Skip to main content

Δύσκολα προσαρμόζεται ο Έλληνας στην οικονομική κατάσταση

Το ερώτημα είναι γιατί πληρώνει κάποιος πολλαπλάσια ποσά, ενώ το ίδιο σχεδόν πρόγραμμα μπορεί να το απολαύσει σε συνηθισμένο κέντρο διασκέδασης.

Δόθηκε μεγάλη δημοσιότητα, και όχι μόνο στις κουτσομπολίστικες εκπομπές και περιοδικά, σε εκδήλωση της Μυκόνου όπου σαμπάνια και χρήμα έρρεαν άφθονα. Σύμφωνα με τον τιμοκατάλογο της βραδιάς, στα πρώτα τραπέζια δίπλα στην πίστα, το κόστος είναι 10.000 ευρώ για 10 άτομα, δηλαδή 1.000 ευρώ έκαστο. Οι τιμές των τραπεζιών που βρίσκονται πιο πίσω ξεκινούν από 3.000 και φθάνουν τα 5.000 ευρώ.

Λέγεται ότι την πλειονότητα των θαμώνων αποτελούσαν Άραβες και Τούρκοι, αλλά δεν έλειπαν και οι Έλληνες. Το ερώτημα είναι γιατί πληρώνει κάποιος πολλαπλάσια ποσά, ενώ το ίδιο σχεδόν πρόγραμμα μπορεί να το απολαύσει σε συνηθισμένο κέντρο διασκέδασης. Η απάντηση δεν είναι άλλη, από την επιθυμία που διακατέχει πολλούς να προβούν σε επίδειξη του πάχους του πορτοφολιού τους. Ενώ δεν υπάρχει η ανάλογη επιθυμία προς επίδειξη των πνευματικών και ψυχικών ικανοτήτων και χαρακτηριστικών, τα οποία πολλές φορές αναντιστοιχούν προς το εισόδημα.

Ο καθηγητής κοινωνιολογίας του προπολεμικού Α.Π.Θ., Αμβροτέλης Ελευθερόπουλος, κατηγοριοποιεί τις συμπεριφορές του ανθρώπου σε δύο ομάδες, της επίδειξης και ευζωίας. Στη σύγχρονη εποχή, ιδιαιτέρως στην Ελλάδα, η επίδειξη προέχει της ευζωίας, και αναφέρεται κυρίως στην απόκτηση πλούτου, ακόμη και με αθέμιτα μέσα (αδιάφορο αν είναι γνωστές οι έκνομες δραστηριότητες κάποιου, η κοινωνία τον θεωρεί σπουδαίο, εφ’ όσον δεν έχει επέμβει η δικαιοσύνη).

Η επιβολή οικονομικών κανόνων και η ανάλογη λήψη μέτρων προς αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, που είχαν επιτυχία σε άλλες χώρες, δεν είναι απαραίτητο να είναι το ίδιο επιτυχείς επιβαλλόμενοι και στην Ελλάδα. Και τούτο, διότι προσκρούουν σε έναν άλλον κανόνα, που διατυπώθηκε από τον κοινωνιολόγο Γουστάβ Λε Μπον πριν από 130 περίπου χρόνια: «Κάθε επιτυχής θεσμός, μεταφερόμενος σε άλλη χώρα, δεν θα έχει την ίδια επιτυχία, αν δεν προσαρμοστεί προς τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν στη χώρα αυτή».


Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία όταν αφορά τους Έλληνες, οι οποίοι πορευόμαστε στην πολυχιλιετή ιστορία μας με κανόνες "ελληνικής πατέντας". Ο τρόπος που ενεργούμε -σε όλους τομείς- συλλογικά ή ατομικά, φανερά ή κρυφά, άμεσα ή έμμεσα, δεν εμπίπτει σε κανέναν από τους γνωστούς καταλόγους κοινωνικής συμπεριφοράς.

