Skip to main content

Ένα βιβλίο στη Θεσσαλονίκη το οποίο διαλέγει αναγνώστες

Δύο κοπέλες αναζητούν ένα βιβλίο στη Θεσσαλονίκη και ο Νταλάρας διαλέγει τραγούδια που έγραψε ο Άκης Πάνου. Ή μήπως όχι;

Του Γιώργου Δώρα

Ένα απόγευμα, πριν από λίγες ημέρες, δύο κοπέλες μπήκαν σε βιβλιοπωλείο στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Από τη συζήτηση τους φάνηκε ότι έψαχναν βιβλία ενόψει της αναχώρησής τους για τις καλοκαιρινές διακοπές. Βιβλία για τον εαυτό τους, αλλά και για κάποιους φίλους της παρέας. Κάποια στιγμή η μία πήρε στα χέρια της ένα βιβλίο, το έδειξε στην άλλη και της πρότεινε να το πάρει για κάποιον Νίκο. «Όχι» απάντησε εκείνη κοφτά και αποφασιστικά. «Το ξέρω, το έχω διαβάσει, είναι από τα αγαπημένα μου, αλλά δεν κάνει για τον… Νίκο.

Ούτε θα το καταλάβει, ούτε θα το εκτιμήσει, του πέφτει πολύ». Εννοείται ότι το βιβλίο επέστρεψε στο ράφι και η αναζήτηση συνεχίστηκε. Την ίδια ώρα ο Νίκος έπινε κάπου το καφεδάκι του, αγνοώντας τόσο ότι την επόμενη ημέρα θα πάρει ως δώρο κάποιο βιβλίο, ούτε φυσικά και τη διαδικασία επιλογής αυτού του βιβλίου. Χωρίς να το επιδιώκουν οι δύο κοπέλες, οι οποίες βρέθηκαν στο βιβλιοπωλείο για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες τους και διόλου για να προβληματιστούν για τη διαδικασία, έθεσαν θέμα: Επιλέγουμε τα βιβλία ή μήπως μας διαλέγουν εκείνα;

Το 1982 ο Γιώργος Νταλάρας ηχογράφησε ένα δίσκο με τραγούδια που έγραψε ο Άκης Πάνου και γενικό τίτλο «Θέλω να τα πω». Οι δυο τους είχαν γνωριστεί πολύ νωρίς. Ο Άκης Πάνου ήξερε τον Νταλάρα από μικρό, αφού ήταν φίλος του πατέρα του τραγουδιστή, τον λαϊκό μουσικό και συνθέτη Λουκά Νταράλα. Τότε λοιπόν, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, Νταλάρας και Πάνου ήταν αμφότεροι καταξιωμένοι, επομένως η συνεργασία είχε όλα τα εχέγγυα να πραγματοποιηθεί επί ίσοις όροις. Λίγο μετά την κυκλοφορία του δίσκου ο Γ. Νταλάρας σε μια συνέντευξή του είχε πει ευθέως ή είχε αφήσει να εννοηθεί –οι λεπτομέρειες δεν έχουν μεγάλη σημασία- ότι εκείνος διάλεξε τα τραγούδια που ηχογραφήθηκαν. Η σχετική κουβέντα δεν έμεινε αναπάντητη από τον πάντα εύθικτο σε ζητήματα… ηγεσίας συνθέτη, ο οποίος σχολίασε περίπου τα εξής: «Από τα χίλια τραγούδια που έχω στο συρτάρι μου επέλεξα τα 50 που μπορούσε να πει ο Νταλάρας κι εκείνος διάλεξε τα 12 ή 13 που μπήκαν στο δίσκο. Ποιος διάλεξε; Εγώ ή εκείνος;». Μια ερώτηση, μάλλον χωρίς απάντηση. Όπως καταδικασμένες να μείνουν αναπάντητες είναι οι σημαντικότερες ερωτήσεις. Τελικά τα τραγούδια που ακούμε τα διαλέγουμε ή μήπως μας διαλέγουν εκείνα; Διότι, όπως λένε όσοι αντιμετωπίζουν τέτοια θέματα με την επιπολαιότητα, αλλά όχι αναγκαστικά και τη σοφία καφενείου, «περί ορέξεως κολοκυθόπιτα». Μουσική ο Καρράς -ο Βασίλης Καρράς εννοείται-, μουσική ο Σφακιανάκης –ο Νότης Σφακιανάκης-, μουσική και ο Μότσαρτ – ο Βόλφανγκ Αμαντέους Μότσαρτ. Τι να κάνουμε...

