Skip to main content

Εκλογές 7ης Ιουλίου: Πού βρίσκονται δύο χρόνια μετά ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ

Αυτά τα δύο χρόνια η ΝΔ φαίνεται να διατηρεί συνεχώς την πρωτοβουλία των κινήσεων, αναγκάζοντας την αντιπολίτευση σε ξεπερασμένες θέσεις.

Στην πολιτική, συχνά, συμβαίνει ό,τι και στα ομαδικά αθλήματα. Η έκβαση της αναμέτρησης εξαρτάται από την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι αντίπαλες ομάδες. Υπό αυτό το πρίσμα, στο ερώτημα "γιατί η Νέα Δημοκρατία εξακολουθεί, στο μέσο της κυβερνητικής θητείας της, να διατηρεί την πολιτική ηγεμονία της;" η απάντηση είναι προφανής. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στο πως παίζουν οι δύο ομάδες, με ποιους παίκτες και με ποιον προπονητή. Με τη διαφορά ότι ο ψηφοφόρος, σε αντίθεση με τον οπαδό, πέρα από την απόδοση της δικής του ομάδας, συνεκτιμά και τις επιδόσεις του αντιπάλου.

Το προς αξιολόγηση έργο σε αυτά τα δύο πρώτα χρόνια της κυβερνητικής θητείας της ΝΔ κινείται κυρίως σε δύο άξονες· στην ικανότητα διαχείρισης των κρίσεων οι οποίες προέκυψαν, μαζί και με την πορεία υλοποίησης των προεκλογικών εξαγγελιών. Στη διάρκεια αυτής της διετίας το κυβερνών κόμμα βρέθηκε αντιμέτωπο με σοβαρότατες κρίσεις, με κορυφαία όλων, αυτήν της πανδημίας. Παρά τα λάθη της, κυρίως όταν ενέσκηψε το δεύτερο πανδημικό κύμα, οι υγειονομικοί δείκτες δεν παρεξέκλιναν από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, δημιουργώντας έτσι την εντύπωση ότι η κυβέρνηση τα πήγε σχετικά καλά.

Επιτυχής ήταν η διαχείριση της κρίσης στον Έβρο, ενώ και στο θέμα του προσφυγικού – μεταναστευτικού, μετά τις αρχικές αστοχίες, όπως για παράδειγμα η κατάργηση του υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής, η κυβέρνηση κατόρθωσε να ελέγξει την κατάσταση. Ανάλογα επιτυχής θεωρείται από την πλειονότητα της κοινής γνώμης η διαχείριση των αλλεπάλληλων κρίσεων με την Τουρκία, σε συνδυασμό με την έντονη διπλωματική κινητικότητα την οποία αναπτύσσει το υπουργείο Εξωτερικών, κλείνοντας κάποια μέτωπα και εγκαταλείποντας την πρακτική της αέναης ακινησίας στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής.

Όσον αφορά τον δεύτερο πυλώνα που αφορά την υλοποίηση των προεκλογικών της δεσμεύσεων, η κυβέρνηση, παρά την πανδημία, φαίνεται να υλοποιεί ένα σημαντικό κομμάτι τους προγράμματός της. Με παρεμβάσεις στην ανώτατη εκπαίδευση (κατάργηση πανεπιστημιακού ασύλου, πανεπιστημιακή αστυνομία, ελάχιστη βάση εισαγωγής), αλλαγές στο εργασιακό, κατάργηση της απλής αναλογικής, νέο ασφαλιστικό, αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, προσέλκυση επενδύσεων με την επίλυση χρόνιων εκκρεμοτήτων (π.χ. Ελληνικό), ψηφιοποίηση του κράτους κ.ο.κ.

Σε αντίθεση δηλαδή με ό,τι συνέβαινε με τις κυβερνήσεις της τελευταίας δεκαετίας, η παρούσα υλοποιεί σημαντικό μέρος του προγράμματός της, ικανοποιώντας έτσι, τους ψηφοφόρους της οι οποίοι το είχαν επιδοκιμάσει στις εκλογές του 2019. Βεβαίως, έχει σπρώξει προς τα πίσω τις προεκλογικές δεσμεύσεις της που αφορούν φοροελαφρύνσεις, επικαλούμενη τις οικονομικές ανάγκες που δημιούργησε η πανδημία, αφήνοντας προφανώς το κερασάκι αυτό να το σερβίρει λίγο πριν από τις εκλογές.

