Skip to main content

Προσφυγές για Βενιζέλου: «Ανακριβέστατες οι φήμες για πολιτική αντίθεσή μας»

Κατάφωρη παραβίαση χαρακτηρίζουν απόσπαση αρχαιοτήτων από τον σταθμό Βενιζέλου του μετρό Θεσσαλονίκης η ΕΛΛΕΤ και η ΧΑΕΤ ενόψει ακρόασης από ΣτΕ.

Την κατά χώραν διατήρηση των αρχαιοτήτων στον σταθμό Βενιζέλου ως «μόνη λύση για την πολιτισμική αξιοπιστία της χώρας» επαναλαμβάνουν σε ανακοίνωσή τους η Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού (ΕΛΛΕΤ) και η Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία (ΧΑΕ) εν όψει της ακρόασης της προσφυγής τους για το εν λόγω ζήτημα στο ΣτΕ.

«Δυστυχώς διακινούνται τελευταία δημοσιεύματα και αναρτήσεις ότι η αντίθεση των Εταιρειών μας στην υπουργική απόφαση είναι πολιτική. Οι φήμες αυτές είναι αφ' ενός ανακριβέστατες και υποβολιμαίες και αφ' ετέρου ηθικά κατακριτέες. Η αντίθεσή μας στην απόφαση απόσπασης και επαναφοράς των αρχαιοτήτων είναι αποκλειστικά και μόνον επιστημονική και πολιτισμική», επισημαίνουν οι δύο εταιρείες.

ΕΛΛΕΤ και ΧΑΕ προσέφυγαν στις 6 Ιουλίου 2020 στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) ενάντια στην απόφαση της Υπουργού Πολιτισμού της 4ης Μαρτίου 2020, για την απόσπαση και επανατοποθέτηση των διεθνούς σημασίας αρχαιοτήτων που ανακαλύφθηκαν στον Σταθμό Βενιζέλου του Μετρό Θεσσαλονίκης.

Αναλυτικά η ανακοίνωση:

Η ΕΛΛΕΤ (που ιδρύθηκε το 1972) και η ΧΑΕ (που ιδρύθηκε το 1884) δεν υπήρξαν ποτέ και δεν είναι σήμερα με καμιά έννοια πολιτικές οργανώσεις, ούτε πρόσκεινται σε κάποια πολιτική ομάδα, αλλά έχουν καθαρά και μόνον επιστημονικούς, πολιτισμικούς και στην περίπτωση της ΕΛΛΕΤ και περιβαλλοντικούς στόχους και σκοπούς. Αναπόφευκτα όμως διοικητικές αποφάσεις που αφορούν την πολιτισμική κληρονομιά και το περιβάλλον και που θεωρούνται λανθασμένες από επιστημονική, πολιτισμική και περιβαλλοντική άποψη αναγκάζουν τις εταιρείες αυτές να ασκήσουν κριτική έναντι των εκάστοτε διοικούντων οιασδήποτε παρατάξεως και στην ανάγκη να προσφύγουν στο ΣτΕ.

Το ζήτημα των αρχαίων στον σταθμό Βενιζέλου του Μετρό Θεσσαλονίκης είναι κατ' εξοχήν επιστημονικό και πολιτισμικό εφ' όσον αφορά αρχαία διεθνούς σημασίας, η διατήρηση των οποίων κατά χώραν, εκτός του ότι θα αναβαθμίσει πολιτισμικά την Θεσσαλονίκη, αποτελεί υποχρέωση της χώρας μας, σύμφωνα με τον Αρχαιολογικό Νόμο του 2002 και με την Σύμβαση της Βαλλέττας, που επικυρώθηκε από την Ελλάδα το 2005.

Σε παλαιότερη φάση το ΣτΕ έκρινε ότι η διατήρηση κατά χώραν δεν ήταν εφικτή στην προκειμένη περίπτωση, επειδή η πρόταση που είχε υποβληθεί τότε προϋπέθετε την απαλλοτρίωση γειτονικών πολυκατοικιών, λύση εξαιρετικά υψηλού κόστους που θα επέφερε και την ανάλογη καθυστέρηση.

