Skip to main content

Στη Θεσσαλονίκη ας μη φοβηθούμε τους ουρανοξύστες

Ίσως ο πιο ξεχωριστός αφορισμός των ψηλών κτηρίων εντοπίζεται στην έλλειψη σύνδεσης τους με τη λεγόμενη ελληνική αρχιτεκτονική παράδοση

Του Φάνη Ουγγρίνη*

Τέτοιες μέρες το 1972 ξεκίνησε η χρήση του 24όροφου Πύργου Αθηνών, ύψους 103 μ. Μπορεί στα μάτια των τότε Ελλήνων να έμοιαζε δυσθεώρητος, όμως στην πραγματικότητα δεν αποτελούσε κάποιο κατασκευαστικό θαύμα. Ήδη το 1902, το διάσημο Flatiron Building  στη Νέα Υόρκη είχε 22 ορόφους, ενώ μετα το 1910 τα ψηλά κτήρια είχαν πάψει να προκαλούν ιδιαίτερη εντύπωση στους κατοίκους της αμερικανικής μητρόπολης.

Εν έτει 2022, ο λαός μας συζητά το ύψος του κτηριακού συγκροτήματος στο υπό αναδιαμόρφωση Ελληνικό. Όταν αλλού τα μεγέθη είναι συχνά τετραπλάσια, τα…ταπεινά 200 μέτρα του εξοργίζουν πλείστους εγχώριους διαμορφωτές της κοινής γνώμης. Κάποιοι φοβούνται τους σεισμούς, ορισμένοι ωρύονται επειδή τάχα θα επισκιαστεί η Ακρόπολη, άλλοι επειδή τέτοιες κατασκευές δε ταιριάζουν στην αρχιτεκτονική μας παράδοση, και μερικοί λόγω της απέχθειας τους για κατι που εκλαμβάνουν ως έκφραση ισχύος του διεθνοποιημένου μεγάλου κεφαλαίου. Κατ΄αρχήν δε χρειαζεται να συζητάμε για ζητήματα αντισεισμικότητας, Καλιφόρνια και Ιαπωνία έχουν δείξει το δρόμο. Τα περί υποβάθμισης του  Ιερού Βράχου είναι επίσης αστεία⋅ δεν είναι δυνατό να επικαλούμαστε τέτοια επιχειρήματα όταν ισχύουν τόσο μεγάλες χιλιομετρικές αποστάσεις. Ωστόσο, και οι υπόλοιπες ενστάσεις δε μπορούν να χαρακτηριστούν ιδιαίτερα σοβαρές. Πολύ πριν το σύγχρονο καπιταλισμό οι φόρμες της αρχιτεκτονικής αναπαράγονταν σε άλλους τόπους, κάτι που γνωρίζουμε καλά χάρη στη μίμηση της αρχαιοελληνικής κτηριακής αντίληψης, αρχικά από Ετρούσκους, Καρχηδόνιους, Ρωμαίους και Ναβαταίους, κατόπιν στην Αναγέννηση και αργότερα στο Νεοκλασικισμό, ο οποίος χαρακτηρίζει πολλά εμβληματικά δημόσια οικοδομήματα σε Ευρώπη και ΗΠΑ. Κάποτε εντυπωσίαζαν οι μαρμάρινες κολώνες, σήμερα οι τεράστιες γυάλινες προσόψεις.