Απέναντι σε όλα αυτά ο πολίτης σκέφτεται "ποια θα ήταν αλήθεια η εξέλιξη των πραγμάτων εάν στη θέση της ΝΔ βρισκόταν ο ΣΥΡΙΖΑ;". Σε αυτήν τη σύγκριση το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης χάνει από τα αποδυτήρια. Διότι, πώς να εμπιστευτείς τη διαχείριση της πανδημίας στον ΣΥΡΙΖΑ όταν ο άνθρωπος ο οποίος έκανε κουμάντο στο υπουργείο Υγείας επί τέσσερα και πλέον χρόνια, έχει ανακηρυχθεί σε άτυπο επικεφαλής των αντιεμβολιαστών; Όταν στελέχη σου, πρώην υπουργοί βάλλουν κατά του τείχους στον Έβρο, ενώ όταν ήταν κυβέρνηση δεν ξήλωσαν ούτε μια σπιθαμή του; Όταν συνεχίζουν να δίνουν μάχες οπισθοφυλακής σε μια σειρά ζητήματα όπως οι μεταρρυθμίσεις στην παιδεία και στο κράτος, τις οποίες η κοινωνία φαίνεται να θεωρεί αυτονόητες;

Εν ολίγοις, αυτά τα δύο χρόνια η ΝΔ φαίνεται να διατηρεί συνεχώς την πρωτοβουλία των κινήσεων, αναγκάζοντας την αντιπολίτευση και δη την αξιωματική, να ακολουθεί και να αντιπαρατίθεται με συνθήματα και θέσεις ξεπερασμένες. Δεν είναι τυχαίο ότι το 53,7% κρίνει θετικά και μάλλον θετικά το έως τώρα έργο της κυβέρνησης, μεταξύ των οποίων ένα διόλου ευκαταφρόνητο κομμάτι των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ (18%) και του ΚΙΝΑΛ (77%). Την ίδια στιγμή οι αντίστοιχες θετικές κρίσεις για την αντιπολιτευτική τακτική του ΣΥΡΙΖΑ είναι μόλις στο 25% (δημοσκόπηση GPO).

Αλλά και σε επίπεδο ηγεσίας το κυβερνών κόμμα φαίνεται να ευνοείται έναντι της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, εδώ και περίπου πέντε χρόνια εμφανίζεται καταλληλότερος για πρωθυπουργός, ακόμη και όταν κατείχε το αξίωμα αυτό ο Αλέξης Τσίπρας. Ο κ. Μητσοτάκης φαίνεται να έχει αντιληφθεί ότι ο διαχωρισμός "δεξιά" - "αριστερά" έχει πλέον υποχωρήσει και χτίζοντας ένα μεταρρυθμιστικό προφίλ, δείχνει να ταυτίζεται περισσότερο με τα "θέλω" μιας σημαντικής μερίδας της κοινωνίας η οποία κινείται στη σφαίρα του "αυτονόητου", προσδιοριζόμενη πολιτικά στο χώρο του λεγόμενου "κέντρου".

Στον αντίποδα ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης αδυνατεί να απαλλαγεί από τον παλιό εαυτό του. Συνεχίζει στο ίδιο καταγγελτικό μοτίβο της περιόδου 2012-2014, με χούντες, πραξικοπήματα, φιάσκα, μεσαίωνες, διαπλοκές, το οποίο όμως δεν πείθει ούτε τους ψηφοφόρους του. Παράλληλα, ο Αλέξης Τσίπρας αδυνατεί να προχωρήσει στις αλλαγές οι οποίες είναι αναγκαίες στο κόμμα του. Η διατήρησή του στην αρχηγία και μετά την τριπλή εκλογική ήττα τού 2019 μπορεί να φάνταζε τότε αναγκαίο κακό, αλλά πλέον έχει μετατραπεί σε "βαρίδι" το οποίο κρατά καθηλωμένο τον ΣΥΡΙΖΑ.