Skip to main content

Διακομματική «κλοπή» δεκάδων εκατ. από επιχειρήσεις της Β. Ελλάδας

Η περίπτωση της «Μαρινόπουλος» αφορά δεκάδες παραγωγικές επιχειρήσεις που βιώνουν μεγάλο πρόβλημα ρευστότητας και λόγω του συγκεκριμένου θέματος.

Ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος με ανακοίνωσή του ζητάει από την κυβέρνηση να ρυθμίσει το θέμα του κατεβληθέντος ΦΠΑ, επί των «κουρεμένων» κατά 50% τιμολογίων των  επιχειρήσεων – προμηθευτών των σούπερ μάρκετ «Μαρινόπουλος».

Ο ΣΒΒΕ επικαλείται, μάλιστα, διατάξεις του ευρωπαϊκού δικαίου, οι οποίες θα πρέπει να ενσωματωθούν στο εθνικό δίκαιο, ώστε να «θωρακίσουν» την ουδετερότητα του ΦΠΑ, ενός φόρου που καταβάλουν οι καταναλωτές επί των πραγματικών τους συναλλαγών και τελικά καταλήγει στα δημόσια ταμεία. Κι αυτό διότι σήμερα οι νόμοι στην Ελλάδα δεν επιτρέπουν την επιστροφή από το κράτος στις επιχειρήσεις ή το συμψηφισμό ΦΠΑ για λόγους μη είσπραξης τιμολογίου, ακόμη κι αν αυτή είναι αποδεδειγμένη και με τη σφραγίδα της δικαιοσύνης. Εάν δηλαδή ένας προμηθευτής δεν καταφέρει να εισπράξει από τον πελάτη του την αξία ενός τιμολογίου το ΦΠΑ τον βαρύνει. Μόνο που στην περίπτωση «Μαρινόπουλος» τα πράγματα είναι διαφορετικά και πολύ σοβαρά, διότι αφορά δεκάδες παραγωγικές επιχειρήσεις –κυρίως της Β. Ελλάδος-, οι οποίες βιώνουν μεγάλο πρόβλημα ρευστότητα και εξαιτίας του συγκεκριμένου θέματος.

Η υπόθεση «Μαρινόπουλος» κινδύνευσε να εξελιχθεί σε Lehmann Brothers της Ελλάδας. Κι αυτό διότι τα χρέη που η μέχρι πρότινος μεγαλύτερη αλυσίδα σούπερ μάρκετ της χώρας δεν μπορούσε να αποπληρώσει έφτασαν τα 1,8 δισ. ευρώ ή το 1% του ΑΕΠ και κάτι παραπάνω. Γι’ αυτό και όλοι οι εμπλεκόμενοι -από το κράτος και τις τράπεζες, μέχρι τους προμηθευτές- έσκυψαν πάνω στο θέμα κι έβαλαν πλάτη όταν η αλυσίδα «Σκλαβενίτης»  προθυμοποιήθηκε υπό όρους να απορροφήσει τη «Μαρινόπουλος». Σε περίοδο περιορισμένης ρευστότητας οι τράπεζες χρηματοδότησαν τη συγχώνευση – εξαγορά και οι προμηθευτές της «Μαρινόπουλος» αποδέχθηκαν «κούρεμα» 50% σε αυτά που έπρεπε να εισπράξουν. Η χασούρα γι’ αυτούς του χιλιάδες προμηθευτές είναι αυταπόδεικτη, αφού δεν υπάρχει στα τρόφιμα κέρδος ικανό να καλύψει κούρεμα απαιτήσεων 50%, ενώ σε πολλές περιπτώσεις οι οφειλές εκκρεμούσαν μεγάλο χρονικό διάστημα, επιβαρύνοντας το χρηματοοικονομικό κόστος. Με αυτούς τους όρους η δουλειά προχώρησε –η συμφωνία ολοκληρώθηκε πριν από ένα χρόνο- και περίπου 11.000 εργαζόμενοι δεν βρέθηκαν στο δρόμο, αλλά συνεχίζουν να εργάζονται. Η κυβέρνηση πανηγύρισε –και δικαίως- την εξέλιξη, που απέτρεψε ένα ντόμινο στην αγορά, για το οποίο κανείς δεν μπορούσε να ξέρει πόσο βάθος και τι πλάτος θα είχε, που θα σταματούσε και πόσους ανυποψίαστους θα έπαιρνε μαζί του στην καταστροφή.