Κι αυτός είναι ο σημαντικότερος λόγος που δεν καταλαβαίνουμε τους άλλους, ούτε αυτοί εμάς. Ως προς δε το "ανήκομεν εις την Δύσιν", καλό είναι να εκλαμβάνεται μόνον ως προς το πολιτικό σύστημα - αντιδάνειο κακέκτυπης μίμησης της ελληνικής δημοκρατίας. Ως προς τα άλλα, ούτε η Πυθία θα μπορούσε να βρει πού ανήκουμε. Το πιθανότερο είναι, πως αποτελούμε μια κατηγορία μόνοι μας. Δεν αποκλείεται, αυτός να είναι και ο λόγος που επιβιώσαμε, όταν δεκάδες έθνη της αρχαιότητας εξαλείφθηκαν.


Ως τα μέσα της δεκαετίας του ’50 μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού ζούσε στην ανταλλακτική οικονομία. Με τα αυγά της κότας, από τον ορνιθώνα της αυλής, αγόραζε από τον παντοπώλη είδη που δεν παρήγε το χωριό. Η καταναλωτική "μανία" δεν είχε ενσκύψει ακόμη. Αυτό άρχισε από την επόμενη δεκαετία, όπου εμφανίστηκε νέες συμπεριφορικές συνήθειες, που παγιώθηκαν.

Σ’ αυτό συνέβαλαν και οι μετανάστες. Ερχόμενοι κατά τις διακοπές στα χωριά τους, έπρεπε να επιδείξουν την επιτυχία τους στα ξένα και να τους θαυμάζουν οι ιθαγενείς. Μου διηγήθηκαν περιπτώσεις, όπου παράγγελναν στον καφετζή τις μπύρες "με το κασόνι" για να κεράσουν τους ιθαγενείς και να αποσπάσουν τον θαυμασμό τους για τον "πετυχημένο συγχωριανό". (Αυτός θεωρείται και ο σημαντικότερος λόγος που η μπύρα δεν μπόρεσε να μπει σε εστιατόρια με λευκά τραπεζομάντιλα και ακριβή εξυπηρέτηση).

Βέβαια, η τάση προς επίδειξη που μας διακατέχει, δεν ήρθε από την εσπερία μέσω των μεταναστών. Είναι εγγενής κατάσταση και περίμενε απλώς τον σπινθήρα για να αναπτυχθεί. Με τον μεσογειακό μας χαρακτήρα πέσαμε εύκολα στην παγίδα του νεοπλουτισμού, να δείξουμε δηλαδή ότι ήμαστε "κάποιοι", κι ας μη ήμαστε.

Ο βορειοευρωπαίος θα αγοράσει πολυτελές αυτοκίνητο και θεωρεί απόλυτα φυσικό να πάρει τα ρέστα, ακόμη και αν πρόκειται για λίγα ευρώ. Εμείς, επιφανειακά δείχνουμε μια περιφρόνηση στο χρήμα, για να αποδείξουμε ότι το διαθέτουμε άφθονο, ή τουλάχιστον δεν το στερούμαστε. Μεγάλα τμήματα του ελληνικού λαού, θα αγοράσουν το ακριβότερο αγαθό, για να το επιδείξουν ως τέτοιο και να αποδείξουν ότι "μπορούν".

Όσο καιρό θα εξακολουθεί η νοικοκυρά να μη αγοράζει τρεις τομάτες, όσες χρειάζεται για τη σαλάτα της ημέρας, αλλά με το κιλό και να πετάξει τις υπόλοιπες (είπαμε: 30% των απορριμμάτων είναι τρόφιμα, ενώ ο μέσος βορειοευρωπαϊκός όρος δεν είναι πάνω από 12%) οι τιμές θα παραμένουν υψηλές, εις πείσμα της ύφεσης.

Αυτή βέβαια, είναι μόνο μια από τις πολλές παραμέτρους ύπαρξης σπατάλης, ακόμη και σε εποχή ύφεσης, που δεν είναι εύκολο να απαλειφθεί, επειδή είναι θέμα παιδείας και πολύχρονης εκπαίδευσης.