Skip to main content

Αιωρούμενα σωματίδια και φωτοχημική ρύπανση πλήττουν τη Θεσσαλονίκη

Τι προκύπτει από την ανάλυση των μετρήσεων των ατμοσφαιρικών ρύπων για μια οχταετία στο πολεοδομικό συγκρότημα - Πώς η κρίση αλλάζει τα πάντα

Αιωρούμενα σωματίδια και φωτοχημική ρύπανση είναι τα σημαντικότερα προβλήματα της ατμόσφαιρας της Θεσσαλονίκης, όπως προκύπτει από τα στοιχεία των μετρήσεων των ατμοσφαιρικών ρύπων για μια περίοδο οχτώ ετών (2006 – 2013).

Σε εισήγηση που παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του 6ου Περιβαλλοντικού Συνεδρίου Μακεδονίας, με θέμα «Η ποιότητα της ατμόσφαιρας της Θεσσαλονίκης για μια περίοδο οχτώ ετών (2006 – 2013)», οι συντάκτες της, Ζ. Κανελλοπούλου, Α. Κελέσης, Π. Μαλέα, Μ. Πετρακάκης, Π. Κασσωμένος και Π. Τζουμάκα, επισημαίνουν ότι από τις μετρήσεις του δικτύου σταθμών ελέγχου της ατμοσφαιρικής ρύπανσης του δήμου Θεσσαλονίκης «προέκυψε ότι, τα αιωρούμενα σωματίδια και η φωτοχημική ρύπανση ήταν τα σημαντικότερα προβλήματα που επιβαρύνουν την ποιότητα της ατμόσφαιρας της πόλης».

Σε σχέση με το παρελθόν τονίζουν ότι οι συγκεντρώσεις αιωρούμενων σωματιδίων, μονοξειδίου του άνθρακα και διοξειδίου του θείου έχουν μειωθεί, ενώ του διοξειδίου του αζώτου έχουν σταθεροποιηθεί. Η εξέλιξη αυτή χαρακτηρίζεται από τους ειδικούς «ιδιαίτερα ενθαρρυντική για την ποιότητα του αέρα στην ευρύτερη περιοχή».

Όπως παρατηρούν όμως, «τόσο η ανοδική τάση του όζοντος, που είναι ο κύριος φωτοχημικός δείκτης, όσο και οι συχνές υπερβάσεις των θεσμοθετημένων από την ΕΕ ημερήσιων ορίων των αιωρούμενων σωματιδίων, που κυμαίνονται από 7% ανά έτος έως 76% ανά έτος, σε διάφορες περιοχές της πόλης, έδειξαν ότι απαιτείται κατάλληλη στρατηγική ελέγχου των εκπομπών των αερίων ρύπων, με στόχο τη βελτίωση του ατμοσφαιρικού περιβάλλοντος της Θεσσαλονίκης».

«Οι έρευνες των τελευταίων δεκαετιών έδειξαν ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση στα μεγάλα ελληνικά αστικά κέντρα απασχολεί την πολιτεία και την κοινή γνώμη σε καθημερινή βάση, καθώς έχει ως αποτέλεσμα την αισθητή υποβάθμιση της ποιότητας του αέρα και την δημιουργία ποικίλων και σοβαρών προβλημάτων, που οφείλονται σε πολλαπλούς σύνθετους παράγοντες, όπως ο μεγάλος αριθμός πηγών εκπομπής (κυκλοφοριακό, βιομηχανίες, κεντρικές θερμάνσεις, κλπ), τα μετεωρολογικά φαινόμενα και οι χημικοί μετασχηματισμοί. Οι συχνές υπερβάσεις των θεσμοθετημένων από την Ευρωπαϊκή και Ελληνική νομοθεσία ορίων, που παρατηρούνται στα μεγάλα αστικά κέντρα, οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στη χρήση ορυκτών καυσίμων για την κίνηση των οχημάτων και τη θέρμανση των κατοικιών κατά τη χειμερινή περίοδο του έτους. Η κυριότερη πηγή της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στις ελληνικές μεγαλουπόλεις είναι ο συνεχώς αυξανόμενος αριθμός των πάσης φύσεως οχημάτων, ο υψηλός μέσος όρος ηλικίας τους, καθώς και η πληθώρα κυκλοφοριακών προβλημάτων που δημιουργούνται καθημερινά. Η συνεισφορά των διαφόρων οχημάτων εκτιμάται ότι στις ελληνικές μεγαλουπόλεις, ξεπερνά περίπου το 70% του συνόλου των εκπομπών», σημειώνουν οι επιστήμονες στην εισήγησή τους.

