Skip to main content

Χρέη και λουκέτα αφήνει ο κορωνοϊός στην αγορά της Θεσσαλονίκης

Αν και σήμερα κανείς δεν μπορεί ακόμη να γνωρίζει πότε ακριβώς θα ομαλοποιηθεί η κατάσταση, μπορούμε βασίμως να εκτιμήσουμε το αποτέλεσμα.

Στη Θεσσαλονίκη «ο θάνατος του εμποράκου» έχει δρομολογηθεί δεκαετίες πριν με διάφορες αφορμές. Με την κατάργηση του ενοικιοστασίου. Με το συνεχές ωράριο. Με τη διεύρυνση του ωραρίου τις καθημερινές και τα Σάββατα. Με την αύξηση της συμμετοχής των χρηματοοικονομικών στα κόστη μιας επιχείρησης. Με τη μεγάλη αύξηση στην αξία των ακινήτων, λόγω ζήτησης και αυξημένων παρεμβάσεων στο κέντρο –με κορυφαία την προοπτική του μετρό- που συμπαρέσυρε τα ενοίκια. Με την εμφάνιση στην πόλη πολυκαταστημάτων, διεθνών αλυσίδων και πολυεθνικών, που… μυρίστηκαν ευρώ, ανάπτυξη, Βαλκάνιους καταναλωτές και έσπευσαν δυναμικά να καταλάβουν θέση στα πλέον διακεκριμένα και περίοπτα σημεία του εμπορικού κέντρου.

Εδώ και τρεις δεκαετίες οποιαδήποτε εξέλιξη υπέγραψε την προσαρμογή του ελληνικού λιανεμπορίου στις επιταγές της παγκοσμιοποιημένης αγοράς λειτούργησε κατά του παραδοσιακού εμπορίου της Θεσσαλονίκης. Εις βάρος των μεμονωμένων εμπόρων, οι οποίοι προσπάθησαν -και ορισμένοι εξακολουθούν να προσπαθούν- να συντηρηθούν με όπλο την παράδοση και ορισμένες κλασικές αξίες, όπως η σταθερή σχέση με προμηθευτές και η διατήρηση ενός πυρήνα σταθερής πελατείας. 

Και μετά από όλα αυτά ήρθαν οι απανωτές κρίσεις. Μπαμ μπαμ. Στην αρχή η εγχώρια πολυετής ύφεση, που ξεκίνησε το 2010 και είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια του 25% του ΑΕΠ της χώρας, τα capital controls, την πρωτόγνωρου ύψους ανεργία, αλλά και το λουκέτο για ένα στα τέσσερα -ίσως ένα στα τρία- εμπορικά καταστήματα του κέντρου της Θεσσαλονίκης. Ολόκληροι δρόμοι σκοτείνιασαν. Μέχρι και την Τσιμισκή οι τιμές έπεσαν, καταστήματα παρέμειναν ανοίκιαστα επί μακρόν, ενώ τον πιο ακριβό και εμπορικό δρόμο της πόλης κάλυψαν πλήρως πολυκαταστήματα, αλυσίδες και πολυεθνικές. Σε κάποιες «γωνίες» που έμειναν ξέμπαρκες έπιασαν… στασίδι μαγαζιά που δραστηριοποιούνται σε κλάδους, που επί δεκαετίες λειτουργούσαν περιφερειακά του λαμπερού δρόμου λόγω κόστους, από street food μέχρι «ένα εσπρέσο στα όρθια». Κάπου μέσα σε όλο αυτό το κακό τουλάχιστον αυξήθηκε η επισκεψιμότητα της Θεσσαλονίκης -ας όψεται ο δήμαρχος Μπουτάρης- και Τούρκοι, Ισραηλινοί, μαζί με τους σταθερούς Βαλκάνιους συντήρησαν μέχρι ενός ορίου την κατανάλωση. Πριν καλά καλά περάσει το κακό, ακριβώς τη στιγμή που η Ελλάδα -και η Θεσσαλονίκη- είχε αρχίσει να πιστεύει πως θα αναβαθμιστεί από το «Βοήθα Παναγιά» στο «Δόξα τω Θεώ», ξέσπασε η σφοδρή οικονομική κρίση που πυροδότησε η πανδημία του κορωνοϊού. Η αγορά έκλεισε για ενάμιση μήνα την Άνοιξη και για δύο και βάλε το χειμώνα και μάλιστα στις γιορτές των Χριστουγέννων.

