλέον όλη την έκταση της χώρας. Το 1883-1884 τυπώθηκε στη Βιέννη ο νέος χάρτης της Ελλάδας σε 11 φύλλα υπό κλίμακα 1:300.000. Το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1880 ο Αλέξανδρος Νικ. Μαυροκορδάτος, με ομάδα νεαρών Ελλήνων αξιωματικών, χαρτογραφεί και εκδίδει τα πρώτα ελληνικά φύλλα χάρτη, υπό κλίμακα 1:50.000 στην περιοχή των Φαρσάλων-Δομοκού, σε 5 φύλλα.

3) «Δύσκολη αρχή 1889-1897»: Οι συνθήκες έμοιαζαν ώριμες για την απόφαση του Χαριλάου Τρικούπη προς υποστήριξη του εκσυγχρονισμού της χώρας: την ίδρυση μιας δημόσιας υπηρεσίας κτηματολογίου και χαρτογράφησης. Η εμπειρία της χαρτογραφικής συνεργασίας με τη Βιέννη οδήγησε σε μία διμερή συμφωνία, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την επίσημη αποστολή το 1889 τριμελούς ομάδας Αυστριακών αξιωματικών, που ως «Γεωδαιτική Αποστολή», μαζί με τρεις επιλεγμένους Έλληνες αξιωματικούς του Μηχανικού άρχισαν αμέσως εργασίες πεδίου. Ήταν ιστορικά η πρώτη αποστολή Αυστριακών χαρτογράφων επίσημα προσκεκλημένη σε άλλη χώρα, με διακρατική συμφωνία. Η αποστολή μετονομάστηκε το 1891 σε «Γεωδαιτικόν Απόσπασμα» και το 1895 σε «Χαρτογραφική Υπηρεσία Στρατού».
                                                        
4) «Ανασυγκρότηση 1898-1919»: Μετά το 1897 αρχίζει η ανασυγκρότηση της Χαρτογραφικής Υπηρεσίας και η εντυπωσιακά ανοδική της πορεία μέχρι τους Βαλκανικούς πολέμους. Η συνεργασία με την αντίστοιχη υπηρεσία της Βιέννης συνεχίζεται αδιατάρακτη και Έλληνες αξιωματικοί εκπαιδεύονται εκεί. Μέχρι τους Βαλκανικούς πολέμους οι νέοι χάρτες υπό κλίμακα 1:75.000, κατά τα αυστριακά πρότυπα, σχεδιάζονται και εκτυπώνονται στη Βιέννη, υπό την επίβλεψη έμπειρων Ελλήνων αξιωματικών. Μετά την είσοδο της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το χαρτογραφικό ενδιαφέρον της στρέφεται στο Μέτωπο της Θεσσαλονίκης.

5) «Μικρά Ασία 1920-1922»: Η επόμενη φάση της Χαρτογραφικής Υπηρεσίας συνδέεται με τις δραστηριότητες του στρατεύματος στη Μικρά Ασία την κρίσιμη για τη χώρα περίοδο 1920-1922. Η Χαρτογραφική ήταν ήδη μια οργανωμένη και αυτοδύναμη υπηρεσία, με αξιόλογο προσωπικό και εξοπλισμό και μόνιμες πλέον εγκαταστάσεις στο Πεδίον Άρεως.  Η Υπηρεσία ήταν πλέον ώριμη και το προσωπικό προετοιμασμένο για τη χαρτογραφική υποστήριξη των αναγκών του στρατεύματος, επιδεικνύοντας λαμπρά αποτελέσματα.

6) «Η νέα εποχή 1925-1955»: Η νέα τριακονταετία (1925-1955) αρχίζει με την διοίκηση του Δημ. Πετρίτη, που διετέλεσε επικεφαλής της υποδιοίκησης της Χαρτογραφικής στη Μικρά Ασία. Περιλαμβάνει τη μετονομασία της Χαρτογραφικής σε Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού (ΓΥΣ), το 1926, όπως είναι γνωστή μέχρι σήμερα η ιστορική υπηρεσία. Η τριακονταετία ολοκληρώνεται με τη θεμελίωση του νέου κτιρίου της στο Πεδίον Άρεως, όπου λειτουργεί μέχρι σήμερα.
 
7) «Ωριμότητα 1960-1990»: Η περίοδος 1960-1990, που ολοκληρώνεται με την επέτειο της εκατονταετίας, οδηγεί την ιστορική ΓΥΣ στην ωριμότητα: επιστημονική και παραγωγική σε όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων και θεσμικών υποχρεώσεών της. Οι αξιωματικοί της άρχισαν να μετεκπαιδεύονται στο ΕΜΠ και το 1961 εισάγεται η χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή. Το 1962 γίνεται το μεγάλο άλμα: η ανάθεση από την πολιτεία του αναπτυξιακού έργου της χαρτογράφησης της χώρας στην κλίμακα 1:5.000, με εθνικούς πόρους δημοσίων επενδύσεων. Το έργο αυτό θα επιτρέψει την κάλυψη της χώρας με νέο πυκνό τριγωνομετρικό δίκτυο, από 137 σημεία Α΄ τάξης μέχρι 21.181 σημεία Δ΄ τάξης, ενισχυμένο με όλους τους απαραίτητους γεωδαιτικούς και τοπογραφικούς ελέγχους. Το έργο θα ολοκληρωθεί το 1989.
                                      
8) «Στην ψηφιακή εποχή»: Σήμερα η  ΓΥΣ παρακολουθεί την ψηφιακή επανάσταση και συμμετέχει ενεργά με την οργάνωση και την εμπειρία της σε όλους τους τομείς της γεωματικής και της απεικονιστικής πληροφορικής. Αξιοποιεί τις τεχνολογίες δορυφορικού προσδιορισμού θέσεων, πλοήγησης, χαράξεων επίγειων και θαλάσσιων οριογραμμών και επεξεργάζεται ψηφιακές εικόνες που προέρχονται από διάφορους αισθητήρες. Έμφαση δίνεται στην ενδογενή παραγωγή καινοτόμων ψηφιακών εφαρμογών και υπηρεσιών αιχμής, για στρατιωτική χρήση, αλλά και με πλήρη ετοιμότητα χρησιμοποίησής τους σε πολιτικές εφαρμογές.