Skip to main content

Πώς αποφασίζουν οι επενδυτές στην Ευρώπη - Δύο νέα κλειδιά

Ο Θεσσαλονικιός Αναστάσιος Φραγκουλίδης εξηγεί στη Voria.gr τις αλλαγές στον τρόπο λήψης των επενδυτικών αποφάσεων στην Ευρώπη.

Γνώριμος της Voria.gr από παλιά ο Θεσσαλονικιός Αναστάσιος Φραγκουλίδης βρίσκεται για περισσότερα από 30 χρόνια στη Ζυρίχη, αρχικά ως φοιτητής και αργότερα ως επαγγελματίας των χρηματοοικονομικών. Σήμερα είναι Διευθυντής Διαχείρισης Ελβετικών Θεσμικών Κεφαλαίων στην Pictet Asset Management, που διαχειρίζεται περιουσιακά στοιχεία 202 δισ. ελβετικών φράγκων –περί τα 186 εκατ. ευρώ- και ανήκει στον όμιλο της τράπεζας Pictet, που ιδρύθηκε στην Ελβετία το 1805. Ο Φραγκουλίδης κινείται σταθερά μεταξύ Ζυρίχης, όπου είναι η έδρα του –το γραφείο του βρίσκεται στο κτίριο που έζησε ο Νίκος Καζαντζάκης από το 1917 μέχρι το 1918-, Γενεύης και Λονδίνου. Είναι, δηλαδή, ένα μάχιμο στέλεχος των διεθνών αγορών μετοχών και ομολόγων, που ειδηγείται και υπογράφει για επενδύσεις δισ. ελβετικών φράγκων. Πριν από λίγες ημέρες ο ίδιος  βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη και με την ευκαιρία μίλησε στη Voria.gr υπό το πρίσμα των νέων εξελίξεων –αρνητικά επιτόκια, Brexit, εμπορικοί πόλεμοι κ.λπ.-, ενώ δεν απέφυγε να αναφερθεί και στην Ελλάδα.

Κύριε Φραγκουλίδη, πώς αντιμετωπίζει το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ελβετίας το Βrexit;

Το City του Λονδίνου είναι πανίσχυρο. Από τη δεκαετία του 1970 έχει κάποια δεδομένα που δεν διαθέτουν άλλα χρηματοοικονομικά κέντρα της Ευρώπης. Έχει πολλά κεφάλαια και ανθρώπους, δηλαδή τεχνογνωσία. Αυτός ο συνδυασμός σε υψηλό επίπεδο υπάρχει μόνο στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη. Στην εποχή, μάλιστα, της τεχνολογικής εξέλιξης και των αλγορίθμων το επίπεδο γνώσης ανεβαίνει διαρκώς. Τα πλεονεκτήματα αυτά δεν θα χαθούν από το City από τη μια στιγμή στην άλλη λόγω Brexit. Μόνο κάποια κομμάτια ίσως φύγουν. Ούτε θέσεις εργασίας θα μετακινηθούν σε μεγάλη κλίμακα. Η Ζυρίχη, η Φραγκφούρτη και το Παρίσι είναι μεσαίου μεγέθους χρηματοοικονομικά κέντρα. Ακόμη κι αν ενισχυθούν το City θα παραμείνει ισχυρό.  

Το Brexit θα επηρεάσει τις σχέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Ελβετία, που κι αυτή όπως η Βρετανία, πλέον, είναι μια ευρωπαϊκή μεν, αλλά τρίτη χώρα;

Το Brexit αγγίζει της Ελβετία περισσότερο απ’ όσο ίσως νομίζουν οι περισσότεροι. Η Ελβετία από τη δεκαετία του 1990 έχει μια σειρά συμφωνιών με την Ευρωπαϊκή Ένωση ιδιαίτερα στον τομέα των προϊόντων και λιγότερο στις υπηρεσίες. Η ΕΕ τα τελευταία χρόνια γίνεται διαρκώς σκληρότερη με τους Ελβετούς, εν μέρει εξαιτίας των Βρετανών. Ο φόβος για την ΕΕ είναι να αποδειχθεί η αποχώρηση της Βρετανίας μια επιτυχημένη επιλογή. Αυτό θα είναι αρνητικό παράδειγμα για άλλες χώρες. Επειδή, λοιπόν, η ΕΕ θα παραμείνει σκληρή με τη Βρετανία και στο πλαίσιο των συζητήσεων για την εμπορική συμφωνία, γι’ αυτό σκληραίνει και απέναντι στην Ελβετια. Οι δύο πλευρές –ΕΕ και Ελβετία- συμφώνησαν το 1999 σε επτά μεγάλα πακέτα συνεργασιας. Οι Ελβετοί με δημοψήφισμα από το 2014 έχουν ζητήσει να μπει πλαφόν στη διακίνηση ανθρώπων από την ΕΕ, κάτι που η Κομισιόν δεν είναι πρόθυμη να αποδεχθεί. Από την πλευρά της η ΕΕ ζητάει τώρα οι συμφωνίες ανάμεσα στις δύο πλευρές να επικαιροποιούνται αυτόματα, κάθε φορά που αλλάζει το ευρωπαϊκό δίκαιο σε κάποιο θέμα. Η Ελβετία δυσκολεύεται στο να αποδεχτεί διάφορες πτυχές του ευρωπαϊκού δίκαιου. Τα πράγματα δεν είναι εύκολα.

