Skip to main content

Εσύ χαρίζεις 34 χρόνια προσμονής για μια στιγμή λύτρωσης;

Μια φωτογραφία ξετυλίγει ένα βαρύ κουβάρι 34 χρόνων, ποτισμένο με πόνο, πίκρα και θαύμα. Αλλά το θαύμα δεν είναι ο ΠΑΟΚ, είναι αυτοί που τον πιστεύουν

Πρώτα το άγχος. Δεν είναι μόνο την τελευταία ημέρα, την τελευταία εβδομάδα, ήταν πριν από μια εβδομάδα, από το 32' ώς το 95', είναι κάθε εβδομάδα· είναι πολλές οι τραγωδίες. Ήταν πέρυσι τέτοιον καιρό, τρεις συνεχόμενες Κυριακές, στην Τούμπα, στην Τρίπολη, ξανά στην Τούμπα. Ήταν, φερ' ειπείν, στον προημιτελικό με τον Ατρόμητο, ήταν επί Γούμενου, ήταν στο γκολ του Τάκολα, ήταν με Μπλαχίν, ήταν επί Βουλινού, κρύβεται σε κάθε ματς, πριν απ' αυτό, ενόσω παίζεται, το επόμενο πρωινό. Είναι αδυσώπητος φίλος το άγχος, τον ξέρει από καιρό, μαζί ξεπαίδιασαν.

Ρίσκο μεγάλο, να κάνεις το άγχος σύντροφο, είν' επικίνδυνο να παίζεις με τέτοιο σπίρτο, είν' εύκολο να γίνει ανωμαλία, να γίνει σύνδρομο. Το σύνδρομο του επόπτη, όπως πολύ εύστοχα έχει γραφτεί: ν' αδυνατείς να χαρείς, να ξεσπάσεις, ν' αδειάσεις, γιατί προέχει να συγκρατηθείς, να στρέψεις το βλέμμα σου αλλού, να ψάξεις με την άκρη του ματιού και τη γροθιά ατσαλωμένη, να λογαριάσεις τι κάνει ο λάινσμαν μ' αυτό το κιτρινέρυθρο πανί. Τρέχει προς στο κέντρο; Σήκωσε το σημαιάκι; Πού είναι, γαμώτο;

Ωφελεί, τελικά; Κι αν δεν το σήκωσε, πώς να εκδηλωθεί τώρα πια το μέσα σου, νιώθεις να σου ψείρισαν την κάψα. Αλλά αυτή επιμένει, υποβόσκει, είναι μαθημένη, δεν φθείρεται εύκολα, δεν πέφτει αμαχητί. Την άλλη Κυριακή θα 'ναι εκεί, άσβεστη στα σπλάχνα του, να ψάχνει ξανά τον επόπτη στον ασβέστη.

Τόσα χρόνια πριν, 34 στο σύνολο. Στα 15 του, περίπου, παιδαρέλι που σφύζει, πανηγυρίζει το πρωτάθλημα, νιώθει υπεράνθρωπος, ανίκητος κι άπαυστος, ευλογημένος, βέβαιος, «και ποιος μάς πιάνει». Βέβαιος ότι και του χρόνου πάλι δικό του θα 'ναι. Και με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι. Κατέληξε δέκατος, εξευτελισμένος. Αλλά πείσμωσε, δεν μαράθηκε ο ανθός των ελληνικών γηπέδων.

Ανθοβολεί από τότε, παραδόξως, παρά τις βροχές -κι ήταν αμέτρητες, μιλιούνια- δεν σάπισε ποτέ. Μέσα στη χιλιοραγισμένη εμπιστοσύνη του και την αθεράπευτη σκοτοδίνη του, σαλπάρει επίμονα: βιράρει τον φλόκο της ελπίδας του και πλέει με το πειρατικό στην αμεριμνησία των μελτεμιών του. Στον πιο ελαφρό κυματισμό του ένα νησί λικνίζει.

Θάλασσα, ο ασφυκτικός Ναός. Βίρα, ο οργανωτής. Φλόκος, τα πανιά στο κάγκελο. Μελτέμια, οι κραυγές. Κυματισμός, το τύμπανο. Νησί, ο αντίπαλος. Πλεύση, η κορυφή.

Λίγο ακόμη, 1990. Ακόμη λίγο, 2000. Αντέχεις κι άλλο, 2010. Φτάσαμε, 10/2/2019. Τα μαλλιά γκριζάρισαν, οι γωνιές στο μέτωπο ορφάνεψαν, τα μάτια ξεχείλωσαν. Το παιδαρέλι δεν νιώθει, πια, υπεράνθρωπο, αλλά είναι ευλογημένο. Καλοπαντρεύτηκε, έκανε παιδιά, τα 'στειλε φοιτητές, το ψυγείο γεμίζει ακόμα, δόξα τω Θεώ. Κυριακή.

Ημέρα δύσκολη και είναι κι άυπνος. Ο αδυσώπητος φίλος, πανάθεμά τον, σκιά του. Κόμπος στο στομάχι, βαρίδι στον λάρυγγα, εφίδρωση ακατάσχετη, παλμοί ακατάληπτοι, κάψα. Τον καφέ τον πιπιλάει, το μεσημεριανό δεν κατεβαίνει. Σκέψεις επί σκέψεων ξεχαρβαλώνουν το μυαλό, με τις προσθαφαιρέσεις για 10 ματς, «για μας και για κείνους», ο νους κουτουρντίζει.

Μπορεί, ναι, να μην αντέχεται η αναμονή. Αλλά δεν ραγίζει η προσμονή. Δεν λυγίζει η υπομονή. Δεν ηττάται η επιμονή. 34 χρόνια, ολογράφως τριαντατέσσερα ολόκληρα χρόνια, για να γίνει απολύτως αντιληπτό κι εύπεπτο, δεν τον σταμάτησε τίποτα, ούτε καιρός ούτε υγεία, ούτε οικονομία. Πάντα εκεί, σ' όλα τα πέταλα, προσμένοντας τη νίκη, υπομένοντας την αδικία, επιμένοντας για την κορυφή, λυσσομανώντας για Τέσσερα γράμματα, για μια ανεκπλήρωτη ουτοπία, για μιαν αλέκιαστη Ιδέα, για το ΠΑΟΚλέ.

Αυτή η σπαρακτική φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο, κύριοι, είναι το απόσταγμα του ΠΑΟΚ. Αυτός ο περί τα 50 του χρόνια κύριος, αυτή η θαυμάσια φιγούρα, ο καθρέφτης μιας ολόκληρης γενιάς, αυτή η ζηλευτή αντίδραση, αυτή η ατόφια παράθεση αισθήσεων, αυτή η αποστέωση του καθωσπρεπισμού, η θέωση του οπαδισμού. Τριαντατέσσερα χρόνια περίμενε στωικά αυτήν τη στιγμή, την ανυπέρβλητη λύτρωση. Έπαιξε τα ρέστα του, επένδυσε την ψυχική του νηφαλιότητα, έφαγε πίκρα με βαθιά κουτάλα, χώνεψε τ' αχώνευτα, υπέμεινε τα πάνδεινα, προσέμεινε αναλλοίωτος, ώσπου τέλος ένιωσε, κι ας τον έλεγαν τρελό, πως από 'να τίποτα γίνεται ο Παράδεισος.

 

Φωτογραφία: Πρακτορείο Intime/Γιάννης Μωυσιάδης