Skip to main content

Επιφυλακτική η Ένωση Εισαγγελέων για το ν/σ για τη Δικαιοσύνη

Την επιφύλαξή του για ορισμένες διατάξεις του νομοσχεδίου για την «επιτάχυνση στην απονομή της Ποινικής Δικαιοσύνης», εκφράζει το Δ.Σ. της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος συνήλθε σε τακτική συνεδρίαση και συζήτησε το περιεχόμενο του νομοσχεδίου για την «επιτάχυνση στην απονομή της Ποινικής Δικαιοσύνης», το οποίο πρόκειται αύριο να απασχολήσει το υπουργικό συμβούλιο.

Σύμφωνα με σημερινή ανακοίνωση της «Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, οι εισαγγελείς αναφέρουν ότι «ορισμένες από τις διατάξεις του νομοσχεδίου ειδικότερα στον Ποινικό Κώδικα κινούνται προς την ορθή κατεύθυνση».

Συγκεκριμένα, αναφέρει η Ένωση, «η εισαγωγή και επέκταση του θεσμού της ποινικής συνδιαλλαγής σε πρώτη φάση (προκαταρκτική εξέταση) και στα κακουργήματα κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας, βρίσκεται σε αρμονία με τη διεθνή ποινική εμπειρία κρατών, που το δίκαιό τους διαπνέεται από τις αρχές του Ηπειρωτικού δικαίου, ενώ συμβάλλει στην εμπέδωση ειρηνικού βίου».

Αντίθετα, όμως, αναφέρει η Ένωση στην ανακοίνωσή της, άλλες διατάξεις κυρίως δικονομικές «όχι μόνο δε συμβάλλουν στην επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας, αλλά αντίθετα είτε την εμποδίζουν, είτε την εξουδετερώνουν».

Αναλυτικότερα, συνεχίζει η Ένωση, «η υποχρέωση τήρησης βραχείων προθεσμιών περαίωσης της προδικασίας δε λαμβάνει υπόψη την ιδιαιτερότητα κάθε υπόθεσης και το βαθμό δυσκολίας στην έρευνά της και την επεξεργασία της». Επίσης, «η αθρόα και χωρίς κριτήρια προσθήκη ύλης στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο αφενός μεν θα καταστήσει έως και αδύνατη τη εκδίκαση των υποθέσεων, ενώ πολλές από αυτές λόγω σοβαρότητας του πληττομένου εννόμου αγαθού απαιτούν πολυμελή σύνθεση», προσθέτει η ανακοίνωση.

Ακόμη, η Ένωση υπογραμμίζει ότι η προτεινόμενη αλλαγή στο άρθρο 349 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ώστε η υπόθεση που αναβάλλεται να εκδικάζεται σε δυο μήνες από την ίδια σύνθεση, είναι και πρακτικά ανέφικτη και εκτεθειμένη σε ακυρότητες που θα εμφιλοχωρήσουν.

Παράλληλα αναφέρει η Ένωση ότι «στα άρθρα 3 και 7 του νομοσχεδίου προβλέπονται προθεσμίες για την περαίωση της προκαταρκτικής εξέτασης και της ανάκρισης, όμως εν προκειμένω ισοπεδώνονται αδιάκριτα όλες οι υποθέσεις και παραγνωρίζεται ότι πολλές από αυτές έχουν μεγάλη βαρύτητα και απαιτούν ιδιαίτερη επεξεργασία. Τούτο σημαίνει, ότι οι προθεσμίες αυτές παρεισάγουν περισσότερο εντυπωσιασμό παρά ουσία.

Αναφορικά με το άρθρο 5 παράγραφος 5 του νομοσχεδίου στην ανακοίνωση αναφέρεται: «Με τη διάταξη αυτή μεταφέρονται όλα σχεδόν τα πλημμελήματα (πλην αυτών που τιμωρούνται με φυλάκιση πάνω από 2 έτη και είναι ελάχιστα) στην καθ΄ ύλη αρμοδιότητα του Μονομελούς . Ωστόσο η εκδίκαση αρκετών πλημμελημάτων που ήδη ανήκουν στην αρμοδιότητα του τριμελούς απαιτούν εμπειρία και πολυμελή σύνθεση και η αθρόα μεταφορά αυτών στο Μονομελές εγκυμονεί κινδύνους. ¨Άλλωστε τα Μονομελή Πλημμελειοδικεία έχουν ήδη μεγάλο φόρτο και τυχόν επιβάρυνσή τους θα καταστήσει το πρόβλημα εκρηκτικό.

Ακόμη, η Ένωση κάνει παρατηρήσεις στα άρθρα 10, 12, 15 και 22 του νομοσχεδίου και προσθέτει: «Θετικές κρίνονται οι ρυθμίσεις του άρθρου 19 του σχεδίου νόμου, οι οποίες αναμφίβολα συμβάλλουν στην επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας, αφού πλέον στον κατηγορούμενο αναγνωρίζεται μόνο δικαίωμα έφεσης κατά βουλεύματος, που τον παραπέμπει για κακούργημα μόνο για δύο λόγους:
 
α) της απόλυτης ακυρότητας και

β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης,
ενώ στον πολιτικώς ενάγοντα δεν αναγνωρίζεται δικαίωμα άσκησης ενδίκου μέσου.

Επίσης θετικές κρίνονται και οι προτεινόμενες μεταβολές με το άρθρο 16 του σχεδίου, όπου οι παραπεμπόμενοι για κακούργημα, αν είναι ή θεωρούνται γνωστής διαμονής, δικάζονται κανονικά και τους αναγνωρίζεται η δυνατότητα ακύρωσης της διαδικασίας. ¨Ομοίως ορθή κρίνεται και η περάτωση της ανάκρισης με βούλευμα του συμβουλίου Πλημμελειοδικών στις υποθέσεις ανηλίκων θυμάτων πράξεων που αναφέρονται στα άρθρα 323Α, 324, 336 και 353 ΠΚ. Τέλος, η αποκλιμάκωση της ποινικής καταστολής με το άρθρο 25 του σχεδίου ( ασφαλιστικές εισφορές) είναι ορθή.

Τέλος, η Ένωση αναφέρει συμπερασματικά στην ανακοίνωσή της: «Διαπιστώνεται ότι για μία ακόμη φορά ο Έλληνας νομοθέτης επιχειρεί να αντιμετωπίσει το  
«Ποινικό Πρόβλημα» αποσπασματικά, χωρίς προηγουμένως να έχει αντιμετωπίσει τη παθογένεια της ποινικοποίησης κοινωνικών συμπεριφορών και κυρίως, ενώ δεν έχει επιχειρήσει νέα κωδικοποίηση του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Οι διαχρονικά επιχειρούμενες τροποποιήσεις, παρά τα ορισμένα θετικά που είχαν, αποτελούν εμβαλωματικές λύσεις, οι οποίες δεν αντιμετωπίζουν ριζικά και συνολικά το πρόβλημα της ποινικής Δικαιοσύνης».