Ειδικά για τη Θεσσαλονίκη, σημειώνουν ότι αριθμεί περισσότερους από ένα εκατομμύριο κατοίκους και χαρακτηρίζεται από πυκνή δόμηση με υψηλά κτίρια, στενούς δρόμους και ουσιαστικά έλλειψη ακάλυπτων δημόσιων χώρων, πλατειών, μεγάλων λεωφόρων και πάρκων. «Την προβληματική, χωροταξική και κυκλοφοριακή κατάσταση, σε ό,τι αφορά στο ατμοσφαιρικό περιβάλλον, επιβαρύνουν επιπρόσθετα η γεωμορφολογία, το μικροκλίμα και οι τοπικές της μετεωρολογικές συνθήκες. Οι μεταφορές είναι η σημαντικότερη πηγή ατμοσφαιρικής ρύπανσης στην περιοχή της Θεσσαλονίκης και έπονται η βιομηχανία και η θέρμανση», εξηγούν.

Οι μετρήσεις έγιναν στους δημοτικούς σταθμούς:

-Κέντρο Θεσσαλονίκης – Εγνατία.

-Άνω Πόλη – Επταπύργιο.

-Δυτική Θεσσαλονίκη – Λαγκαδά.

-Ανατολική Θεσσαλονίκη – 25ης Μαρτίου.

Το όζον πλήττει την περιφέρεια

Συμπερασματικά, το όζον προέκυψε ότι δεν εμφανίζει τις υψηλότερες συγκεντρώσεις του στο κέντρο της πόλης, αλλά στην περιφέρεια των αστικών περιοχών.

Αυτό, όπως σημειώνουν, οφείλεται, τόσο στο μηχανισμό καταστροφής του από το διοξείδιο του αζώτου, που υπάρχει σε μεγάλες συγκεντρώσεις στο κέντρο της πόλης, όσο και στο ότι οι χημικές αντιδράσεις, που οδηγούν στο σχηματισμό του όζοντος, χρειάζονται ορισμένο χρόνο για την ολοκλήρωσή τους και στο διάστημα αυτό μεταφέρεται με τη βοήθεια του ανέμου σε απόσταση κάποιων χιλιομέτρων από τον τόπο παραγωγής των πρόδρομων ενώσεών του (υδρογονάνθρακες και διοξείδιο του αζώτου).

«Διαχρονικά, το όζον παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια ανοδική τάση, κυρίως στους σταθμούς αστικού υποβάθρου του δημοτικού δικτύου, που βρίσκονται στην περιφέρεια της πόλης, ενώ στο κέντρο της πόλης παρατηρείται μια σταθερότητα των συγκεντρώσεων του όζοντος. Η μεγαλύτερη ανοδική τάση των συγκεντρώσεων του όζοντος παρατηρείται στο σταθμό της Άνω Πόλης, που βρίσκεται κοντά στους τόπους παραγωγής των πρόδρομων ενώσεων (κέντρο πόλης, δυτική Θεσσαλονίκη) και στη φορά των επικρατούντων ανέμων (θαλάσσια αύρα), κατά τη θερινή περίοδο του έτους», υπογραμμίζουν οι εισηγητές.

