Skip to main content

Χριστούγεννα με τον Τσιτσάνη και τη Νίνου στα Κούτσουρα του Δαλαμάγκα

Ο κρυφός έρωτας του Βασίλη Τσιτσάνη με την Μαρίκα Νίνου, ενώ και οι δύο ήταν παντρεμένοι και με παιδιά, κατέληξε σε μια παθιασμένη σχέση.

Η ώρα είχε πάει δύο μετά το μεσημέρι, όταν ο Βασίλης Τσιτσάνης άνοιξε τα μάτια. Λίγο το ξενύχτι, λίγο η υγρασία της Θεσσαλονίκης και αυτός που πάντα ξυπνούσε σχετικά νωρίς το πρωί έμεινε στο κρεβάτι μέχρι το μεσημέρι. Η χθεσινή βραδιά ήταν κεφάτη, οι πελάτες έμειναν μέχρι πολύ αργά. Ημέρες εορτών και το κέφι είναι πάντα αυξημένο. Οι κύριοι με τα κοστούμια τους και οι κυρίες με τα καλά τους ντυσίματα φτάνουν καθημερινά στα «Κούτσουρα» του Δαλαμάγκα, στη Νικηφόρου Φωκά 18, σχεδόν στο ύψος της Τσιμισκή, για να διασκεδάσουν. Να φάνε, να πιούνε και να γλεντήσουν με το μπουζούκι και τα τραγούδια του Τσιτσάνη και τη φωνή και το μπρίο της Νίνου. Καλός κόσμος. Βιομήχανοι, έμποροι, χρυσοχόοι, αλλά και επαγγελματίες, τεχνίτες, μερακλήδες υπάλληλοι. Στην είσοδο τους υποδέχεται πάντα ο μαγαζάτορας. Για λόγους ευγενείας, αλλά και για να υπενθυμίσει σε όσους το ξεχνούν ότι το μαγαζί ανήκει σε έναν πρώτο μάγκα, που δεν ανέχεται καυγάδες, φασαρίες και προσβολές οποιουδήποτε προς οποιονδήποτε. «Σήμερα είναι παραμονή Χριστουγέννων και η νύχτα θα κυλήσει ευχάριστα» σκέφτηκε, την ώρα που σηκωνόταν για να ντυθεί. Στις 3 είχε ραντεβού με τη Μαρίκα, που για λόγους διακριτικότητας έμενε σε άλλο ξενοδοχείο, στο κέντρο της πόλης κι αυτό. Μεταξύ τους –εκτός από καλλιτεχνικός- υπήρχε και ανθρώπινος, αισθηματικός δεσμός, αλλά η Θεσσαλονίκη, η πόλη στην οποία ο Τσιτσάνης παντρεύτηκε τη Ζωή κι έζησε στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, τον απέτρεπε από το να είναι εκδηλωτικός. Έτσι κι αλλιώς σαν χαρακτήρας ο Βασίλης είναι συγκρατημένος, εκτός από τις ώρες που έχει στα χέρια του το μπουζούκι. Τότε δεν τον πιάνει κανείς. Η εσωτερική ένταση και η εξωτερική έξαψη είναι τόσο μεγάλη που δεν καταλαβαίνει πως περνούν οι ώρες. Κάποτε είπε σε έναν δημοσιογράφο, ότι όταν φτιάχνει ένα καινούριο τραγούδι, από την εισαγωγή μέχρι την ολοκλήρωσή του, συχνά τα δάχτυλά του ματώνουν.

Αλήθεια είναι!

