Skip to main content

Οι 25 υποψηφιότητες μετατρέπουν τον δήμο Θεσσαλονίκης σε καφενείο

Ο αριθμός των υποψηφίων συμβούλων θα κυμανθεί μεταξύ 1500 και 2000. Δηλαδή, για κάθε 2 ή 3 πολυκατοικίες υπάρχει κι ένας κάτοικος που αναζητεί σταυρό

Το 1945 ο 20χρονος Μάνος Χατζιδάκις επισκέφθηκε για πρώτη φορά τη Θεσσαλονίκη. Ως χαρισματικά ευαίσθητος και ταλαντούχος ο νεαρός Μάνος δεν στάθηκε στο Λευκό Πύργο, στην Καμάρα, στη Ροτόντα, στην παραλία, σε όλα αυτά που εντυπωσιάζουν τους επισκέπτες που φθάνουν για πρώτη φορά στην πόλη. Εκείνο που του εντυπώθηκε είναι ο μεγάλος αριθμός των εκκλησιών. «Για να έχει τόσο πολλές εκκλησίες σημαίνει ότι αυτή η πόλη έχει πολλές αμαρτίες» σχολίασε και δέθηκε μαζί της εφ’ όρου ζωής.

Αυτό που υπογράμμισε με τον τρόπο του 75 χρόνια πριν ο Χατζιδάκις είναι ότι το μέγεθος των αριθμών μετράει. Διότι κάτι σημαίνει. Και κάπου οφείλεται. Σήμερα ένας αναλόγου ευαισθησίας νεαρός επισκέπτης που φτάνει για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη και πληροφορείται ότι οι υποψήφιοι δήμαρχοί της πόλης ενδέχεται να ξεπεράσουν τους 20 και να φτάσουν τους 25 τι θα σκεφτεί άραγε; Ίσως ότι πρόκειται για πόλη – καφενείο, όπου όλοι είναι προπονητές και πρωθυπουργοί του καναπέ και –γιατί όχι- οι καλύτεροι τοπικοί άρχοντες; Ή ότι ο ίδιος βρίσκεται στην πρωτεύουσα του χαβαλέ; Ή ακόμη ότι η κοινωνία της πόλης, στην οποία παρατηρείται αυτό το φαινόμενο είναι τόσο πολυκερματισμένη; Ή μήπως ότι τα προβλήματα είναι τόσα πολλά, που ο καθένας δικαιούται να θεωρεί αυτό που ο ίδιος νομίζει ως το μεγαλύτερο και άρα τον εαυτό του καταλληλότερο να το επιλύσει; Μήπως λίγο απ’ όλα; Η επιστήμη σηκώνει τα χέρια…

Το 2014 στο δήμο Θεσσαλονίκης ήταν εγγεγραμμένοι περίπου 247.000 ψηφοφόροι. Από αυτούς προσήλθαν στις κάλπες την πρώτη Κυριακή περί τις 140.000. Φέτος λόγω της αυξημένης κινητικότητας, του τεταμένου πολιτικού κλίματος, αλλά και του Μακεδονικού τα επιτελεία των υποψηφίων εκτιμούν ότι η συμμετοχή μπορεί να φτάσει και τις 180.000. Με δεδομένο ότι καθένας από τους υποψηφίους δημάρχους Θεσσαλονίκης εκτιμάται ότι μεσοσταθμικά θα συμπεριλάβει στο ψηφοδέλτιο του 60 – 80 ονόματα, ο συνολικός αριθμός των υποψηφίων συμβούλων ενδέχεται να διαμορφωθεί κάπου ανάμεσα στους 1500 και 2000. Μια απλή διαίρεση μας δείχνει ότι για κάθε δύο ή τρεις πολυκατοικίες της πόλης υπάρχει κι ένας κάτοικος που αναζητά ψήφο και σταυρό. Η πεμπτουσία της Δημοκρατίας, θα σκεφτεί κάποιος. Θεωρητικά, όσο περισσότερο συμμετέχουν οι πολίτες στα κοινά –και οι υποψήφιοι αποδεικνύουν εμπράκτως ότι συμμετέχουν- τόσο καλύτερα μπορούν να πάνε τα πράγματα για το σύνολο. Μόνο που οι εκλογές για τον πρώτο βαθμό της τοπικής αυτοδιοίκησης δεν γίνονται για να επιβεβαιωθούν θεωρητικά μοντέλα ή ιστορικές παραδοχές.