Λιγότερη φωτοχημική ρύπανση λόγω κρίσης

Για το διοξείδιο του αζώτου, που παίζει σημαντικό ρόλο στο σχηματισμό του φωτοχημικού νέφους (τα οξείδια του αζώτου παράγονται από κινητήρες μηχανών εσωτερικής καύσης και από θαλάμους καύσης βιομηχανιών και συστημάτων κεντρικής θέρμανσης), οι εισηγητές συμπεραίνουν ότι «διαχρονικά παρουσιάζει μια σταθερότητα των συγκεντρώσεων, σχεδόν σε όλους τους σταθμούς στο πολεοδομικό συγκρότημα της πόλης. Αυτό πιθανότατα οφείλεται στο ότι οι δευτερογενείς ατμοσφαιρικοί ρύποι, όπως το διοξειδίου του αζώτου, οφείλουν την παραγωγή και τη διάσπασή τους σε πολλούς παράγοντες (εκπομπές πηγών, άνεμος, μετεωρολογικό ύψος ανάμειξης, κύκλος ηλιοφάνειας, ένταση υπεριώδους ακτινοβολίας), που αλληλοαναιρούνται, συμβάλλοντας στη σταθερότητα των συγκεντρώσεών του. Ειδικότερα, τα τελευταία έτη, διαπιστώνεται μια τάση μείωσης των συγκεντρώσεων του διοξειδίου του αζώτου, στις περισσότερες περιοχές της πόλης, πιθανότατα εξαιτίας της οικονομικής κρίσης μετά το 2009 στην Ελλάδα. Πρέπει να επισημάνουμε, ότι λόγω της νέας κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας, που προέκυψε, εξαιτίας της οικονομικής ύφεσης, διαφοροποιήθηκε η καθημερινότητα των πολιτών, με αποτέλεσμα να υπάρξει μείωση των διανυόμενων οχηματοχιλιομέτρων και άρα μείωση των εκπομπών των υδρογονανθράκων και των οξειδίων του αζώτου από την κίνηση των τροχοφόρων, με αποτέλεσμα να υπάρχουν θετικές ενδείξεις για το ατμοσφαιρικό περιβάλλον της Θεσσαλονίκης. Επίσης, η μείωση των εκπομπών οξειδίων του αζώτου, πιθανόν να οφείλεται και στη διείσδυση της χρήσης του φυσικού αερίου και τη βελτίωση της τεχνολογίας καυσίμων και οχημάτων».

Περιορίστηκε η αιθαλομίχλη

Όσον αφορά τη διαχρονική μεταβολή των πρωτογενών ρύπων διοξειδίου του θείου και μονοξειδίου του άνθρακα, φαίνεται ότι οι συγκεντρώσεις τους εμφανίζουν μείωση, κατά την περίοδο 2006-2013, στις τέσσερις περιοχές της Θεσσαλονίκης (κέντρο πόλης, δυτική και ανατολική Θεσσαλονίκη και Άνω Πόλη).

«Ο ρυθμός μείωσης είναι περισσότερο εμφανής στα επίπεδα των συγκεντρώσεων του διοξειδίου του θείου σε σχέση με αυτά του μονοξειδίου του άνθρακα. Τα θετικά αυτά αποτελέσματα για τον περιορισμό της αιθαλομίχλης (βασικός δείκτης της οποίας είναι το διοξείδιο του θείου), στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, πιθανότατα οφείλονται στις νομοθετικές ρυθμίσεις για περιορισμό της περιεκτικότητας των καυσίμων σε θείο, στην καθιέρωση των καταλυτικών αυτοκίνητων νέας τεχνολογίας και στην κατάργηση της βενζίνης τύπου «super», στη διάδοση της χρήσης του φυσικού αερίου στην πόλη, στη λειτουργία των εγκαταστάσεων αποθείωσης στα διυλιστήρια των ΕΛΠΕ και στη συρρίκνωση της βιομηχανικής δραστηριότητας, λόγω της οικονομικής κρίσης στην περιοχή της Θεσσαλονίκης. Ειδικότερα, ο μικρότερος ρυθμός μείωσης των επιπέδων του μονοξειδίου του άνθρακα (σε αστικές περιοχές, η σημαντικότερη πηγή είναι οι μηχανές εσωτερικής καύσης - μηχανές αυτοκινήτων- και σε μικρότερη κλίμακα η θέρμανση και η βιομηχανία) σε ολόκληρη την πόλη, μπορεί να οφείλεται στη σημαντική αύξηση του στόλου των οχημάτων μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 2000, η οποία ανακόπηκε από την οικονομική κρίση στην Ελλάδα μετά το 2010. Μικρή αύξηση του μονοξειδίου του άνθρακα παρατηρήθηκε στο σταθμό του Επταπυργίου (υπόβαθρη ρύπανση, γειτνίαση με την Περιφερειακή οδό, κτλ.), η οποία όμως δεν είναι στατιστικά σημαντική, εξαιτίας των πολύ μικρών τιμών του μονοξειδίου του άνθρακα, που μετρούνται στην περιοχή αυτή», τονίζουν οι εισηγητές.

