Skip to main content

Πού πάμε; Δύσκολη αλλά αναγκαία η εμφάνιση ενός «νέου Έλληνα»

Άρθρο στη Voria.gr του Δημήτρη Βαρτζόπουλου, πρώην Υφυπουργού Υγείας και πρώην Γενικού Γραμματέα Συντονισμού Κυβερνητικού Έργου.
Του Δημήτρη Βαρτζόπουλου*
 
«Πού Πάμε;» Προ ημερών επιστήθιος φίλος μου συνέστησε στην ενημέρωση για την παρουσίαση του βιβλίου μου «Πού Πάμε;» από τον πρώην Πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά (Κυριακή 12/5, 11πμ στο Porto Palace), να διευκρινίζω ότι πρόκειται περί Πολιτικής και όχι Ψυχιατρικής. Του εξήγησα ότι πρόκειται ασφαλώς περί θεμάτων ακραιφνώς πολιτικών μεν, η κατανόηση των οποίων δε είναι εξαιρετικά δυσχερής, για να μην πω απολύτως αδύνατος, χωρίς τα εργαλεία της δουλειάς μου. 
 
Πώς αλλιώς θα μπορούσε κανείς να ερμηνεύσει την απόφαση σημαντικού τμήματος του ελληνικού λαού να αναδείξει Πρωθυπουργό, που εξομολογείται δημοσίως, ότι  «η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων, που μας στήριξαν, είχαν επίγνωση ότι θα δώσουμε μια μάχη και προφανώς θα καταλήξουμε σε έναν συμβιβασμό και πολλές από τις δεσμεύσεις μας δεν θα μπορέσουμε να τις υλοποιήσουμε».
 
Βάσει της κοινής αριστοτελείου λογικής τούτο θα σήμαινε: μας ψήφισαν, ενώ εγνώριζαν ότι πολλά από τα υποσχόμενα δεν είναι δυνατόν να υλοποιηθούν, δηλαδή ήταν αδύνατα. Η συνέχεια της λογικής σκέψεως φυσικά θα ήταν: και γιατί να ψηφίσει κάποιος κάποιον που υπόσχεται πράγματα αδύνατα και όχι αυτόν που λέει εξ αρχής ότι είναι αδύνατα; Η μόνη δυνατή λογική απάντηση θα ήταν: διότι υπάρχει η ειδοποιός διαφορά του ενδιαμέσου αγώνος. Άρα ψηφίζει κάποιος κάποιον που υπόσχεται ότι θα αγωνισθεί για πράγματα αδύνατα, απλώς για να καταστήσει δυνατόν αυτόν τον αγώνα για τα αδύνατα πράγματα. 
 
Νομίζω, ότι είναι προφανές πια ότι ο παραλογισμός, που οδήγησε στην καταψήφιση μιας παράταξης, που γλύτωσε την χώρα από την καταστροφή μετά τις χρεωκοπίες του 2010/2011 και στην υπερψήφιση (μάλιστα τρις, σε δυο κοινοβουλευτικές εκλογές και ένα δημοψήφισμα) εκείνης, που την ξαναχρεωκόπησε το 2015, μόνο με ψυχιατρικούς όρους εξηγείται. Μόνο δραματικές εκρήξεις συναισθήματος που σαρώνουν κάθε λογική εμπειρία, προκαλώντας επανειλημμένως συμπεριφορές παρορμητικές, μπορούν να αποτελέσουν αποδεκτή εξήγηση. 
 