Ας το δούμε διαφορετικά. Κατά πόσον το Brexit θα επηρεάσει τον τραπεζικό κλάδο στην Ευρώπη;

Ο ευρωπαϊκός τραπεζικός τομέας έχει άλλα θέματα, μεγαλύτερα από το Brexit να διαχειριστεί. Από την εποχή της παγκόσμιας κρίσης του 2008 – 2009 και μετά έχει πρόβλημα κερδοφορίας. Κι αυτό διότι έχει αλλάξει μια σειρά από παραμέτρους. Βρισκόμαστε σε εποχή αρνητικών επιτοκίων, και η καμπύλη των επιτοκίων δεν είναι απότομη όπως παλαιότερα. Αυτό επηρεάζει αρνητικά την κερδοφορία των δανείων που δίνουν οι τράπεζες. Επίσης, οι κανόνες χρηματοδότησης έχουν αλλάξει, έχουν γίνει πιο αυστηροί με την υιοθέτηση της «Βασιλείας 2» και ιδιαίτερα της «Βασιλείας 3», που προέκυψε εξαιτίας της κρίσης. Οι τράπεζες χρειάζονται τα τελευταία χρόνια περισσότερη ρευστότητα και περισσότερα κεφάλαια, τα οποία οι ευρωπαϊκές τράπεζες δεν κατάφεραν να βρουν, σε αντίθεση με τις αμερικανικές που τα βρήκαν. Ένα βασικό θέμα είναι η θεσμική περιφρούρηση των τραπεζών. Μετά την κρίση του 2008 το πλαίσιο έγινε πολύ αυστηρό και ανάγκασε τις τράπεζες να μειώσουν τους προϋπολογισμούς τους. Τις οδήγησε να παίρνουν λιγότερα ρίσκα, τα οποία θα βοηθούσαν την παγκόσμια οικονομία. Έχουμε την ταχύτατη αλλαγή της τεχνολογίας. Το περιθώριο κέρδους των τραπεζών σε πολλές δραστηριότητες είναι πολύ χαμηλό, άρα θα πρέπει να παράγουν σε χαμηλότερο κόστος, κάτι στο οποίο η τεχνολογία βοηθάει. Επιπλέον, το θέμα της σχέσης Κίνας – ΗΠΑ και κατά πόσον αλλάζει η στάση της Αμερικής έναντι των άλλων οικονομικών δυνάμεων του πλανήτη έχει επηρεάσει αρνητικά. Εκεί οι τράπεζες περιμένουν τις καινούριες ισορροπίες. Όλα αυτά είναι για τις ευρωπαϊκές τράπεζες ζητήματα πιο πιεστικά από το Brexit.

Το θέμα της «πράσινης οικονομίας» πόσο μέλλον έχει;

Τις ευρωπαϊκές τράπεζες τις απασχολεί πολύ η κλιματική αλλαγή. Και σωστά τις απασχολεί. Η νέα γενιά των επενδυτών έχει διαφορετικούς στόχους από την προηγούμενη. Οι νέοι επενδυτές θέλουν οι επενδύσεις τους να έχουν θετικό αντίκτυπο στο περιβάλλον, αλλά και στην κυβερνησιμότητα των επιχειρήσεων, αυτό του θα λέγαμε εταιρική διακυβέρνηση. Ο  τρόπος  λήψης επενδυτικών αποφάσεων για μετοχές, ομόλογα και άλλα επενδυτικά εργαλεία αλλάζει με βάση αυτά τα δύο κριτήρια. Η κλιματική αλλαγή είναι κομμάτι της εταιρικής διακυβέρνησης, διότι όλοι αντιλαμβάνονται πως οι επιχειρήσεις έχουν ευθύνη. Γι’ αυτό και οι εταιρείες πρέπει να δουν αυτά τα δύο θέματα προσεκτικά και με σοβαρότητα, έτσι ώστε να αποφύγουν καταστάσεις που θα τις δυσκολέψουν στο επίπεδο της χρηματοδότησης. Η άποψη ότι ο ιδιοκτήτης μιας επιχείρησης, κάνει ότι θέλει χωρίς κοινωνική ευθύνη είναι παρωχημένη. Την επόμενη δεκαετία αυτά τα θέματα θα μας απασχολήσουν πολύ. Δεν είναι κάποια μόδα που θα περάσει. Είναι μια δομική αλλαγή στον τρόπο που σκεφτόμαστε στην Ευρώπη.