Στις 3 ακριβώς ο Τσιτσάνης ντυμένος ζεστά με ένα κασκόλ στο λαιμό έφτασε στη γωνία της Τσιμισκή με Βενιζέλου, όπου δύο λεπτά αργότερα εμφανίστηκε η Νίνου, τυλιγμένη στο κομψό παλτό της. Τον χάιδεψε φευγαλέα στο μάγουλο και του είπε: «Έλα να περπατήσουμε, θέλω να μου μιλήσεις για τα τραγούδια που έγραψες στη Θεσσαλονίκη, στα χρόνια της κατοχής». Ήξερε ότι ο Τσιτσάνης θεωρούσε την περίοδο της Θεσσαλονίκης την πιο δημιουργική της ζωής του. Άλλωστε πάνω στα περίπου 30 τραγούδια που έγραψε εκείνα τα δύσκολα χρόνια της γερμανικής κατοχής δημιούργησε ολόκληρη σχολή που μεγαλούργησε στην Αθήνα μετά την απελευθέρωση, από το 1946 μέχρι το 1955. Σε αυτή τη σχολή εκτός από τον ίδιο συμπεριλαμβάνονται –κι ας μην το παραδέχθηκαν ποτέ- ο Καλδάρας, ο Μπακάλης, ο Λαύκας, ο Χάρμας, ο Χατζηχρήστος, ο Μητσάκης της πρώτης περιόδου, ακόμη και ο Παπαϊωάννου, αλλά και ο στιχουργός Γκούβερης και οι τραγουδιστές Τσαουσάκης και Μπέλλου. Φυσικά και η Μαρίκα Νίνου, αλλά και ο παλαιότερος Στράτος Παγιουμτζής, το αηδόνι του ρεμπέτικου, που ερμήνευσε σε πρώτη εκτέλεση πολλά μεγάλα τραγούδια του Τσιτσάνη.

Η βόλτα στο πεζοδρόμιο της Τσιμισκή ξεκίνησε και ο Βασίλης γεμάτος νοσταλγία άρχισε να μιλάει για τα τραγούδια του της Θεσσαλονίκης. Μυθικοί τίτλοι: Με γυναίκες μην τραβιέσαι. Χατζή Μπαξές. Αθηναίισα. Της μαστούρας ο σκοπός. Αραπίνες. Αχάριστη. Μη χειρότερα. Θεέ μου! Βάρκα γιαλό. Μπλόκος. Όλα για σένα κούκλα μου. Συννεφιασμένη Κυριακή. Σταυροδρόμι. Απ’ τη μάνα μου διωγμένος. Η ντερμπετέρισσα. Τρελή, που θέλεις να με στεφανώσεις. Η λιτανεία του μάγκα. Για τα μάτια που αγαπώ. Πριγκιπομαστούρηδες. Ενδεχομένως και κάποια ακόμα, τα οποία με πρώτους ακροατές τον θρυλικό αστυνομικό διευθυντή Νίκο Μουσχουντή και τους θαμώνες του «ουζερί Τσιτσάνη», που βρισκόταν στην οδό Παύλου Μελά 22, απέναντι από το σπίτι που έμεναν με τη Ζωή, ταξίδευαν από στόμα σε στόμα σε ολόκληρη την Ελλάδα και βέβαια στην Αθήνα. Διότι στην Κατοχή είχαν κλείσει τα εργοστάσια των δίσκων και τα τραγούδια αυτά φωνογραφήθηκαν μετά το 1946. «Μαρίκα, ότι πιο όμορφο θυμάμαι από την Κατοχή είναι τα τραγούδια, διότι όλα τα άλλα ήταν μαύρα, στενάχωρα, η πείνα, η φοβέρα, η δυστυχία, το κρύο, απορώ πως άντεξαν οι άνθρωποι» της λέει σε κάποια στιγμή. Είχαν ήδη φτάσει κοντά στη Διαγώνιο, χωρίς να το καταλάβουν. Από τη μια η φορτισμένη διήγηση του Βασίλη, από την άλλη η τρυφερότητα ανάμεσά τους, η απόσταση και χρόνος εκμηδενίστηκαν. Οι δυο τους «γλίστρησαν» ανάμεσα στις βιτρίνες και τον κόσμο που έκανε τα τελευταία γιορτινά του ψώνια. «Τι λες πάμε να τσιμπήσουμε;» είπε ο Βασίλης και κάθισαν σε ένα μικρό εστιατόριο, όπου σέρβιραν και σούπες. Έφαγαν, μίλησαν και μετά από μια ώρα σηκώθηκαν να φύγουν. Πιασμένοι αγκαζέ περπάτησαν στην παλιά παραλία προς τα ξενοδοχεία τους, πέριξ της Ίωνος Δραγούμη.



