Skip to main content

Ένας Αμερικάνος αγοράζει βιβλία του Μαζάουερ στη Θεσσαλονίκη

Σε κάθε περίπτωση, αυτή την περίοδο του κορωνοϊού ζούμε στιγμές από το μέλλον. Όχι τόσο στο επίπεδο του φόβου, όσο στον τρόπο της ζωής.

Πριν από λίγα χρόνια ο Μπιλ Γκέιτς, ιδρυτής της Microsoft, ένας από τους δυο – τρεις πλουσιότερους ανθρώπους του πλανήτη και γκουρού των σύγχρονων τάσεων, σε μία από τις διαλέξεις του είχε επισημάνει ότι πιθανόν οι επόμενες εξελίξεις για την ανθρωπότητα να οφείλονται σε κάποιο είδος βιολογικού πολέμου. Προφανώς δεν ήξερε τότε για τον κορωνοϊό. Πιθανόν, επίσης, να αποδειχθεί τους επόμενους μήνες ότι ο κορωνοϊός δεν είναι ανίκητος και σύντομα οι άνθρωποι να τον ξεχάσουν, όπως συνέβη πριν από 15 χρόνια με τον ιό SARS. Εκείνο που στην ουσία ενδιέφερε τον Γκέιτς ήταν να υπογραμμίσει την αναπότρεπτη φορά των πραγμάτων με βάση τα δίκτυα και την τεχνητή νοημοσύνη. Αφορμές που θα επιταχύνουν τις εξελίξεις θα δημιουργούνται διαρκώς…

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, αυτή την περίοδο του κορωνοϊού ζούμε στιγμές από το μέλλον. Όχι τόσο στο επίπεδο του φόβου, που λογικά υπάρχει, όσο στον τρόπο της ζωής. Περισσότερη ιδιωτικότητα –επομένως και μοναξιά- λιγότερες κοινωνικές συναναστροφές, ακόμη λιγότερες μαζικές εκδηλώσεις και εκφράσεις. Ακόμη και το γήπεδο θα περιορίζεται όλο και περισσότερο στις διαστάσεις μιας smart TV. Στην Ιταλία, το σύστημα της οποίας διεκδικεί, πλέον, Νόμπελ επιπολαιότητας, ήδη συμβαίνει. Ματς χωρίς θεατές, συνθήματα, χειροκροτήματα και τραγούδια. Πιο άνοστο ακόμη και από σκορδαλιά χωρίς σκόρδο.      

Στο επίπεδο του εμπορίου οι ηλεκτρονικές αγορές προφανώς θα αυξηθούν, αφού οι άνθρωποι με αφορμή τον κορωνοϊό προσπαθούν να αποφύγουν τον συνωστισμό. Ακόμη και την απλή συνάφεια με άλλα άτομα, που συνεπάγεται η επίσκεψη σε ένα φυσικό κατάστημα. Στο μέλλον κάτι τέτοιο πιθανόν θα γίνεται για άλλους αντικειμενικούς ή υποκειμενικούς λόγους. Τουλάχιστον σε όποια πεδία κάτι τέτοιο είναι εφικτό. Η μουσική ήδη διακινείται σε συντριπτικό ποσοστό μέσω Διαδικτύου, κάτι που δε συμβαίνει με τα ρούχα και τα παπούτσια, τα οποία ο καταναλωτής πρέπει να δοκιμάσει. Στο μέλλον κανείς δεν ξέρει. Ίσως κάποιος σκανάροντας την πατούσα του να μπορεί να παραγγείλει το ιδανικό ζευγάρι παπούτσια, χωρίς να κινδυνεύει να βρεθεί μπροστά σε δυσάρεστες εκπλήξεις.

Ενδεχομένως το πρώτο προϊόν πλήρους εμπορικής ηλεκτρονικοποίησης να είναι το βιβλίο. Για πολλούς λόγους: Κατ’ αρχήν όλοι τείνουν στην κοινή εκτίμηση ότι το χάρτινο βιβλίο μάλλον θα εξακολουθήσει να υπάρχει, καθώς το ηλεκτρονικό ισοδύναμο του δε δείχνει αυτή τη στιγμή να είναι σε θέση να το ανταγωνιστεί σε βαθμό αντικατάστασης. Δεν θα συμβεί, δηλαδή, στα βιβλία ότι συνέβη στους δίσκους μουσικής, στα cd και στα dvd ταινιών, το ενδιαφέρον για τα οποία περιορίζεται στους… μερακλήδες. Στο Διαδίκτυο υπάρχουν σχεδόν τα πάντα από μουσική, τραγούδια, ταινίες και σειρές. Επιπλέον, αυτή τη δυνατότητα τη χρησιμοποιούν καθημερινά όλο και περισσότεροι άνθρωποι στον πλανήτη.  Ευτυχώς ή δυστυχώς το σχήμα είναι απλό: Ένας διαρκώς αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων επιλέγει να βλέπει και να ακούει κατά μόνας ή μόνο με τους φίλους του, αυτά που κάποτε έβλεπε και άκουγε με δεκάδες, εκατοντάδες ή χιλιάδες άλλους. Επιπλέον, μπορεί να προμηθεύεται αυτά που θέλει να δει και να ακούσει επίσης κατά μόνας, με ένα κλικ στον υπολογιστή ή στο κινητό του. 

