Skip to main content

Πιο σκληρά μέτρα από Γερμανία για τη χορήγηση ασύλου στους πρόσφυγες

Στα μέτρα που υιοθετήθηκαν προβλέπεται επίσης η ίδρυση στη Γερμανία πέντε κέντρων καταγραφής των υποψηφίων για χορήγηση ασύλου.

Μια σειρά από μέτρα σύμφωνα με τα οποία γίνονται σκληρότερες οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση ασύλου σε πρόσφυγες, ενέκριναν με ευρεία πλειοψηφία, οι Γερμανοί βουλευτές, την ώρα που το Βερολίνο αναζητά τρόπους για να περιορίσει τις αφίξεις μεταναστών στη χώρα.

Η Μπούντεσταγκ, η κάτω βουλή του γερμανικού κοινοβουλίου, υιοθέτησε με ψήφους 429 υπέρ έναντι 147 κατά και 4 αποχές τα μέτρα αυτά που έχουν επικριθεί έντονα από την αριστερή αντιπολίτευση και από οργανώσεις αρωγής προς τους πρόσφυγες.

Κατά ψήφισαν επίσης περίπου 30 από τους 193 βουλευτές του συγκυβερνώντος Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD). Μεταξύ αυτών ήταν και ο Κρίστοφ Στρέσερ, ο μέχρι πρότινος αρμόδιος για θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην κυβέρνηση συνασπισμού του SPD με τους Χριστιανοδημοκράτες της καγκελαρίου Άγγελα Μέρκελ. Ο Στρέσερ παραιτήθηκε την Δευτέρα, εκφράζοντας διαφωνίες για την αλλαγή της πολιτικής υποδοχής και φιλοξενίας των μεταναστών.

Σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ, οι βουλευτές επικύρωσαν το πακέτο μέτρων, το λεγόμενο «Asylpaket II», που είχε συμφωνηθεί από τους εταίρους του κυβερνητικού συνασπισμού στα τέλη Ιανουαρίου. Στο εξής, οι πρόσφυγες στους οποίους έχει χορηγηθεί καθεστώς «επικουρικής προστασίας» (σ.σ. χαρακτηρισμός που βρίσκεται μια βαθμίδα κάτω από εκείνον του «ασύλου») δεν θα έχουν το δικαίωμα να φέρουν στη Γερμανία και τα μέλη της οικογένειάς τους, για διάστημα δύο ετών.

Στα μέτρα προβλέπεται επίσης η ίδρυση στη Γερμανία πέντε κέντρων καταγραφής των υποψηφίων για χορήγηση ασύλου, ώστε να επιταχυνθεί η εξέταση των αιτημάτων που δεν έχουν πολλές πιθανότητες να γίνουν δεκτά και κατά συνέπεια να διευκολυνθούν οι απελάσεις εκείνων που θα απορριφθούν. Θα μειωθούν εξάλλου και τα κοινωνικά επιδόματα που τους χορηγούνται.

Οι βουλευτές ενέκριναν και ένα άλλο νομοσχέδιο για την απέλαση των αλλοδαπών παραβατών του νόμου. Το μέτρο αυτό αποφασίστηκε μετά τις επιθέσεις που δέχτηκαν στην Κολωνία εκατοντάδες γυναίκες τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς, με δράστες νεαρούς άνδρες, καταγόμενους κυρίως από χώρες της βόρειας Αφρικής.