Υπάρχει κάποια εκτίμηση για το πότε θα κλείσει ο κύκλος των αρνητικών επιτοκίων στην Ελβετια;

Αυτή είναι η ερώτηση του δισεκατομμυρίου! Ο κύκλος των αρνητικών επιτοκίων άνοιξε ουσιαστικά τον Ιανουάριο του 2015. Όταν η Ελβετική Κεντρική Τράπεζα αποφάσισε να αλλάξει τη νομισματική πολιτική, στην οποία είχε δεσμευθεί από τον Σεπτέμβριο του 2011. Αποφάσισε, δηλαδή, να αναθεωρήσει την απόφαση της για σταθερή ισοτιμία του ελβετικού φράγκου στο 1,20 έναντι του ευρώ. Να απελευθερώσει την ισοτιμία. Κι αυτό διότι από το 2011 μέχρι το 2015 για να την κρατήσει σταθερή στο 1,20 αναγκάστηκε να βρίσκεται συνεχώς στις διεθνείς αγορές και να αγοράζει ευρώ πουλώντας ελβετικά φράγκα. Ως αποτέλεσμα της απελευθέρωσης ήταν να ανατιμηθεί το ελβετικό φράγκο άμεσα κατά 20%. Ένα νόμισμα που ήδη πριν από το 2011 είχε ανατιμηθεί πολύ ξέφυγε ακόμη περισσότερο. Για να γλιτώσει, λοιπόν, τον κίνδυνο μιας ακόμη πιο απότομης ανατίμησης του ελβετικού φράγκου η Κεντρική Τράπεζα της χώρας αναγκάστηκε να μειώσει τα επιτόκια σε αρκετά χαμηλότερα επίπεδα από τα επιτόκια του ευρώ, ώστε περιοριστεί η ζήτηση του ελβετικού νομίσματος. Το ακριβό φράγκο υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και της παραγωγικής βάσης της χώρας. Έτσι βρεθήκαμε στα αρνητικά επιτόκια του -0,75%. Από τότε η Ελβετική Κεντρική Τράπεζα δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να ανεβάσει τα επιτόκια, να κινηθεί, δηλαδή, προς μια κανονικότητα, διότι ούτε η ΕΚΤ ανεβάζει τα επιτόκια της. Υπάρχει, όμως, και μια δεύτερη σκέψη στις Κεντρικές Τράπεζες επί του θέματος. Ότι τα χαμηλά επιτόκια θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αύξηση των επενδύσεων μεγαλύτερη από την άνοδο του ΑΕΠ. Αυτή η προσδοκία δεν ευοδώθηκε. Απ’ ότι φαίνεται οι επενδύσεις δεν επηρεάζονται τόσο από τα επιτόκια, όσο από τις προσδοκίες, δηλαδή από την απόδοση των κεφαλαίων.

Πόσο δύσκολο είναι για ένα διαχειριστή κεφαλαίων το δίλλημα ανάμεσα στα κρατικά και τα εταιρικά ομόλογα;

Από το 2008, δηλαδή από την παγκόσμια κρίση, μέχρι πριν από λίγο καιρό τα εταιρικά ομόλογα κατέγραψαν πολύ υψηλές αποδόσεις. Σήμερα η εικόνα έχει ισορροπήσει. Το σπρεντ των εταιρικών ομολόγων έναντι των κρατικών, δηλαδή η διαφορά του επιτοκίου, έχει υποχωρήσει σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Από την άλλη εάν δούμε τους ισολογισμούς των εταιρειών γενικότερα θα καταλάβουμε ότι οι εταιρείες τα τελευταία χρόνια έχουν αυξήσει το δανεισμό τους, αλλά πληρώνουν λιγότερα εξαιτίας των χαμηλών επιτοκίων. Αυτό οδηγεί τους επενδυτές να στρέφονται το τελευταίο διάστημα κυρίως στα κρατικά ομόλογα, εξακολουθώντας, όμως, να παρακολουθούν και τα εταιρικά. Το ενδιαφέρον για τα εταιρικά ομόλογα θα παραμένει σε ικανοποιητικό βαθμό όσο διατηρείται η σημερινή νομισματική πολιτική. Αν αλλάξει αυτό ή αν οδηγηθούμε σε νέα παγκόσμια κρίση τα εταιρικά ομόλογα θα βρεθούν σε δύσκολη θέση. Όλα αυτά αποτελούν αντικείμενο καθημερινής παρακολούθησης, ώστε οι επενδυτικές αποφάσεις να προσαρμόζονται ανάλογα. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, τα εταιρικά ομόλογα είναι πιο επισφαλή, διότι δεν υπάρχει από πίσω τους μια κεντρική τράπεζα διατεθειμένη να τα αγοράσει στην έσχατη περίπτωση, όπως συμβαίνει με τα κρατικά ομόλογα.  

