Skip to main content

Ένας καθηγητής του ΑΠΘ μετράει την απόσταση Θεσσαλονίκης–Αθήνας

Εάν η δουλειά που γίνεται στο συγκεκριμένο πεδίο στη Θεσσαλονίκη γινόταν στην Αθήνα η προσοχή της Πολιτείας και των Αρχών θα ήταν πολύ μεγαλύτερη.

Πριν από λίγες ημέρες σε μια κοινωνική συναναστροφή ένα από τα βασικά μέλη της ομάδας των καθηγητών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης που μετρούν το ιικό φορτίο στα λύματα της πόλης, έλεγε –χωρίς να κρύβει τη δυσαρέσκεια και το παράπονό του- ότι εάν η δουλειά που γίνεται στο συγκεκριμένο πεδίο στη Θεσσαλονίκη γινόταν στην Αθήνα η προσοχή της Πολιτείας και των Αρχών θα ήταν πολύ μεγαλύτερη, η επαφή ευκολότερη και οι διευκολύνσεις περισσότερες, καθώς οι πόροι που απαιτούνται για τα βελτιωθεί το σύστημα μέσω ψηφιοποίησης δεν είναι μεγάλοι, το αντίθετο.

Στη συζήτηση που ακολούθησε η παρέα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι παρά τα νέα δεδομένα που επέβαλε η πανδημία με τις εξ’ αποστάσεως συνεννοήσεις και τις τηλεδιασκέψεις, η Θεσσαλονίκη εξακολουθεί να βρίσκεται μακριά από την πρωτεύουσα, ίσως και περισσότερα από 504 χιλιόμετρα του δρόμου. Πιθανότατα διότι το θέμα δεν είναι ούτε η πραγματική απόσταση, ούτε ο χρόνος που χρειάζεσαι για να τη διανύσεις, αλλά η νοοτροπία. Κουβέντα στην κουβέντα η συζήτηση έφτασε πίσω στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, όταν αναδύθηκε στο προσκήνιο ο βαθύτερος ανταγωνισμός ανάμεσα στους αυτόχθονες, σε όσους κατάγονταν και ζούσαν στις απελευθερωμένες περιοχές (Μοριάς, Ρούμελη, Κυκλάδες) και τους ετερόχθονες, τους ομογενείς που είχαν έρθει στην Ελλάδα από διάφορες περιοχές μετά την Επανάσταση ή και μετά τη σύσταση του νέου ελληνικού κράτους. Το θέμα των σχέσεων αυτοχθόνων και ετεροχθόνων, που δίχασε την κοινή γνώμη της εποχής, παρουσιάστηκε στο πολιτικό πεδίο ως διαμάχη στις θυελλώδεις συζητήσεις της Εθνοσυνέλευσης που συνήλθε μετά την επανάσταση για το Σύνταγμα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843.

Η κύρια κρίση ξέσπασε τον Ιανουάριο του 1844 με την έναρξη της συζήτησης για το δημόσιο δίκαιο των Ελλήνων και ειδικά για το άρθρο που καθόριζε τις προϋποθέσεις για την απόκτηση της ιδιότητας του Έλληνα πολίτη. Αφορμή ήταν πρόταση που υποβλήθηκε στην Εθνοσυνέλευση και η οποία ζητούσε την απομάκρυνση από δημόσιες θέσεις όλων αυτών που είχαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα μετά την Επανάσταση, περιορίζοντας τις θέσεις απασχόλησης για τους αγωνιστές και τις οικογένειές τους. Στη συζήτηση που ακολούθησε, άλλοι –με πρώτο και καλύτερο τον στρατηγό Μακρυγιάννη- απαίτησαν συνταγματική απαγόρευση της κατάληψης δημόσιων θέσεων από τους ετερόχθονες (συνεπώς και την απόλυση όσων ήδη κατείχαν δημόσιες θέσεις), ενώ άλλοι –υπό τον Κωλέττη- εναντιώθηκαν με οργή σε κάθε συνταγματική ρύθμιση που θα καθιέρωνε διακρίσεις μεταξύ Ελλήνων. Η διαμάχη έληξε με την επικράτηση των αυτοχθόνων, κάτι που για πολλούς καθόρισε τον χαρακτήρα της δημόσιας διοίκησης–άρα και τον χαρακτήρα- της χώρας μέχρι σήμερα.  

