Skip to main content

ΑΡΣΙΣ: Σε αστυνομικά κελιά η φύλαξη ασυνόδευτων ανήλικων προσφύγων

Οι ασυνόδευτοι ανήλικοι πρόσφυγες που υποστηρίζονται από τις υπηρεσίες της ΑΡΣΙΣ είναι συνήθως παιδιά ηλικίας από 15 έως 17 ετών.

Μεγάλος αριθμός ασυνόδευτων ανηλίκων προσφύγων βρίσκεται σε καθεστώς προστατευτικής φύλαξης αναμένοντας την ένταξη σε δομές φιλοξενίας.

Όπως προκύπτει από  τα στατιστικά στοιχεία του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΕΚΚΑ), σήμερα διατίθενται 1.195 θέσεις σε δομές φιλοξενίας ανηλίκων, ενώ ο συνολικός αριθμός των ασυνόδευτων ανηλίκων προσφύγων στην Ελλάδα ανέρχεται στους 3.558.

Η ΑΡΣΙΣ-Κοινωνική Οργάνωση Υποστήριξης Νέων (ΚΥΝ), όπως αναφέρει σε ανακοίνωσή της, παρεμβαίνει συστηματικά σε χώρους κράτησης ασυνόδευτων ανηλίκων στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης και του Κιλκίς από το 2015.

Μέσω μιας διεπιστημονικής ομάδας, η οργάνωση παρέχει ψυχοκοινωνική, νομική και υλική υποστήριξη στους ασυνόδευτους ανηλίκους, προσπαθώντας να δημιουργήσει τις συνθήκες που οδηγούν στη μείωση της βλάβης απέναντι στην επιβαρυντική συνθήκη της κράτησης.

Το 2017, η διεπιστημονική ομάδα της ΑΡΣΙΣ υποστήριξε 353 ασυνόδευτους ανήλικους σε χώρους κράτησης στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, ενώ μέχρι και τα μέσα Οκτωβρίου του 2018 υποστήριξε 598 ασυνόδευτους ανήλικους.

Το πλαίσιο για την προστασία των ασυνόδευτων ανηλίκων αποτελεί ίσως αυτό με τις μεγαλύτερες ελλείψεις, τόσο από νομικής πλευράς όσο και από την άποψη των προαπαιτούμενων αναγκαίων υλικοτεχνικών υποδομών.

Η έννοια της  προστατευτικής φύλαξης αποτελεί προσωρινό μέτρο για την προστασία των ασυνόδευτων ανηλίκων μέχρι να οριστεί κατάλληλη δομή φιλοξενίας από το ΕΚΚΑ χωρίς επικαιροποιημένο και ειδικό νομοθετικό πλαίσιο. Εντούτοις, η νομοθεσία που αφορά τους αιτούντες άσυλο ορίζει ότι η κράτηση ανηλίκου πρέπει να αποφεύγεται, και όταν αυτό δεν είναι εφικτό να είναι όσο το δυνατόν συντομότερης διάρκειας, και,  να συνοδεύεται από ψυχαγωγικές και εκπαιδευτικές δραστηριότητες, καθώς και από 24ωρη παρακολούθηση από εξειδικευμένο προσωπικό.

Στην πράξη, ωστόσο, η προστατευτική φύλαξη  λαμβάνει χώρα σε κελιά αστυνομικών τμημάτων, όπου η χρονική διάρκεια παραμονής κυμαίνεται από 30 μέρες μέχρι και τρεις μήνες, υπό κανονικές συνθήκες κράτησης, και μάλιστα χωρίς τη δυνατότητα προαυλισμού.

Στα κελιά μπορεί να παραμένουν το ίδιο διάστημα τρεις έως και 20 ανήλικοι, ενώ συχνά τα κελιά τους είναι δίπλα σε κελιά που κρατούνται ενήλικες, οι οποίοι μπορεί να κατηγορούνται για εγκλήματα που άπτονται του κοινού ποινικού δικαίου,  και σε κάποιες περιπτώσεις ανήλικοι κι ενήλικες κρατούνται στα ίδια κελιά.