Η αίσθηση που υπάρχει στην Ελλάδα ότι η χώρα επιστρέφει στη διεθνή οικονομική καθημερινότητα είναι διατηρήσιμη;  

Η Ελλάδα για πολλά χρόνια δεν υπήρχε στις διεθνείς αγορές, διότι έπρεπε να υποστεί πρώτα την αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή, με ό,τι σήμαινε κάτι τέτοιο. Δεν είχε πρόσβαση στις αγορές. Ας μην ξεχνάμε, επίσης, ότι για αρκετά χρόνια ήταν ανοιχτό το θέμα του νομίσματος. Τώρα βλέπουμε βήματα επιστροφής σε πιο φυσιολογικές συνθήκες. Μας βοηθάει σε αυτό η κατάσταση στις διεθνείς αγορές, διότι μειώνεται το κόστος του δανεισμού μας δραματικά. Φαντάζομαι ότι το επόμενο διάστημα θα βρούμε την ευκαιρία να μειώσουμε το κόστος παλαιότερων, ακριβότερων δανείων, αλλά και να απεξαρτηθούμε από τους λίγους δανειστές και να δημιουργήσουμε πιο μεγάλη βάση μη κρατικών δανειστών. Γι’ αυτό στις συζητήσεις των διαχειριστών κεφαλαίων η περίπτωση της Ελλάδος συζητείται, όπως παλαιότερα γινόταν ανάλογες συζητήσεις για την Ισπανία και την Πορτογαλία. Συζητήσεις γίνονται και για την Ιταλία, η οποία από πολιτικής απόψεως είναι πιο επισφαλής από την Ελλάδα. Το ελληνικά ομόλογα ελκύουν τους επενδυτές για ένα ν ακόμη λόγο: ότι το επιτόκιο τους είναι 0,60% - 0,70% υψηλότερο έναντι της Πορτογαλίας και της Ισπανίας.

Απ’ ό,τι αντιλαμβανόμαστε η απόφαση να επενδύσει κανείς στην Ελλάδα παραμένει δύσκολη…

Η απόφαση να επενδύσει κανείς σε ελληνικούς τίτλους είναι δύσκολη πρωτίστως επειδή η ελληνική αγορά είναι ρηχή. Άρα εύκολα μπαίνεις, δύσκολα βγαίνεις. Δεύτερον, δεν γνωρίζουμε πως θα είναι οι συνθήκες στην ΕΕ, στο ευρώ, άρα και στην Ελλάδα αν αλλάξουν οι εξωτερικές συνθήκες. Εάν δυσκολέψει το εξωτερικό περιβάλλον στα χρηματοοικονομικά και γενικότερα στην οικονομία. Έχουμε τους εμπορικούς πολέμους των ΗΠΑ, την εμφάνιση του κορονοϊού τελευταία. Ως γνωστόν στην οικονομία επενεργούν πολλοί αστάθμητοι παράγοντες.

Πόσο βαραίνει η πολιτική σταθερότητα στις αποφάσεις των διεθνών επενδυτών;

Η πολιτική σταθερότητα δεν είναι το πρώτο θέμα για τους επενδυτές. Πρώτα θέματα είναι το σπρέντ και η νομισματική πολιτική. Σε κάθε περίπτωση εάν δεν υπάρχει εμπιστοσύνη απέναντι στο πολιτικό σύστημα μιας χώρας, οι επενδυτές ζητούν μεγαλύτερα σπρεντ, υψηλότερα επιτόκια. Πάντως, για τις μεγάλες  επενδύσεις παγίου κεφαλαίου –διότι αυτό χρειάζεται η Ελλάδα- η πολιτική σταθερότητα, είναι προαπαιτούμενο. Κάτι που στην Ελλάδα φαίνεται ότι σήμερα υπάρχει σε καλύτερο βαθμό απ’ ότι τα προηγούμενα χρόνια.