Αν και σήμερα κανείς δεν μπορεί ακόμη να γνωρίζει πότε ακριβώς θα ομαλοποιηθεί η κατάσταση μπορούμε βασίμως να εκτιμήσουμε το αποτέλεσμα. Χρέη και λουκέτα, μόλις σταματήσει η στήριξη του κράτους που κουρεύει ενοίκια, πληρώνει εργαζομένους, μεταθέτει φόρους και εισφορές, θεσπίζει 120 δόσεις, που μπορεί να γίνουν 240, και που μοιράζει Επιστρεπτέες Προκαταβολές, που στην πορεία το 50% μετατρέπεται σε επιδοτήσεις. Ακόμη κι αν η κυβέρνηση μοιράσει περισσότερο τζάμπα χρήμα, όπως ζητάει ο εμπορικός κόσμος –διότι ήδη έχει δώσει αρκετά, τα οποία όμως δεν φτάνουν-, το παιχνίδι μοιάζει χαμένο. Κατ’ αρχήν διότι αυτό το «δεν φτάνουν» το ορίζει ο καθένας κατά το δοκούν. Είναι δυνατόν να πιστεύει κανείς πως μετά από οποιαδήποτε οικονομική κρίση -πολύ περισσότερη από κάτι βίαιο όπως αυτό που ζούμε- θα βγει αλώβητος; Κυρίως, όμως, επειδή το σύστημα μοιάζει παραλυμένο, εάν όχι παραδομένο, και δύσκολα θα κινηθεί. Η ιστορία του πλανήτη Γη έχει αποδείξει ορισμένα πράγματα. Πρωτίστως ότι επιβιώνουν οι οργανισμοί που έχουν ικανότητα προσαρμογής. Δηλαδή τα είδη που διαθέτουν ευελιξία. Επιπλέον, βρισκόμαστε στις μέρες κατά τις οποίες ο ανταγωνισμός κρίνεται κυρίως στην ταχύτητα. Το γρήγορο ψάρι τρώει το μικρό. Στο παραδοσιακό λιανεμπόριο της Θεσσαλονίκης δυστυχώς αυτά τα αξιώματα δεν έχουν εφαρμογή. Πίσω από το θεώρημα «ο έμπορος είναι λαγός, δεν γίνεται αγέλη» κρύβεται η αδυναμία συνεννόησης και συνεργασιών. Ούτε καν ιστοσελίδα δεν διαθέτουν τα περισσότερα καταστήματα της Θεσσαλονίκης.

Ενώ η αγορά έπαθε από το lockdown της περασμένης Άνοιξης, δεν έμαθε. Ελάχιστο ενδιαφέρον για το ηλεκτρονικό εμπόριο αναπτύχθηκε. Ο συμπαθής –και ενίοτε ηρωικός- Εμπορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης ανακοίνωσε ότι ετοιμάζει πλατφόρμα για τα μέλη του, αλλά τώρα δεν μπορεί να τα βρει διότι τα μαγαζιά είναι κλειστά. Όπως πριν από λίγα χρόνια επιχείρησε να οργανώσει το κέντρο της Θεσσαλονίκης σαν ένα ανοιχτό εμπορικό κέντρο –ένα Open Μall- αλλά ελάχιστα μέλη του ακολούθησαν. Και όπως πριν από μια δεκαετία περίπου είχε συμφωνήσει με την υπηρεσία ΠΟΡΤΑ ΠΟΡΤΑ των ΕΛΤΑ για παράδοση προϊόντων κατ’ οίκον ως έξτρα παροχή με χρέωση 2 ευρώ το δρομολόγιο, αλλά και πάλι λίγα μέλη του κατάλαβαν τη χρησιμότητα της υπηρεσίας. Βλέπετε τότε δεν υπήρχε κορωνοϊός και το 2ευρω επί τόσες παραγγελίες τον μήνα ζέσταινε το ταμείο. Είναι η ίδια λογική που αντιδρά επί δεκαετίες –και τις καλές και τις κακές εποχές- για το άνοιγμα τις Κυριακές και η ίδια νοοτροπία που μπλοκάρει ακόμη και τη διοργάνωση μιας «λευκής νύχτας» στη Θεσσαλονίκη.