Συχνά τα κελιά δε διαθέτουν καν φυσικό φωτισμό ή τουαλέτες, ενώ οι συνθήκες υγιεινής είναι πολύ κακές ως προς τη συχνότητα καθαρισμού τόσο των κελιών, όσο και των κλινοσκεπασμάτων. Εξαιτίας της έλλειψης υποδομών, οι ασυνόδευτοι ανήλικοι κοιμούνται σε κοινόχρηστα στρώματα τα οποία τοποθετούνται στο πάτωμα κι επίσης δεν καθαρίζονται.

Επίσης, οι ανήλικοι δεν έχουν τη δυνατότητα να επικοινωνούν τακτικά με τα μέλη της οικογένειας τους ενώ δεν τους παρέχεται βασική ιατρική φροντίδα.

Επιπλέον, δεν υπάρχει προσωπικό εξειδικευμένο στην παιδική προστασία ούτε και διερμηνείς για την ενημέρωση των ανηλίκων και την άμεση κάλυψη των αναγκών τους.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι οι ανήλικοι θεωρούν ότι η κράτηση τους (προστατευτική φύλαξη) γίνεται  λόγω της παράνομης εισόδου τους στη χώρα καθώς δε δύνανται να αντιληφθούν ότι η συνθήκη που βρίσκονται είναι για τη δική τους προστασία.

Οι ασυνόδευτοι ανήλικοι που υποστηρίζονται από τις υπηρεσίες της ΑΡΣΙΣ είναι συνήθως παιδιά ηλικίας από 15 έως 17 ετών. Προέρχονται κυρίως από χώρες όπως η Συρία, το Ιράκ, το Πακιστάν,  το Αφγανιστάν, το Ιράν, η Αλγερία και το Μαρόκο. Πρόκειται για παιδιά που εξαιτίας κοινωνικοοικονομικών ή άλλων συνθηκών αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους και να αναζητήσουν ένα μέλλον με ασφάλεια.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι συχνά εντοπίζονται παιδιά θύματα βασανιστηρίων, κακοποίησης (σεξουαλικής ή σωματικής), εκμετάλλευσης και εμπορίας, εγκλεισμού και απαγωγής από διακινητές. Σε πολλές περιπτώσεις, τα  παιδιά αυτά έχουν επιζήσει από ναυάγια, έχουν βιώσει απώλειες στενών συγγενικών προσώπων, γεγονότα που έχουν συμβεί είτε στη χώρα καταγωγής τους είτε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους είτε και στην Ελλάδα. Οι εμπειρίες αυτές σε συνδυασμό με τις επιβαρυντικές ψυχολογικές συνθήκες που επικρατούν στην προστατευτική φύλαξη, μπορεί να πυροδοτήσουν αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές από πλευράς των ανηλίκων, όπως αυτοτραυματισμοί και απόπειρες αυτοκτονίας, ενώ συχνή είναι και η εκδήλωση ψυχωσικών επεισοδίων ή υποτονικότητας  – σημάδια που υποδεικνύουν ότι ο εγκλεισμός των ανηλίκων συνιστά συνθήκη που όχι μόνο εντείνει αλλά αναπαράγει το τραύμα.

Η ΑΡΣΙΣ υποστηρίζει την προάσπιση της πλήρους εφαρμογής της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Η προστατευτική φύλαξη πρέπει να επαναπροσδιοριστεί ως μια πρακτική πλήρως ασύμβατη με την όποια μορφή κρατητηρίου. Δε νοείται να εντοπίζονται ασυνόδευτοι ανήλικοι που χρήζουν άμεσης προστασίας και να οδηγούνται σε χώρους κράτησης.

Για να διασφαλιστεί η ουσιαστική προστασία των ανηλίκων και η εφαρμογή ενός πλαισίου πραγματικά προστατευτικού, απαιτείται, αφενός, η δημιουργία κατάλληλων μεταβατικών δομών με καταρτισμένο προσωπικό και παροχές και, αφετέρου, η διασφάλιση της συνέχισης των ήδη υπαρχουσών δομών φιλοξενίας ανηλίκων και  η ανάπτυξη περαιτέρω καλών πρακτικών (ημι-αυτόνομη διαβίωση, ανάδοχες οικογένειες).