Λιγότερα αιωρούμενα σωματίδια

Οι υψηλότερες συγκεντρώσεις των αιωρούμενων σωματιδίων εμφανίζονται στο κέντρο της πόλης και τη δυτική Θεσσαλονίκη.

Η διαχρονική μεταβολή των μέσων ημερήσιων συγκεντρώσεων των αιωρούμενων σωματιδίων δείχνει, ότι στη Θεσσαλονίκη, η γενική τάση μεταβολής των συγκεντρώσεων των αιωρούμενων σωματιδίων είναι πτωτική, σχεδόν σε όλους τους σταθμούς του δη­μοτικού δικτύου (εκτός του σταθμού Λαγκαδά). Για το σταθμό της οδού Λαγκαδά, που βρίσκεται στα όρια με τη Νεάπολη και τους Αμπελόκηπους (περιοχές που εμφανίζουν μεγάλη πυκνότητα πληθυσμού),την τελευταία τετραετία καταγράφονται σχετικά υψηλές τιμές αιωρούμενων σωματιδίων, γεγονός που αποδίδεται κυρίως στην αυξανόμενη τάση για χρήση βιομάζας σε ξυλόσομπες και τζάκια για θέρμανση τη χειμερινή περίοδο του έτους, εξαιτίας της κατάργησης της χρήσης των καλοριφέρ, που χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι πριν την οικονομική κρίση και η οποία οφείλεται κυρίως στην άνοδο των τιμών και της φορολογίας του πετρελαίου.

Η μείωση των επιπέδων των αιωρούμενων σωματιδίων, όπως λένε οι επιστήμονες, έχει συνδυαστεί και με σημαντική μείωση του αριθμού των υπερβάσεων των μέσων ημερήσιων τιμών του συγκεκριμένου ρύπου, πάνω από το όριο των 50 μg/κ.μ. αέρα, σε όλους τους σταθμούς. Όμως λόγω της κρίσης και των αλλαγών στον τρόπο θέρμανσης των νοικοκυριών παρατηρείται τα τελευταία χρόνια άνοδος του αριθμού των υπερβάσεων.

«Παρόλα αυτά τα επίπεδα των αιωρούμενων σωματιδίων, στις διάφορες περιοχές της πόλης, παραμένουν υψηλά και πολλές φορές εκτός θεσμοθετημένων ορίων, καθιστώντας το συγκεκριμένο πρόβλημα ένα από τα σημαντικότερα για το ατμοσφαιρικό περιβάλλον της Θεσσαλονίκης. Παρά τη βελτίωση της ποιότητας των καυσίμων, την απόσυρση παλαιάς τεχνολογίας οχημάτων, την εισαγωγή οχημάτων καταλυτικής τεχνολογίας, τη διείσδυση της χρήσης του φυσικού αερίου στη βιομηχανία και την κατοικία, τη συρρίκνωση της βιομηχανικής δραστηριότητας και τα νέα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα εξαιτίας της οικονομικής κρίσης μετά το 2009 στην Ελλάδα, η ατμοσφαιρική ρύπανση στην περιοχή της Θεσσαλονίκης παραμένει ένα από τα κύρια περιβαλλοντικά προβλήματα, το οποίο απαιτεί συντονισμένες και συνεχείς δράσεις για τον περιορισμό του», καταλήγουν οι εισηγητές.