Πού πάμε λοιπόν; Πώς μπορεί να αποφευχθεί ξανά μια τέτοια δυσφορική έκρηξη; 
 
Δύσκολο εξαιρετικά δύσκολο:
 
Εκείνο που απαιτείται είναι η ανάγκη εμφάνισης ενός «νέου Έλληνα», ενός πολίτη νέου τύπου, νέας νοοτροπίας, άλλης αντίληψης των πραγμάτων, ο οποίος:
-αντιλαμβάνεται ότι υπάρχουν τρόποι να αντιμετωπίζει κανείς τα πράγματα, ακόμη και τα πιο καθημερινά, τα πιο βασικά, την εκπαίδευση των παιδιών, την  υγεία μας, την επιλογή των αρχόντων,  με εντελώς διαφορετικές αρχές . Ότι σαν κοινωνία "πήραμε την ζωή μας λάθος" εδώ και πολύ καιρό.
-θα συμμετέχει στην παραγωγή πολιτικής μέσω του εθελοντισμού, του συνδικαλισμού και των ειδικών οργανώσεων των λαϊκών αστικών κομμάτων και θα αποκτά έτσι εμπειρία, που θα καθοδηγεί το συναίσθημα.
- που θα τα οδηγήσει σε τρόπους ανάδειξης πολιτικού προσωπικού αντιπροσωπευτικού της κοινωνικής διαστρωμάτωσης.
- που θα επιλέγει μεταξύ αυτού του προσωπικού επί τη βάσει των συγκεκριμένων απαντήσεών του στα συγκεκριμένα ερωτήματα της καθημερινότητας και της ύπαρξης.
 
Ποια είναι αυτά τα ερωτήματα; 
 
Απλά: η ανάπτυξη, νέες θέσεις εργασίας, μείωση φόρων και εισφορών, στήριξη επιχειρηματικότητας ιδίως της μικρομεσαίας και αγροτικής με μείωση των διοικητικών βαρών, ανταγωνιστική χρηματοδότηση, εξορθολογισμό της αδειοδοτικής νομοθεσίας, αντιμέτωπη της λαθρομετανάστευσης, αποκατάσταση της εσωτερικής ασφάλειας.
 
Ιδίως όμως δεν πρέπει να λησμονούμε ότι υπάρχει ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού που για βιολογικούς λόγους αισθάνονται την ανάγκη διαβιώσεως σε ασφαλή, μη μεταβαλλόμενα περιβάλλοντα.
 
Ένα τμήμα αυτού μάλιστα ρέπει σε άκαμπτους, ενδεχομένως και αυταρχικούς, τρόπους δομήσεως και διοικήσεως των κοινωνιών τους.
 
Σε αυτούς τους ανθρώπους η σημερινή κατάσταση της χώρας δημιουργεί αίσθημα μείζονος ανασφάλειας.
 
Ο Έλλην αστός υποχρεούται σε ιδιωτικές πληρωμές για την υγεία του, που καταβροχθίζουν το 10% του διαθεσίμου εισοδήματός του ( έναντι 1% του μέσου Ευρωπαίου). Αν προσθέσει κανείς τα φροντιστήρια των παιδιών και την περίθαλψη των γερόντων και αναπήρων, τουλάχιστον το 30% του εισοδήματος της μέσης ελληνικής οικογένειας δαπανάται για υπηρεσίες που άλλου προσφέρει αποκλειστικώς το κράτος. 
 
Αυτή είναι επίσης μια ουσιαστική πρόκληση για την ελληνική Κεντροδεξιά: Να διευκρινίσει τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει τις ανάγκες εκείνες υπαρξιακής ασφαλείας, που αποτελούν τον κύριο τροφοδότη της άλλης πλευράς.  
 
Τελευταίο αλλά όχι και ελάχιστο: Η πρόσφατη εθνική ταπείνωση της Συμφωνίας των Πρεσπών ζητά συγκεκριμένη εξωτερική πολιτική πυγμής. Η θέση της πατρίδας είναι πολιτικά στο επιχειρησιακό κέντρο και γεωγραφικά στην φύλαξη των συνόρων μιας χριστιανικής Ευρώπης. 
 
* Ο Δημήτρης Βαρτζόπουλος είναι ψυχίατρος, πρώην Υφυπουργός Υγείας και πρώην Γενικός Γραμματέας Συντονισμού Κυβερνητικού Έργου