Τα βιβλία, λοιπόν, θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν, αλλά αυτό δεν είναι καθόλου σίγουρο αν το ίδιο θα συμβεί με τα βιβλιοπωλεία όπως τα ξέρουμε σήμερα. Διαβάζοντας το «Ημερολόγιο ενός βιβλιοπώλη» του Shaun Bythell -το βιβλίο εκδόθηκε στη Σκωτία το 2017 και στα ελληνικά το καλοκαίρι του 2019, προκαλώντας εντύπωση για αδιευκρίνιστους λόγους, πιθανόν για την αυθεντικότητα του- αντιλαμβάνεται κανείς ότι στο μέλλον ίσως μόνο τα παλαιοβιβλιοπωλεία θα έχουν κάποιο νόημα ως φυσικά καταστήματα. Εκείνα τα μαγαζιά που οι ιδιοκτήτες και οι εργαζόμενοί τους δε διστάζουν να σκονιστούν. Καλούνται σε παλιά κλειστά διαμερίσματα, τα οποία οι κληρονόμοι επιθυμούν να αξιοποιήσουν και οι βιβλιοθήκες τους θεωρούνται περιττές. Επίσης, μπαίνουν σε αποθήκες που βρίσκονται στις ταράτσες και τα υπόγεια για να ξεκαθαρίσουν ράφια φορτωμένα με πολύ σοφία. Ή ακόμη υποδέχονται στα καταστήματά τους συνεσταλμένους ανθρώπους οι οποίου κουβαλούν σε σακούλες του σούπερ μάρκετ αισθηματικά μυθιστορήματα, αστυνομικές ιστορίες, φιλολογικές αναλύσεις, φιλοσοφικά δοκίμια. Οι νέες εκδόσεις θα πωλούνται στο σύνολό τους ηλεκτρονικά, αλλά επειδή η τυπογραφία έχει ιστορία αιώνων, ένα βιβλιοπωλείο με ράφια φορτωμένα από τη σοφία και τις περιπέτειες όλου αυτού του διαστήματος, θα διατηρεί τη χρησιμότητά του. Ευτυχώς στη Θεσσαλονίκη υπάρχουν αρκετά μαγαζιά με παλιά βιβλία, στα ράφια των οποίων κρύβονται θησαυροί. Αρκεί να έχει κάποιος τη διάθεση να ψάξει…  

ΥΓ. Ένας καλοστεκούμενος 65άρης, με αμερικάνικο στιλάκι, δηλαδή τζιν παντελόνι, πουκάμισο, πουλόβερ, μπουφάν και αθλητικά παπούτσια περιπάτου, ο οποίος επιπροσθέτως φορούσε ένα ζευγάρι αρκετά χοντρά γυαλιά, ένα βραδάκι τις προάλλες πέρασε την πόρτα ενός βιβλιοπωλείου στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Αν και δε φαινόταν να καταλαβαίνει ελληνικά περιηγήθηκε στους διαδρόμους, κατέβασε από τα ράφια αρκετούς τόμους, τους ξεφύλλισε, έψαξε στα περιεχόμενα τους. Τους περισσότερους τους επέστρεψε στη θέση τους, προσέχοντας να μη φανεί ακατάστατος. Μετά από μία ώρα, περίπου, στάθηκε στην ουρά του ταμείου, κρατώντας τρία βιβλία του ίδιου συγγραφέα, του ιστορικού Μαρκ Μαζάουερ. Οι τίτλοι τους: «Τα βαλκάνια», «Θεσσαλονίκη, πόλη των φαντασμάτων», «Στην Ελλάδα του Χίτλερ».

Όταν ήρθε η σειρά του χαμογέλασε στην ταμία και ρώτησε στα αγγλικά πόσο κοστίζουν. Εκείνη, απόφοιτος της αγγλικής φιλολογίας, ενθαρρυμένη από το χαμόγελο, του έδειξε τα βιβλία και τον ρώτησε αν καταλαβαίνει  την ελληνική γλώσσα. «Δυστυχώς όχι.  Ο συγγραφέας είναι φίλος μου και χαίρομαι να έχω στη βιβλιοθήκη μου βιβλία του στα ελληνικά με θέματα για τα Βαλκάνια, τη Θεσσαλονίκη και την Ελλάδα, που ξέρω πόσο τον απασχολούν» απάντησε εκείνος. Και συμπλήρωσε: «πιστωτικές κάρτες παίρνετε;». Εκείνη του έγνεψε καταφατικά, πήρε να τρία βιβλία, σκάναρε τα barcode που είχαν στο οπισθόφυλλο και του ανακοίνωσε: «77 ευρώ και 83 λεπτά, ή 77 ευρώ και 92 λεπτά εάν θέλετε σακούλα». Πήρε την κάρτα του, πέρασε το ποσό στο POS, τον ρώτησε αν ήθελε να πληρώσει με δόσεις και μέχρι εκείνος να πληκτρολογήσει το PIN, έβαλε τα βιβλία σε μία σακούλα και τα άφησε στον πάγκο μπροστά του. Εκείνος προχώρησε φορτωμένος στην έξοδο με τον ίδιο αρχοντικό και συγχρόνως διακριτικό τρόπο με τον οποίο είχε εμφανιστεί. Λες και η είσοδος και η έξοδός του από το βιβλιοπωλείο να μην είχαν συμβεί ποτέ. Αν δεν έλειπαν από το ηλεκτρονικό σύστημα του μαγαζιού τα τρία βιβλία, ο άνθρωπος αυτός ούτε θα είχε μπει, ούτε θα είχε βγει από την πόρτα. Ευτυχώς υπήρξε ως μάρτυρας η ταμίας, που την ίδια ώρα έσκυψε στη συνάδελφό της στο διπλανό ταμείο και είπε σιγανά: «Πρόλαβα να διαβάσω το όνομα αυτού του Αμερικανού στην πιστωτική κάρτα. Δεν θα το πιστέψεις. Έγραφε William Henry Gates». Και επιστρέφοντας στη θέση της ρώτησε ευγενικά: «Ποιος έχει σειρά παρακαλώ;».