Σε όλο αυτό το δράμα το κράτος ενεθάρρυνε τους συμμετέχοντες να φτάσουν μέχρι το τέρμα, αλλά το ίδιο –ως συνήθως- αρνήθηκε να βρέξει τα παπούτσια του. Διότι μπορεί επισήμως και με τη βούλα των δικαστηρίων όσοι είχαν να εισπράξουν 1,8 δισ. ευρώ να συμφώνησαν στα 900 εκατ. ευρώ, αλλά το δημόσιο επιμένει αν εισπράξει ΦΠΑ για το σύνολο του 1,8 δισ. ευρώ. Κάτι που ήδη έχει συμβεί, αφού ως γνωστόν η προθεσμία καταβολής του ΦΠΑ είναι δύο μήνες, ενώ σε πολλές περιπτώσεις τα απλήρωτα τιμολόγια εκκρεμούσαν στο λογιστήριο της «Μαρινόπουλος» πολλούς μήνες. Ένας απλός υπολογισμός των «κουρεμένων» χρημάτων με τα ποσοστά του ΦΠΑ που επιβαρύνονται τα προϊόντα που βρίσκονται στα ράφια των σούπερ μάρκετ μας κάνει ένα ποσό κοντά στα 50 εκατ. ευρώ, ίσως και περισσότερα.

Μέγεθος υπολογίσιμο σε κάθε αγορά, πολύ περισσότερο ανάμεσα σε μικρομεσαίες κατά βάσιν επιχειρήσεις, που λειτουργούν σε συνθήκες περιορισμένης ρευστότητας. Αλλά αυτό δεν ενδιαφέρει το υπουργείο Οικονομικών, που «ιδρώνει» για να αυξήσει τα έσοδα του. Προφανώς με αυτό κατά νου ούτε ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν θετικός, όταν στο προ διμήνου summit του ΣΒΒΕ, τον ρώτησε σχετικά ο αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Ανδρέας Δημητρίου, επικεφαλής του πτηνοτροφικού συνεταιρισμού Ιωαννίνων «Η Πίνδος», που έχει «καεί» απευθείας από την υπόθεση «Μαρινόπουλος», όπως άλλωστε και πολλές μεταποιητικές –και γενικότερα- παραγωγικές μονάδες του βορειοελλαδικού τόξου.  

Η απόσταση ανάμεσα στην πραγματική οικονομία και τον δημοσιονομικό κόσμο στην Ελλάδα είναι χαώδης. Μάλιστα, όσο πιο μακριά βρίσκεται κάποιος από το κέντρο και το επίκεντρο της χώρας, τόσο περισσότερο τη ζει στο πετσί του. Όσο περισσότερο παράγει μια περιοχή, τόσο ο ανταγωνισμός που υφίσταται από το ελληνικό δημόσιο είναι εντονότερος και πιεστικότερος. Ένα θέμα που σε μια πολιτισμένη οικονομία θα λυνόταν αυτομάτως –αν δηλαδή είχε προκύψει ποτέ σε τέτοιο μέγεθος, αφού υπάρχουν ασφαλιστικές δικλείδες, αλλά αυτό είναι διαφορετικ/ο κεφάλαιο- διότι είναι προφανές και λογικό, στην Ελλάδα δεν θα λυθεί ποτέ. Μόνο που έτσι δεν καλλιεργείται κοινωνική συνείδηση. Δεν ενδυναμώνεται σωστή φορολογική νοοτροπία. Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει. Όσοι κλέβουν το κράτος φοροδιαφεύγοντας και κινούμενοι στα πεδία του αθέμιτου ανταγωνισμού αισθάνονται δικαιωμένοι. Όσο για τους συνεπείς αναθεωρούν τις απόψεις τους και ήδη σκέφτονται με πιο τρόπο θα βγάλουν τη χασούρα, εννοείται στην πλάτη του ίδιου του κράτους, που, πλέον, θεωρούν ότι τους κλέβει στο φως του ήλιου.