Μόλις έφτασαν στο δικό της η ώρα είχε πάει επτά. «Ξεκουράσου, ετοιμάσου και στις 9 θα περάσω να σε πάρω για να είμαστε στις 9.30 στο μαγαζί, σήμερα είναι παραμονή Χριστουγέννων» της είπε χαμογελώντας και συνέχισε το δρόμο για το δικό του δωμάτιο. Όσο έβλεπε τα νυχτερινά χρώματα της Θεσσαλονίκης, τόσο περισσότερο του άρεσε η πόλη. Τη νοσταλγούσε. Ακόμη και οι σκιές στα κτίρια τα βαμμένα στο χρώμα της ώχρας του άρεσαν. Αλλά και το απαλό βάδισμα των κατοίκων το βραδάκι, όταν κουρασμένοι από τις δουλειές και τις δραστηριότητες της μέρας γυρνούσαν στα σπίτια τους. Ακόμη και τα φωτισμένα λεωφορεία, που προχωρούσαν αργά αργά. Όλα του άρεσαν κι ας ήταν Παραμονή Χριστουγέννων μακριά από το σπίτι του.

Τις 9 ο Τσιτσάνης ήταν και πάλι μπροστά στο ξενοδοχείο της Μαρίκας. Την έπιασε απ’ το μπράτσο και ξεκίνησαν για το μαγαζί. Στο δρόμο άρχισε να της ψιθυρίζει ένα τραγούδι, που εκείνη κατάλαβε ότι δεν είχε ξανακούσει. Τα λόγια έλεγαν περίπου τα εξής;    

Είσαι το καμάρι της καρδιάς μου /
Θεσσαλονίκη όμορφη γλυκιά /
κι αν ζω στην ξελογιάστρα την Αθήνα /
για σένα τραγουδώ κάθε βραδιά. /

Ωωω! όμορφη Θεσσαλονίκη. /
Ωωω! τα μαγικά σου βράδια νοσταλγώ. /

Μέσα στα στενά σου τα σοκάκια /
έζησα τις πιο γλυκές στιγμές /
καντάδες χίλιες νύχτες έχω κάνει /
για όλες τις μποέμικες καρδιές. /

Ωωω! όμορφη Θεσσαλονίκη. /
Ωωω! τα μαγικά σου βράδια νοσταλγώ. /

Πάντα με κρατάς στην αγκαλιά σου /
πάντα σε θυμάμαι και πονώ /
κι αν είμαι τώρα λίγο μακριά σου /
με τον καιρό κοντά σου θα βρεθώ».



«Τι είναι αυτό;» τον ρώτησε. «Σου άρεσε; Σήμερα το έγραψα, μέσα σε μια ώρα». Τα μάτια της άστραψαν: «Μπράβο». Του ζήτησε να το ξαναπεί, ώστε να το περάσουν απόψε κιόλας στο μαγαζί. «Θα το φωνογραφήσουμε μόλις κατεβούμε στην Αθήνα» της είπε, αλλά εκείνη τον διέκοψε: «Θα το πεις εσύ, το πολύ πολύ ο Τσαουσάκης, που είναι Θεσσαλονικιός. Κάποιος που έζησε στην πόλη και αισθάνεται την αύρα της». Ακολούθησε σιωπή. Ο Τσιτσάνης δεν ήταν συνηθισμένος σε αντιρρήσεις, ειδικά σε θέματα που αφορούσαν τα τραγούδια του.  Η κίνηση στα πεζοδρόμια είχε αραιώσει, αλλά ο φωτισμός του δήμου δημιουργούσε σκιές που έμοιαζαν να έχουν ζωή. «Έχεις δίκιο» της είπε τελικά. Εκείνο το βράδυ τα «Κούτσουρα» πήραν φωτιά από το κέφι. Στην κυριολεξία. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων και πάντα αυτή η νύχτα θα είναι ξεχωριστή.  