Κατά τις διαβουλεύσεις που έγιναν το 2015 και 2016 κατέστη σταδιακά φανερό ότι η διατήρηση κατά χώραν είναι τεχνικά δυνατή χωρίς καμία απαλλοτρίωση. Έτσι το 2017 το ΚΑΣ ομόφωνα εισηγήθηκε και το Υπουργείο αποφάσισε τη διατήρηση κατά χώραν των αρχαιοτήτων, όπως επιτάσσουν ο ελληνικός νόμος και οι διεθνείς συμβάσεις. Οι σχετικές μελέτες της λύσης αυτής υφίστανται και τις έχουμε εξετάσει. Ως προς το θέμα της απόσπασης αποδεχόμαστε ότι η απομάκρυνση και η επανατοποθέτηση θα ωφελήσει οικονομικά τον ανάδοχο μόνο, λόγω της πολλαπλής εργασίας που θα προστεθεί και των ανάλογων καθυστερήσεων. Οι εταιρείες μας ωστόσο είναι ταγμένες να υπερασπίζονται την πολιτισμική κληρονομιά όλων των Ελλήνων και όχι τα συμφέροντα των ιδιωτών.

Δυστυχώς διακινούνται τελευταία δημοσιεύματα και αναρτήσεις ότι η αντίθεση των Εταιρειών μας στην υπουργική απόφαση είναι πολιτική. Οι φήμες αυτές είναι αφ' ενός ανακριβέστατες και υποβολιμαίες και αφ' ετέρου ηθικά κατακριτέες. Η αντίθεσή μας στην απόφαση απόσπασης και επαναφοράς των αρχαιοτήτων είναι αποκλειστικά και μόνον επιστημονική και πολιτισμική.

Απόδειξη αυτού του ισχυρισμού αποτελεί το γεγονός ότι στο εκλογικό πρόγραμμα της «Νέας Δημοκρατίας» για τις εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019 γίνεται λόγος για την υποχρέωση της αποπεράτωσης του Μετρό Θεσσαλονίκης, αλλά δεν γίνεται καμία αναφορά για κατάργηση των διοικητικών αποφάσεων που είχαν ήδη ληφθεί σχετικά με τη διατήρηση των αρχαίων κατά χώραν, σύμφωνα με τον ελληνικό νόμο και τις διεθνείς συμβάσεις που έχει επικυρώσει η Ελληνική Δημοκρατία.

Επομένως είναι φανερό ότι η μεταγενέστερη αλλαγή πλεύσης και η επακόλουθη δεκατετράμηνη μέχρι στιγμής καθυστέρηση είναι αποτέλεσμα διοικητικής και όχι πολιτικής έμπνευσης. Εξάλλου είναι γενικά αποδεκτό ότι το Μετρό, με εξαίρεση τον Σταθμό Βενιζέλου, θα λειτουργήσει πιο σύντομα εάν τα αρχαία διατηρηθούν κατά χώραν.

Η ΕΛΛΕΤ και η ΧΑΕ πιστεύουν ότι η τελευταία αυτή διοικητική απόφαση συνιστά την πιο επαχθή, μετά την μεταπολίτευση του 1974, εξέλιξη που απειλεί την αρχαία πολιτισμική κληρονομιά του ελληνικού λαού, θεωρώντας την ως πράξη καταστροφής κατά το παρόν και ως κακό προηγούμενο για το μέλλον, περισσότερο μάλιστα επειδή πρόκειται για ένα διεθνούς σημασίας αρχαιολογικό σύνολο. Για το λόγο αυτό προσφύγαμε στο ΣτΕ το οποίο προσδιόρισε την ακρόαση της υπόθεσης για την ερχόμενη Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2020. 

Θεωρούμε ότι είναι πλέον καιρός όσοι επιμένουν στην καταστροφική επιλογή απόσπασης και (ίσως) επανατοποθέτησης να ακούσουν την συντριπτική πλειοψηφία των επιστημόνων διεθνώς. Δυστυχώς, όπως έχει αποδείξει η πρόσφατη παγκόσμια εμπειρία, η στάση αμφισβήτησης κορυφαίων διεθνών επιστημόνων είναι αυτοκαταστροφική, είτε πρόκειται για την υγεία είτε πρόκειται για τον πολιτισμό.