ΥΓ. Η υπόθεση το εμπορίου της Θεσσαλονίκης –τηρουμένων των αναλογιών- θυμίζει την εξέλιξη της αγοράς των ενδυμάτων από τη δεκαετία του 1950 μέχρι σήμερα. Κάποτε -αμέσως μετά τον εμφύλιο, για να μην πάμε πιο πίσω- όσοι έραβαν -ράφτες και μοδίστρες- ήταν πολλοί και περιζήτητοι. Έραβαν από το πρωί μέχρι το βράδυ, στα μέτρα και στα γούστα κάθε ανθρώπου -ψηλού, κοντού, αδύνατου, χοντρού, νέου μεσήλικα και ηλικιωμένου. Τα φιγουρίνια προερχόμενα κυρίως από τη Γερμανία και τη Μεγάλη Βρετανία είχαν περισσότερη αναγνωσιμότητα από τις δημοφιλέστερες αισθηματικές και αστυνομικές ιστορίες που τυπώνονταν σε εφημερίδες, περιοδικά και βιβλία τσέπης. Σιγά σιγά η επέλαση των έτοιμων ρούχων και των καταστημάτων με τα «ετοιματζίδικα» ουσιαστικά ακύρωσαν και εξαφάνισαν όσους έραβαν και δεν είχαν την ετοιμότητα, την πρόνοια και το θάρρος να επεκταθούν και να εκσυγχρονιστούν, δηλαδή να συμμετάσχουν στον κύκλο της μαζικής παραγωγής. Κάποιοι υποτίμησαν στην αρχή την τάση, λέγοντας ότι τα έτοιμα ρούχα ήταν… ψεύτικα και κακόγουστα σαν φόρμες εργασίας ή… αγγαρείας. Έτσι έλεγε και η κατά Ρένα Βλαχοπούλου μοδίστρα Πελαγία της Νέας Σμύρνης, που τελικά για να επιβιώσει σκαρφίστηκε να το παίξει… Παριζιάνα.

Την κατάληξη τη γνωρίζουμε όλοι. Όσοι απλώς έραβαν έμειναν στην πορεία λίγοι και οι πολύ καλοί εξελίχθηκαν πανάκριβοι για τους πολύ εκλεκτικούς. Μέχρι που οι ακριβές φίρμες τούς κάλυψαν κι αυτούς. Τα τελευταία χρόνια το επάγγελμα του ράφτη και της μοδίστρας έγινε και πάλι επίκαιρο, επειδή η οικονομική δυσπραγία της δεκαετία του 2010 οδηγεί πολλούς ανάμεσά μας να διορθώνουν και να προσαρμόζουν τα ρούχα τους. Άσε που τα κινέζικα και κάτι ευρωπαϊκά που ράβονται κατά κύριο λόγο στη Νοτιοανατολική Ασία, στην Τουρκία, ακόμη και… μεσοπέλαγα κάπου στον Ατλαντικό ή στις Νότιες Θάλασσες καθιστούν ακόμη και το… μπάλωμα ενός ρούχου ασύμφορο.