Skip to main content

Καμπανάκι από Γραφείο Προϋπολογισμού: Κίνδυνος νέας ύφεσης

Συμπτώματα οικονομικής αναιμίας εμφανίζονται τόσο στη σφαίρα της παραγωγής όσο και στη σφαίρα της ρευστότητας εκτιμά στην έκθεσή του το Γραφείο.

Απογοητευτική σε σχέση με τις προσδοκίες εμφανίζεται η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας για το πρώτο τρίμηνο 2017 σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή.

Η οικονομία της χώρας «παραμένει σε μια ασταθή κατάσταση που απειλεί να μετατραπεί σε νέα ύφεση» εκτιμά το Γραφείο Προϋπολογισμού, προσθέτοντας ότι η αρνητική τάση που δημιουργήθηκε το τελευταίο τρίμηνο της προηγούμενης χρονιάς μεταφέρθηκε στο πρώτο τρίμηνο φέτος.

Το Γραφείο εκφράζει την ανησυχία του καθώς από την έναρξη εφαρμογής των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής η ελληνική οικονομία εμφανίζει χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε σχέση με τους στόχους που έχουν τεθεί.

Κατά την έκθεση, από τον Ιανουάριο μέχρι και τον Μάρτιο 2017, συμπτώματα οικονομικής αναιμίας εμφανίζονται τόσο στη σφαίρα της παραγωγής όσο και στη σφαίρα της ρευστότητας.

Συγκεκριμένα, στη σφαίρα της ρευστότητας καταγράφεται ότι σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ, το 1ο τρίμηνο 2017 οι τραπεζικές καταθέσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων υποχώρησαν και διαμορφώθηκαν στο χαμηλότερο επίπεδο από τον Νοέμβριο του 2001.

«Αποτέλεσμα των μέχρι σήμερα εξελίξεων ήταν ότι παραμένει απαγορευτική η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές» υπογραμμίζει η έκθεση, επισημαίνοντας ότι η μέση μηνιαία απόδοση από το δεκαετές ομόλογο του ελληνικού δημοσίου, βάσει στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά τους τρεις πρώτους μήνες του 2017 διαμορφώθηκε εκ νέου πάνω από 7%, μετά την υποχώρηση (για πρώτη φορά από το 2014) κάτω από το 7% (6,94%) τον Δεκέμβριο του 2016, όταν ακολουθούσε σταθερή πορεία αποκλιμάκωσης ήδη από το Σεπτέμβριο του 2016. 

«Έχουμε ενδείξεις ότι η χώρα κινδυνεύει να παγιδευτεί σε στασιμότητα διαρκείας καθώς κι-νείται γύρω από μηδενικούς ρυθμούς μεγέθυνσης, εφόσον δεν αλλάζει το παραγωγικό πρότυπο. Η οικονομία βρίσκεται συνεπώς σε ασταθή ισορροπία» υπογραμμίζει ακόμα η έκθεση.

Σύμφωνα με την ανάλυση, η αρνητική τροπή των πραγμάτων οφείλεται κατ΄αρχάς στην καθυστέρηση της 2ης αξιολόγησης του τρέχοντος προγράμματος προσαρμογής, που επικαιροποιήθηκε τον Ιούνιο 2016.

«Η γενική εικόνα παραμένει απογοητευτική λόγω των διακυμάνσεων της διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς, εσφαλμένων χειρισμών ( π.χ. κατάργηση του νόμου για τη «μικρή ΔΕΗ»), και των καθυστερήσεων σε περιοχές πολιτικής που σχετίζονται με την κοινωνική πολιτική και την ανάπτυξη – ιδιωτικοποιήσεις, επιχειρηματικό περιβάλλον, φορολογία, τράπεζες- που προκάλεσαν αβεβαιότητες».

Το Γραφείο Προϋπολογισμού κάνει λόγο για μεταρρυθμιστική υστέρηση, υποστηρίζοντας ότι οι μεταρρυθμίσεις σε πολλούς τομείς θα μπορούσαν να είχαν προχωρήσει ανεξάρτητα από τη διαπραγμάτευση. «Η διαπραγμάτευση δεν εμπόδιζε την κυβέρνηση να λύσει νωρίς το ζήτημα των «κόκκινων δανείων» που θα εξομάλυνε την κατάσταση στο τραπεζικό σύστημα, ή να διευρύνει τη φορολογική βάση μειώνοντας το αφορολόγητο όριο, ή να επιταχύνει μερικές συμβολικά σημαντικές ιδιωτικοποιήσεις» τόνισε.

Κατά τη γνώμη του ΓΠΚΒ, η άνοιξη του 2018 θα είναι κρίσιμη πολιτικά και οικονομικά, καθώς τότε θα κριθεί
- αν επιτυγχάνονται οι δημοσιονομικοί στόχοι το 2018,
- αν θα εφαρμοσθούν τα «αντίμετρα»,
- αν θα επισπευσθούν τα φορολογικά του 2020 στο 2019 και
- αν θα οριστικοποιηθούν οι αποφάσεις για το χρέος.