Skip to main content

Ενστάσεις από Αρχή Δεδομένων για τις κάμερες σε δημόσιους χώρους

Η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων εκφράζει σοβαρές ενστάσεις νομιμότητας για τη χρήση καμερών φορητών ή σταθερών σε δημόσιους χώρους

Σοβαρές ενστάσεις νομιμότητας για τη χρήση καμερών φορητών ή σταθερών και τη μεθοδολογία σταχυολόγησης υπόπτων αλλά και πολλά άλλα ζητήματα, που καταγράφονται σε νέο προεδρικό διάταγμα του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, εκφράζει η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.

Η γνωμοδότηση 46 σελίδων (3/2020) έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί εκδίδεται (μετά από αίτημα του υπουργείου) λίγο πριν το σχέδιο ΠΔ πάει στο Συμβούλιο Επικρατείας, κι ενώ έχει εισαχθεί προς συζήτηση το νομοσχέδιο για τις δημόσιες συναθροίσεις. Κι αυτό γιατί το ΠΔ περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, ακόμα και επιτήρηση δημόσιων συναθροίσεων (π.χ κομματικών) και για πρώτη φορά τη χρήση μη σταθερών καμερών.

Η Αρχή, μεταξύ των άλλων, αναφέρει: "Η πρόβλεψη περί του επιτρεπτού της εστίασης (zoom) της εικόνας για τη διαπίστωση πράξεων που εµπίπτουν στους επιδιωκόµενους σκοπούς αφορά µια ειδικότερη και αυτοτελή κατηγορία υποκειµένων των δεδοµένων, καθώς τίθεται πλέον στο στόχαστρο συγκεκριµένο πρόσωπο, προκειµένου να διαπιστωθεί η τέλεση πράξεων που εµπίπτουν στους επιδιωκόµενους σκοπούς. Όταν η εστίαση και η στόχευση συγκεκριµένου προσώπου ή αντικειµένου (π.χ. οχήµατος) που δύναται να οδηγήσει σε ταυτοποίηση αποσκοπεί στη διακρίβωση εγκληµάτων, τότε η πράξη της επεξεργασίας δια της εστίασης της κάµερας φέρει χαρακτηριστικά ποινικοδικονοµικής ανακριτικής πράξης µε όσα συνεπάγεται σε επίπεδο εφαρµογής της οικείας νοµοθεσίας, περιλαµβανοµένων των απαιτούµενων σχετικών εγγυήσεων ελέγχου και επίβλεψης. Σε αυτό το πλαίσιο διαπιστώνεται η απουσία νοµοθετικής πρόβλεψης ορισµού ενός εκπροσώπου ανεξάρτητης και αµερόληπτης διοικητικής αρχής ή δικαστικού/εισαγγελικού λειτουργού που θα αποφασίζει εκ των προτέρων ή θα ελέγχει ή θα επιβλέπει την διαδικασία εστίασης καθώς και τις µεταγενέστερες εξαρτηµένες πράξεις επεξεργασίας (π.χ. επιλογής) του συναφούς υλικού".

Εισαγγελέας

Εν ολίγοις θεωρεί ως βασική παράλειψη την απουσία νομοθετικής πρόβλεψης ορισμού ενός π.χ εισαγγελέα , ιδίως στην περίπτωση των φορητών καμερών, την εστίαση προσώπων, τη διατήρηση ή καταστροφή των δεδομένων ή την επιλογή και διαβίβασή τους στις αρμόδιες αρχές.

Αναφορικά με την επιτήρηση δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων που συνδέεται με την άσκηση του ατομικού δικαιώματος του συνέρχεσθαι (αρ. 11 Σ.) και την αποκάλυψη ευαίσθητων δεδομένων (π.χ. στις πολιτικές-κομματικές συναθροίσεις) η Αρχή προτείνει σειρά νομοθετικών τροποποιήσεων αλλά και την διασφάλιση της διαδικασίας από εισαγγελικό ή δικαστικό λειτουργό.

