Skip to main content

Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής: Ας δούμε το δάσος και όχι μόνον το δέντρο

Η Πολιτεία θα πρέπει να προχωρήσει αμέσως στην αναθεώρηση του ακαδημαϊκού χάρτη και να καταργήσει τα πανεπιστημιακά Τμήματα – σφραγίδες

Η συζήτηση σχετικά με την αλλαγή στον τρόπο εισαγωγής στα πανεπιστήμια, λόγω της καθιέρωσης της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής, έχει επικεντρωθεί τις τελευταίες ημέρες, συμπεριλαμβανομένης και της αντιπαράθεσης που έγινε στη Βουλή, σε κάποιες μεμονωνμένες παραδοξότητες οι οποίες αφορούν πρωτίστως την αρχιτεκτονική και κάποια άλλα Τμήματα όπου οι υποψήφιοι διαγωνίζονται και στα λεγόμενα ειδικά μαθήματα. Πρόκειται για περιπτώσεις υποψηφίων οι οποίοι τα πήγαν καλά στα γενικά μαθήματα, αλλά απέδωσαν οριακά κάτω από την ΕΒΕ σε ορισμένα από τα ειδικά μαθήματα (σχέδιο, ξένη γλώσσα, αγωνίσματα), με αποτέλεσμα να μην εισάγονται στο Τμήμα πρώτης επιλογής τους. Δηλαδή θα μπορούν να σπουδάσουν αυτό που πραγματικά θέλουν, αλλά όχι στο πανεπιστήμιο και στην πόλη που επιθυμούν.

Βεβαίως δεν πρόκειται για κάτι καινοφανές. Έτσι συνέβαινε πάντα. Όποιος δεν έπιανε τη βάση εισαγωγής σε ένα τμήμα κεντρικού πανεπιστημίου ήταν υποχρεωμένος να φοιτήσει σε κάποιο από τα περιφερειακά. Με τη διαφορά ότι έως και πέρυσι η βάση εισαγωγής καθοριζόταν αποκλειστικά και μόνο από τις επιδόσεις των υποψηφίων, σε συνδυασμό και με τις προτιμήσεις τους στο μηχανογραφικό, ενώ φέτος, μπήκαν στο παιχνίδι και τα πανεπιστήμια, ορίζοντας τα ίδια, τους συντελεστές (από 0,8 έως 1,2) για τον καθορισμό της τελικής ΕΒΕ.

Ωστόσο η συγκεκριμένη προσέγγιση αφορά το δέντρο και όχι το δάσος. Διότι η καθιέρωση της ΕΒΕ, πέρα από μια αριθμητική παράμετρος, εισάγει μια διαφορετική φιλοσοφία όσον αφορά, όχι μόνον την ποσότητα, αλλά και τις ακαδημαϊκές δυνατότητες των παιδιών που θα διαβούν το κατώφλι ενός πανεπιστημίου. Πλέον στα ΑΕΙ δεν θα εισάγονται υποψήφιοι με επιδόσεις αρκετά κάτω από τη βάση, οι οποίοι κατευθύνονταν στη συντριπτική πλειονότητά τους σε πανεπιστήμια της περιφέρειας, χαμηλής ζήτησης, με ένα σημαντικό ποσοστό εξ αυτών, να μην ολοκληρώνει ποτέ τις σπουδές του.

Εάν το ζητούμενο είναι όλοι οι υποψήφιοι να μπορέσουν κάπου να τρυπώσουν, προκειμένου να περάσουν δύο, τρία ανέμελα χρόνια, συντηρώντας τις τοπικές οικονομίες παραμεθώριων περιοχών, συμβάλλοντας συγχρόνως στη διατήρηση πανεπιστημιακών σχολών οι οποίες οριακά καλύπτουν κάποια ελάχιστα ακαδημαϊκά στάνταρ, τότε το προηγούμενο σύστημα εισαγωγής ήταν το ιδανικό. Για όλους, εκτός από τους φοιτητές χαμηλών δυνατοτήτων και τις οικογένειές τους που σπαταλούσαν χρόνια και χρήμα, χωρίς κανένα αντίκρισμα, χωρίς κανένα εφόδιο για τα επόμενα βήματα στη ζωή τους.

Ας είμαστε ειλικρινείς. Οι υποψήφιοι του τρία, του τέσσερα και του πέντε, δεν παίρνουν ποτέ πτυχίο. Ούτε όμως έχουν τη δυνατότητα, ακόμη και εάν οι οικογένειές τους διαθέτουν τα χρήματα, να σπουδάσουν σε κολέγια. Εάν πράγματι μας ενδιαφέρει το μέλλον αυτών των παιδιών τότε θα πρέπει η Πολιτεία να μεριμνήσει ώστε να το αναζητήσουν σε τομείς και περιβάλλοντα στα οποία θα μπορούν να ανταπεξέλθουν. Ο αφανισμός των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων μέσω της άνευ όρων και προϋποθέσεων ανωτατοποίησής τους σε ΑΕΙ, στέρησε από αυτά τα παιδιά, τη δυνατότητα να αποκτήσουν μέσα από άλλους, πιο προσιτούς δρόμους, γνώσεις και δεξιότητες που θα τους είναι χρήσιμες για τον επαγγελματικό βίο τους.

Η δυνατότητα που τους παρέχεται τώρα, μέσω του παράλληλου μηχανογραφικού, για φοίτηση στα δημόσια ΙΕΚ, είναι μία λύση, αλλά δεν είναι επαρκής. Η Πολιτεία θα πρέπει να προχωρήσει αμέσως στην αναθεώρηση του ακαδημαϊκού χάρτη, να καταργήσει τα πανεπιστημιακά Τμήματα – σφραγίδες και να επανασυστήσει την Τεχνολογική Εκπαίδευση σε νέες βάσεις, με σύγχρονα προγράμματα σπουδών, χρήσιμα για όσους επιλέξουν να τα παρακολουθήσουν.