Ίσως όμως ο πιο ξεχωριστός αφορισμός των ψηλών κτηρίων εντοπίζεται στην έλλειψη σύνδεσης τους με τη λεγόμενη ελληνική αρχιτεκτονική παράδοση. Είναι πραγματικά αξιοπερίεργο σε τι ακριβώς αναφέρονται όσοι την επικαλούνται: μιλούν για τα χαμηλά αγροτικά σπιτάκια της Τουρκοκρατίας, για τα στενά σοκάκια των Κυκλάδων, ή για τα νεοκλασικά και εκλεκτικιστικά των αρχών του 20ου αιώνα; Πέρα από απαρχαιωμένοι, οι δύο πρώτοι τρόποι ανέγερσης οικοδομών δεν έχουν θέση στην καρδιά μεγάλων αστικών κέντρων, ο δε τρίτος αποτελεί επίσης τοπική εκδοχή δυτικοευρωπαϊκών τάσεων, καταλυτικών μετά τη ριζική ανάπλαση του Παρισιού από τον Χάουσμαν. Προφανώς θα ήταν υπέροχο αν η ανοικοδόμηση του ’60 και του ‘70 είχε αφήσει ανέπαφα (έστω εν μέρει) όλα τα χτισμένα μέχρι τον Β’ΠΠ τριώροφα, τετραώροφα και μονοκατοικίες, όμως εκείνα έχουν δώσει προ πολλού τη θέση τους σε αυτό που πλέον αποτελεί τον κανόνα στις μεγαλύτερες πόλεις μας: στη μπρουταλιστική ελληνική πολυκατοικία, με τα -περιστασιακά κλεισμένα-  μπαλκόνια απ’ άκρου σ’ άκρο, τις κεραίες στην ταράτσα, τις κρεμάμενες μονάδες κλιματιστικών και τους μέχρι 8 ορόφους της.

Όταν αρνούμαστε τους οποιουδήποτε ύψους ουρανοξύστες ουσιαστικά αυτή την…παράδοση υπερασπιζόμαστε: το αισθητικό πρότυπο της μονότονης “συρταριέρας”, της οποιας η όψη γίνεται όλο και χειρότερη, λόγω του καυσαερίου και της πλημμελούς συντήρησης, συνέπεια της εξόδου πάμπολλων κατοίκων προς τα προάστια και του σταδιακού κατακερματισμού των οριζόντιων ιδιοκτησιών. Σαν αποτέλεσμα, ειδικά τα κέντρα των δύο μεγαλύτερων πολεων, έχουν μπει σε ένα φαύλο κύκλο συνεχούς υποβάθμισης, από τον οποίο δεν θα μπορέσουν να βγουν δίχως τολμηρές πρωτοβουλίες. Στη θέση λοιπον του πεπαλαιωμένου κτηριακού αποθέματος ας δούμε καινούργιες πολυκατοικίες 20 ορόφων πάνω από την Βασιλίσσης Όλγας ως την Κωνσταντίνιυ Καραμανλή -με μεγάλα υπόγεια πάρκινγκ και με άφθονο ελεύθερο χώρο περιμετρικά- και σύγχρονα 40όροφα κτήρια γραφείων από γυαλί και μέταλλο στους ακόμη αναξιοποίητους Λαχανόκηπους, όπου θα στεγαστούν οι επιχειρήσεις του αύριο, ντόπιες και ξένες. Και φυσικά ανοιχτωσιές στις πιο πυκνοκατοικημένες γειτονιές, με κατεδαφίσεις πληρωμένες από τα κρατικά έσοδα που θα προσφέρει η νέα οικοδομική δραστηριότητα.

Πριν 50 χρόνια, όταν και στη Θεσσαλονίκη χτίστηκαν ελάχιστες δωδεκαόροφες, τολμούσαμε να έρθουμε κοντά στην πρωτοπορία. Σήμερα είναι ανεπίτρεπτο να μη τολμάμε να ξεκολλήσουμε από απόψεις και πρακτικές που έχουν κλείσει προ πολλού τον κύκλο τους. Το σχέδιο του επιχειρηματία Σταύρου Ανδρεάδη για την αξιοποίηση των Κεραμείων Αλλατίνη, με την κατασκευή ενός εμβληματικού κτηρίου ύψους 100 μέτρων και 30 ορόφων στην ανατολική πλευρά της πόλης, φαίνεται ότι αποτελεί μια τολμηρή, νέα αρχή με το βλέμμα στο μέλλον των σύγχρονων πόλεων. 

*Ο Φάνης Ουγγρίνης είναι στέλεχος επιχειρήσεων