Ο εγωισμός των ανθρώπων έχει για τα συγκεκριμένα διλήμματα σαφείς απαντήσεις. Εννοείται –λέει ο εγωισμός- ότι οι άνθρωποι επιλέγουν με βάση την αισθητική τους, το γούστο τους, τα βιώματά τους, τη ψυχή τους και το μυαλό τους. Σιγά μη δώσουν πρωταγωνιστικό ρόλο στα βιβλία, δηλαδή στους συγγραφείς και στους ποιητές, ή στη μουσική, δηλαδή στους συνθέτες και τους μουσικούς. Στο κάτω κάτω τα βιβλία –επιμένει ο εγωισμός- είναι πράγματα. Όπως και οι δίσκοι. Ενώ η μουσική θεωρείται κάτι άυλο και αφηρημένο, που το πολύ πολύ να αιωρείται στην ατμόσφαιρα.

Η πραγματικότητα, βέβαια, που συχνά κινείται μακριά από αυτά που νομίζουν οι άνθρωποι και ο εγωισμός τους, συνήθως είναι διαφορετική. Με δεδομένο ότι παντού και πάντα υπάρχουν διαμεσολαβητές και καταλύτες –δηλαδή καλοί ή κακοί αγωγοί- στην ουσία κανείς δεν διαλέγει ούτε τι θα διαβάσει, ούτε τι θα ακούσει. Αυτά –όπως ενδεχομένως και άλλα λιγότερο ή περισσότερο σοβαρά- είναι ψευτοδιλήμματα. Ο Νίκος, ο φίλος των κοριτσιών του βιβλιοπωλείου, ποτέ δεν θα μάθει τι αναγνωστικές εμπειρίες έχασε –εάν έχασε- από την απόρριψη της πρώτης ιδέας για το δώρο του. Όπως ακριβώς ούτε ο τραγουδιστής θα μάθει εάν όντως στο συρτάρι του συνθέτη υπήρχαν άλλα 950 τραγούδια, σημαντικά ή ασήμαντα, άλλα 600 τραγούδια μεγάλα ή τετριμμένα, άλλα 200 τραγούδια σπουδαία ή κοινότυπα. Όπως και οι φίλοι του τραγουδιστή δεν ξέρουν ποια είναι τα 35 τραγούδια που έμειναν εκτός από τα αρχικά 50. Καλώς ή κακώς οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται και κρίνουν ότι έρχεται σε επαφή μαζί τους και όχι αυτό που πραγματικά υπάρχει. Προσεγγίζουν, δηλαδή, το ελάχιστο και πάντα τους ξεφεύγει το πολύ περισσότερο. Μόνο που αρνούνται να το παραδεχθούν. Ή μάλλον αποφεύγουν να συνυπολογίσουν έννοιες όπως –για παράδειγμα- η τυχαιότητα ή η σύμπτωση. Παίρνουν το βιβλίο – δώρο και λένε ευχαριστώ. Αγοράζουν το δίσκο του αγαπημένου τους καλλιτέχνη, τον ακούνε και λένε τη γνώμη τους στον κολλητό ή στη φίλη τους. Μάλλον κανείς δε μπορεί να φανταστεί τι ακριβώς θα συνέβαινε εάν –για παράδειγμα- οι Μπητλς ή οι δικοί μας Κατσιμιχαίοι δεν είχαν επιμείνει μετά τις πρώτες ηχηρές απορρίψεις τους από τη μουσική βιομηχανία. Δεν αποκλείεται να χάνονταν από το προσκήνιο δουλεύοντας ως δάσκαλοι, λογιστές ή πίσω από τη μπάρα ενός καφέ. Ή αν θα γνωρίζαμε έστω τα ονόματα –πάλι για παράδειγμα- του Έτγκαρ Άλαν Πόε ή της Βιρτζίνια Γουλφ, εάν δεν αποφάσιζαν να εκδώσουν οι ίδιοι τα βιβλία τους, μετά τις αρνήσεις των εκδοτών.



Λίγες ημέρες μετά την επίσκεψη των κοριτσιών μια σιωπηλή φιγούρα, με ένα γαλάζιο πουκάμισο έξω από το παντελόνι και ελαφρά παπούτσια, μπήκε στο ίδιο βιβλιοπωλείο της Θεσσαλονίκης. Περιπλανήθηκε στους πάγκους και στάθηκε μπροστά σε ένα ράφι, δίπλα σε κάποιον τύπο, ο οποίος φορούσε σκούρα ρούχα και καπελάκι τζόκεϊ. Εκείνος τον κοίταξε κάτω από το γείσο του καπέλου και του έδωσε το βιβλίο που ήδη κρατούσε: «Πάρτο να το διαβάσεις, θα σου αρέσει». Η αθόρυβη φιγούρα πήρε το βιβλίο, πέταξε ένα ευχαριστώ και πριν κατευθυνθεί προς το ταμείο άπλωσε το χέρι.

- «Τουλάχιστον να συστηθούμε, με λένε Πολ». - «Εμένα Χάρη και νομίζω ότι κάπου σε ξέρω».

- «Μπορεί, ο κόσμος είναι μικρός».