Στην ίδια συζήτηση κάποιος θυμήθηκε, επίσης, ότι για αρκετά χρόνια μετά το 1912, όταν η Θεσσαλονίκη και η υπόλοιπη Βόρεια Ελλάδα στον Εθνικό κορμό και στην επικράτεια του ελληνικού κράτους, τα προϊόντα που παράγονταν σε αυτές τις περιοχές –στις «νέες χώρες» σύμφωνα με την εκκλησιαστική ορολογία- πωλούνταν στην Παλιά Ελλάδα με δασμούς εισαγωγής. Ακριβώς σα να έρχονταν από την Ευρώπη ή από τα βάθη της Ανατολής. Επρόκειτο στην ουσία για τον προάγγελο του διαχωρισμού της επιχειρηματικότητας με γεωγραφικούς όρους. Σε «νότια», που σε σημαντικό βαθμό αναπτύχθηκε μεταπολεμικά ως κρατικοδίαιτη μέσω των κονδυλίων του σχεδίου Μάρσαλ, που καταναλώθηκαν σε ποσοστό άνω του 90% στην Αττικοβοιωτία και των προμηθειών του ελληνικού δημοσίου για 50 χρόνια,. Και σε «βόρεια», που κατά βάσιν παρέμεινε αποκλεισμένη από το κρατικό χρήμα, που στην καλύτερη περίπτωση κατάφερε να αναπτυχθεί μέσω των εξαγωγών, ενώ στη χειρότερη φυτοζωούσε πουλώντας στην εσωτερική αγορά.

Από το παρελθόν στο παρόν
 
Αυτές οι ενδιαφέρουσες ιστορίες από το παρελθόν των 200 χρόνων του νέου ελληνικού κράτους θα είχαν, απλώς, διδακτικό χαρακτήρα, εάν οι προεκτάσεις τους δεν έφταναν μέχρι το σήμερα. Διότι μπορεί η ομογενοποίηση και η κρατική οργάνωση της Ελλάδας να έχει επιτευχθεί σε βασικά πεδία, όπως η γλώσσα και οι νόμοι, αλλά η νοοτροπία της εξουσίας, που συχνά τροφοδοτεί τη δυναμική της ιστορίας και των εξελίξεων παραμένει αθηνοκεντρική, ενώ το σύστημα που την εξυπηρετεί συγκεντρωτικό. Κάπως έτσι σήμερα, ενώ έχουμε μπει βαθιά στον 21ο αιώνα, οι ρυθμοί προόδου ανάμεσα στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη είναι διαφορετικοί. Υπάρχουν, μάλιστα, ορισμένα σύγχρονα παραδείγματα κομβικών έργων με αρκετές αναλογίες ανάμεσα στις δύο περιοχές, που η διαφορά στην ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα δεν είναι απλώς ορατή δια γυμνού οφθαλμού, αλλά κυριολεκτικά… βγάζει μάτι.

Τα παραδείγματα  

Για παράδειγμα το μετρό. Στην Αθήνα όχι μόνο έγινε, λειτουργεί και εξυπηρετεί, αλλά επεκτείνεται διαρκώς μετά βαΐων και κλάδων. Αντίστοιχα στη Θεσσαλονίκη ξεκίνησε πειρατικά από τον Κούβελα, σχεδιάστηκε προβληματικά, ξεκίνησε μετ’ εμποδίων και συνεχίζεται με χίλιες ταλαιπωρίες προς την ολοκλήρωση σε δύο – τρία χρόνια μιας βασικής γραμμής μόλις λίγων χιλιομέτρων και μιας επέκτασης ελαχίστων στάσεων προς την Καλαμαριά.

Δεύτερο παράδειγμα, το θαλάσσιο μέτωπο της Αττικής, που συγκεντρώνει –πέραν του Ελληνικού- επενδύσεις 2,5 - 3 δισ. ευρώ, οι οποίες εξελίσσονται ή θα γίνουν τα λίγα επόμενα χρόνια και πολλοί ανάμεσα μας θα ζήσουν να δουν την ολοκλήρωση της Αθηναϊκής Ριβιέρας. Αντίστοιχα η ανάπλαση του θαλάσσιου μετώπου της Θεσσαλονίκης παραμένει θεωρητικό σχήμα, με προοπτικές –επίσης στα λόγια- πολλών δεκαετιών.