Ούτε για να πείσουμε ότι είμαστε απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, οι οποίο –ως γνωστόν- προσέφεραν στον πολιτισμό του πλανήτη το δημοκρατικό πολίτευμα. Γίνονται για να βελτιωθεί η καθημερινότητα των πολιτών. Για να υπάρχει συστηματική αποκομιδή απορριμμάτων, καλύτερη καθαριότητα δημοσίων χώρων, περιποιημένα πάρκα, πλατείες και σχολεία, ασφαλείς παιδικές χαρές, αξιοπρεπή κοιμητήρια. Για να επιβληθεί ευταξία στους δρόμους και στα πεζοδρόμια. Όλα αυτά –και όσα ανάλογα συμπληρώνουν τη λίστα- αποτελούν προτεραιότητα. Τα υπόλοιπα - συμπεριλαμβανομένων και των αναπτυξιακών- είναι κρίσιμα, αλλά σε δεύτερο επίπεδο. Κανείς δεν έχει απαίτηση από τους δήμους να λύσουν το πρόβλημα της ανεργίας ή να δημιουργήσουν καλύτερο επιχειρηματικό περιβάλλον. Εάν συμβάλλουν σε αυτές τις κατευθύνσεις έχει καλώς, αλλά δεν είναι αυτό το δικό τους στοίχημα. Του κλάχιστον στην Ελλάδα και τουλάχιστον όχι ακόμη. Ρωτήστε και τον Γιάννη Μπουτάρη, ο οποίος δεν είναι συμβατικός δήμαρχος, που πιστεύει ο ίδιος ότι πέτυχε ή απέτυχε.       

Στην Ελλάδα η πολιτική –πολύ περισσότερο όταν πλησιάζουν οι πάσης φύσεως εκλογές- είναι κάτι σαν ομαδική ψυχοθεραπεία. Ενδεχομένως χρήσιμη, αλλά τελείως αντιπαραγωγική στις μέρες μας, που τα προβλήματα είναι πιεστικά και απαιτούν λύσεις. Άρα παντού –πολύ περισσότερο στους δήμους- αναζητούνται άνθρωποι πρακτικοί και αξιόπιστοι, οι οποίοι να έχουν αποδείξει ότι μπορούν να σηκώσουν μία καρέκλα και να τη μεταφέρουν στο άλλο δωμάτιο, χωρίς πολλές πολλές συζητήσεις.

Στη Θεσσαλονίκη, όπως παντού στην Ελλάδα και στον κόσμο, τέτοιοι άνθρωποι υπάρχουν. Κυκλοφορούν αναμεσά μας. Η ερώτηση είναι αν ασχολούνται με την πολιτική και την αυτοδιοίκηση ή προτιμούν να κοιτούν μόνο τη δουλειά τους; Αν βρίσκονται ανάμεσα στους υποψηφίους δημάρχους και στους υποψηφίους δημοτικούς συμβούλους ή τους συναντά κανείς μόνο στις επιχειρήσεις, στις υπηρεσίες και στην αγορά;     

Το εκλογικό τοπίο για το δήμο Θεσσαλονίκης, όπως διαμορφώνεται αυτή τη στιγμή, διότι κάποιοι δε θα φτάσουν στο τέρμα του δρόμου, είναι μελαγχολικό. Πρωτίστως διότι αποτυπώνει μια κατακερματισμένη κοινωνία, τα μέλη της οποίας δε μπορούν να συμφωνήσουν σε βασικά πράγματα, όπως –για παράδειγμα- ποια οφείλουν να είναι τα χαρακτηριστικά ενός υποψηφίου δημάρχου Θεσσαλονίκης. Εν ολίγοις δεν υπάρχουν η ατμόσφαιρα και οι δικλίδες που θα αποθαρρύνουν τους γραφικούς, οι οποίοι υπάρχουν και κινούνται με δεδομένα κανονικότητας. Προφανώς το σύστημα της απλής αναλογικής που ισχύει και το οποίο τόσο πολύ δείχνει να προτιμάει η σημερινή κυβέρνηση, προσφέρει σε όλους –κυριολεκτικά σε όλους- ένα αφήγημα που θεωρούν ότι τους ταιριάζει, μπορούν να το φορέσουν και άρα να το… αγοράσουν. Το κακό είναι ότι η Θεσσαλονίκη από φραπεδούπολη που είναι επισήμως και με τη βούλα, κινδυνεύει να μετατραπεί σε απέραντο καφενείο, που σερβίρει όλων των ειδών τους καφέδες και τα αφεψήματα. Μόνο που καφενείο και παραγγελία αλλάζει κάποιος αν θέλει, ακόμη και καθημερινά. Στις εκλογές όμως –ειδικά στις δημοτικές- όποιος το μετανιώσει με όσα δει, ακούσει και παρατηρήσει μετά τις κάλπες είναι υποχρεωμένος να περιμένει τέσσερα χρόνια.