Όχι ήχος

Επίσης σημαντικό είναι το ζήτημα της δυνατότητας των συστημάτων επιτήρησης να παρακολουθούν και να καταγράφουν δεδομένα ήχου, δηλαδή ακόμη και τις συζητήσεις που λαμβάνουν χώρα σε δημόσιους χώρους ή σε συναθροίσεις. Η Αρχή επισημαίνει ότι σε περίπτωση κατά την οποία τα εν λόγω δεδομένα ήχου εμπίπτουν στην έννοια της κατ’ αρ. 19 παρ. 1 Σ. προστατευόμενης επικοινωνίας και του απορρήτου αυτής, τότε οι εγγυητικές προβλέψεις του σχ. Π.Δ. δεν επαρκούν, παρά το ότι περιλαμβάνουν την προηγούμενη εντολή ή την έγκριση της εισαγγελικής αρχής, αλλά θα πρέπει να εφαρμόζεται ο νόμος για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών.

Άλλα βασικά σημεία από το κείμενο της Γνωμοδότησης:

* Τα συστήματα επιτήρησης μπορούν να διαθέτουν κάμερες σταθερές, περιστρεφόμενες, κινητές, επίγειες, εναέριες ή θαλάσσιες (π.χ. drones) αλλά και να χρησιμοποιούν άλλα ηλεκτρονικά συστήματα ή πρόσθετο εξοπλισμό (π.χ. λογισμικό αναγνώριση προσώπου). Η Αρχή επισημαίνει ότι σε περίπτωση χρήσης λογισμικού αναγνώρισης προσώπου θα πρέπει να τηρηθεί η νομοθεσία για την προστασία προσωπικών δεδομένων αυτοτελώς και ανεξάρτητα από την νομιμότητα των συστημάτων επιτήρησης.

* Σκοποί επεξεργασίας των δεδομένων με τη χρήση των συστημάτων επιτήρησης δια της λήψης ή καταγραφής εικόνας ή ήχου σε δημόσιους χώρους επιτρέπεται για την πρόληψη και καταστολή συγκεκριμένων εγκλημάτων και της διαχείριση της κυκλοφορίας.

* Καταγράφονται τα δεδομένα εικόνας όσων εισέρχονται στην εμβέλεια καταγραφής των καμερών σε δημόσιους χώρους και διατηρούνται για 15 ημέρες. Εάν δεν προκύψει η τέλεση αδικήματος από τα αναφερόμενα στο νόμο και το Π.Δ. τα δεδομένα καταστρέφονται αυτόματα. Σε περίπτωση τέλεσης αδικήματος τα δεδομένα διαβιβάζονται τις αρμόδιες αρχές π.χ. εισαγγελία. Στις περιπτώσεις δημοσίων συναθροίσεων τα δεδομένα διατηρούνται για 48 ώρες και καταστρέφονται εκτός εάν προέκυψε η τέλεση αδικήματος.

Τελευταία και περισσότερο προβληματική είναι η κατηγορία της διατήρησης των δεδομένων για 10 έτη που αφορούν πρόσωπα τα οποία θεωρούνται ύποπτα για την προπαρασκευή ή την διάπραξη στο μέλλον αξιόποινων πράξεων.

Η Αρχή αφού επισημαίνει ότι μια τέτοια προληπτική διατήρηση δεδομένων δεν έρχεται σε αντίθεση με το δίκαιο της Ε.Ε. επικαλούμενη και πρόσφατη απόφαση του ΕΔΔΑ με την οποία κρίθηκε ότι το γερμανικό δίκαιο δεν παραβίασε το δικαίωμα στα προσωπικά δεδομένα και την ιδιωτική ζωή (Ρ.N. κατά Γερμανίας της 11-6-2020) διαπιστώνει ότι το σχέδιο Π.Δ. δεν περιλαμβάνει κριτήρια με βάση τα οποία χαρακτηρίζεται ένα άτομο ως ύποπτο με αποτέλεσμα ο κάθε πολίτης να χαρακτηρίζεται αυθαίρετα ως ύποπτος αδικήματος που δεν τέλεσε ακόμη, να καθίσταται αδύνατος ο έλεγχος της νομιμότητας του χαρακτηρισμού αυτού και συνακόλουθα η νομιμότητα της επί 10ετία διατήρησης των δεδομένων του.

Πηγή: capital.gr