Τρίτο παράδειγμα, οι σύγχρονες παραγωγικές υποδομές, που αφορούν την τεχνολογία και την καινοτομία. Το 2004 ο τότε πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής ανακοίνωσε τη δημιουργία της Ζώνης Καινοτομίας Θεσσαλονίκης και μετά άφησε το πρότζεκτ στην τύχη του. Μέχρι σήμερα η Ζώνη αγωνίζεται να υπάρξει και να αξιοποιήσει ένα θύλακα 60 στρεμμάτων που με τα χίλια ζόρια και άλλα τόσα προσκόμματα της παραχώρησε το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης στη Θέρμη, ενώ για το σχέδιο της δημιουργίας του Τεχνολογικού Πάρκου 4ης Γενιάς ThessIntec, το κράτος παραχώρησε τον τελευταίο χρόνο 760 στρέμματα που κανείς δεν ήθελε δίπλα στο αεροδρόμιο και… αποχώρησε, αφήνοντας τη διαχείριση –και την πολύ δύσκολη δουλειά της εξεύρεσης των σημαντικών κονδυλίων που απαιτούνται- στο μεράκι του ιδιωτικού τομέα. Την ίδια στιγμή με διαδικασίες fast track προχωράει στο παλιό εργοστάσιο της ΧΡΩΠΕΙ στον Πειραιά η Πολιτεία Καινοτομίας, ένας χώρος στον οποίο προβλέπεται να συνυπάρχουν νεοφυείς επιχειρήσεις, τεχνοβλαστοί, επιστήμονες και επιχειρήσεις που επενδύουν στην έρευνα και την ανάπτυξη. Στόχος είναι στον συγκεκριμένο χώρο να δημιουργούνται συνέργειες για την παραγωγή καινοτόμων προϊόντων και υπηρεσιών. Μάλιστα –σύμφωνα με πληροφορίες- ήδη σχεδιάζεται και δεύτερη ανάλογη επένδυση στα βόρεια του νομού Αττικής.

Ιστορικός χρόνος

Όσοι υποστηρίζουν ότι ο ιστορικός χρόνος δεν εκβιάζεται και μάλλον έχουν δίκιο. Αν, λοιπόν, η Ελλάδα χρειάζεται μερικούς αιώνες για να προσεγγίσει το επίπεδο των ανεπτυγμένων χωρών της Ευρώπης, κάτι που οφείλεται στα 400 χρόνια της Οθωμανικής κατοχής, τότε η Βόρεια Ελλάδα –και ειδικότερα η Κεντρική Μακεδονία- έχει ακόμη πολύ δρόμο και αγώνα για να πάρει ισότιμα τις δικές της ευκαιρίες εντός Ελλάδος. Να αποκτήσει την αναγκαία χειραφέτηση έναντι του κέντρου. Να ξεφύγει από το ρόλο του φτωχού συγγενή, που διεκδικεί –και βολεύεται- με το… ποσοστό του. Να διαμορφώσει το αναπτυξιακό της πλαίσιο κοιτάζοντας προς όλες τις κατευθύνσεις (Βορρά – Νότο, Ανατολή – Δύση-, αφού όντως βρίσκεται σε πραγματικό σταυροδρόμι. Διότι πρώτα πρέπει να αποκτήσει τοπική πολιτική, οικονομική, επιχειρηματική και πνευματική ηγεσία, που θα δρομολογήσει τον επί της ουσίας απογαλακτισμό της από το κέντρο, ώστε να αξιοποιήσει τα πλεονεκτήματα που της προσφέρουν πρωτίστως η γεωγραφία και δευτερευόντως η ιστορία. Μια ηγεσία που θα αναδείξει τη Θεσσαλονίκη σε μια πραγματική –με ευρωπαϊκούς όρους- δεύτερη πόλη της χώρας, σαν κι αυτές που υπάρχουν σε όλες τις χώρες και ακμάζουν. Μια πόλη, η οποία χωρίς την κεντρική εξουσία να κυκλοφορεί ως βαρίδιο στους δρόμους της θα παίρνει αποφάσεις, θα υλοποιεί πρωτοβουλίες και θα αναπτύξει ευέλικτα αντανακλαστικά. Βαριά ατζέντα, θα σκεφτεί κανείς. Είναι και καλοκαίρι…

ΥΓ. Η Ελλάδα φέτος γιορτάζει –και τιμά- τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821, την ληξιαρχική πράξη γεννήσεως του νέου Ελληνικού κράτους. Και ορθά. Του χρόνου, το 2022, κλείνουν 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, στην οποία πολλοί χάθηκαν και οι πιο τυχεροί  ξεριζώθηκαν από τις πατρίδες τους. Ήρθαν στην Ελλάδα, κυρίως στη Β. Ελλάδα, όπου κάποιοι τους υποδέχθηκαν ως Τουρκόσπορους. Όπως όλοι ομολογούν σε αυτούς τους Μικρασιάτες οφείλονται πολλά από τα καλύτερα χαρακτηριστικά της σύγχρονης ελληνικής ταυτότητας. Σε λίγους μήνες θα δούμε εάν η επίσημη πολιτεία σκοπεύει να τιμήσει αυτή την επέτειο. Μια τραγική και ταυτόχρονα ηρωική υπόθεση, που δεν αξιώθηκε μέχρι σήμερα να έχει ούτε καν ένα μουσείο στη Θεσσαλονίκη, την πρωτεύουσα των προσφύγων.