ΥΓ. Το μεγάλο και φλογισμένο ειδύλλιο σημάδεψε τον κόσμο της ελληνικής μουσικής στη δεκαετία του 1950. Ο κρυφός έρωτας του Βασίλη Τσιτσάνη με την Μαρίκα Νίνου, ενώ και οι δύο ήταν παντρεμένοι και με παιδιά, κατέληξε σε μια παθιασμένη σχέση, που κράτησε σχεδόν τέσσερα χρόνια. Γνωρίστηκαν το 1949, όταν ο Τσιτσάνης πήρε τη Νίνου δίπλα του στο πάλκο, στου «Τζίμη του χοντρού», επειδή μετά από μία παρεξήγηση με πολιτικά χαρακτηριστικά, η Μπέλλου έπρεπε να αποχωρήσει από το σχήμα. Από εκεί και πέρα όλα πήραν το δρόμο τους, σχεδόν μαγικά. Όπως το νερό που κυλάει. Οι επιτυχίες τους στα κέντρα και τους δίσκους είναι ανεπανάληπτες. Ο έρωτας τους παθιασμένος, αν και ο Τσιτσάνης της ξεκαθάρισε από την αρχή ότι δεν πρόκειται να διαλύσει την οικογένεια του. Όταν το πάθος ξεθύμανε και τίποτα δεν ήταν όπως στην αρχή άρχισαν οι καβγάδες. Το 1953 οι δυο τους δούλευαν και πάλι στου «Τζίμη του χοντρού», αλλά –όπως λένε κάποιοι από την ορχήστρα- «δεν μιλιόντουσαν». Λίγο αργότερα ο καρκίνος κτύπησε τη Μαρίκα. Ο Βασίλης την πήγε στους καλύτερους γιατρούς της Αθήνας, οι οποίοι της σύστησαν να πάει για θεραπεία στην Αμερική.

Λίγο πριν εκείνη φύγει για το υπερατλαντικό ταξίδι ο Τσιτσάνης την κάλεσε στο στούντιο για ένα καινούριο τραγούδι. Το «Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα; / Αφού δε γίνεται μαζί να ζήσουμε / κι αφού7 μας πήρε πια η κατηφόρα / καλύτερα από τώρα να χωρίσουμε. / Αφού δε γίνεται μαζί να ζήσουμε» ήταν ο τρόπος του μεγάλου συνθέτη να πει στην ερωτευμένη Νίνου πως ο δεσμός τους είχε έρθει η ώρα να τελειώσει. Εκείνη πήγε στο στούντιο χωρίς να γνωρίζει τους στίχους. Όταν τους διάβασε συνειδητοποίησε πως δεν ήταν ένα απλό τραγούδι, αλλά ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα που έπρεπε η ίδια να ερμηνεύσει. Το τραγούδησε μόνο μια φορά. Είναι η ηχογράφηση που υπάρχει, στο άκουσμα της οποία κάποιοι διακρίνουν αληθινούς λυγμούς. Ήταν Μάρτιος του 1954. Λίγο μετά η Μαρίκα πήγε στην Αμερική, αλλά δε βρήκε γιατρειά. Επέστρεψε καταδικασμένη, εξαιρετικά αδυνατισμένη και με φοβερούς πόνους. Πέθανε λίγους μήνες μετά, στις 23 Φεβρουαρίου του 1957, σε ηλικία μόλις 39 ετών. Ο Τσιτσάνης δεν πήγε στην κηδεία. Από τότε που γύρισε από την Αμερική την είχε δει μόνο μια φορά, τα Χριστούγεννα του 1956, όταν την επισκέφθηκε στο σπίτι της στο Αιγάλεω και την άκουσε να του λέει: «Σαν άστρο εβασίλαψα…».
Αυτές οι τρεις λέξεις αποτέλεσαν τη βάση ενός ακόμα τραγουδιού που έγραψε ο Τσιτσάνης για τη Νίνου και ηχογράφησε με την Καίτη Γκρέη το 1961. Ένα αντίο, ίσως και μια συγνώμη.

«Σαν άστρο εβασίλεψες /
και χάθηκες χαρά μου /
κι απ’ τον καημό μου τον βαρύ /
έγινε μαύρη η Κυριακή /
και σπάραξε η καρδιά μου. /

«Κυριακή σε γνώρισα /
Κυριακή σε χάνω /
θέλω να είναι Κυριακή /
κι αυτή που θα πεθάνω. /

Είναι βαριά κι αβάσταχτη /
του χωρισμού η ώρα /
στο βίο μου το σκοτεινό /
έχω τον μαύρο ουρανό /
για συντροφιά μου τώρα. /    

Ας πέθαινα μια Κυριακή /
για να χαρεί κι ο χάρος /
να τελειώσει μια ζωή /
που ’ναι για μένα φυλακή /
που ’ναι για μένα βάρος. /
 
Κυριακή σε γνώρισα /
Κυριακή σε χάνω /
θέλω να είναι Κυριακή /
κι αυτή που θα πεθάνω».